ΒΡΕ ΚΑΛΩΣ ΤΟ ΜΟΥ!

Ronin.gr - widget IP και λειτουργικού

28 Ιουλ 2012

ΣΕΝΤΟΝΙ, πες καλύτερα τέντα για το ΟΑΚΑ...

ΕΤΣΙ ΟΣΟ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ. (Τίτλος για το λογοτεχνικό Σάββατο)

Την αγκάλιασε, τη φίλησε και έφυγε. Θα συναντιόντουσαν ξανά σε τέσσερις σχεδόν μέρες στα σκαλιά της εκκλησίας.
Ήταν η βραδιά που θα έβγαινε με τους φίλους του για να γλεντήσουν το τέλος της ελευθερίας του και μετά από πιέσεις της  Αντιγόνης, θα έμενε στο πατρικό  του μέχρι το Σάββατο που θα γινόταν ο γάμος και θα επέστρεφαν για να πάρουν τις βαλίτσες τους για το γαμήλιο ταξίδι.
Η Αντιγόνη έκλεισε την πόρτα πίσω του και ξέσπασε σε κλάματα.
Δεν ήθελε να παντρευτεί. Δεν ήθελε. Δεν κατάλαβε πως μπλέχτηκε σε αυτήν την κατάσταση. Ξεκίνησε σαν πλάκα αλλά τώρα που έφτανε στο τέλος, δεν άντεχε να το συνεχίσει. Δεν ήθελε ποτέ να το κάνει. Δεν ήταν στα σχέδιά της ο γάμος και τα παιδιά. Δεν ήταν τα όνειρα που είχε για τη ζωή της. Ήταν 28 χρονών.
Κάθισε σε μια καρέκλα και έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της.
«Πως τα κατάφερα έτσι; Εγώ δεν είμαι σαν την Ισμήνη που το όνειρό της ήταν να γίνει σύζυγος και μητέρα! Πώς έμπλεξα; Πώς θα ξεμπλέξω;»
Η Αντιγόνη είναι δασκάλα. Γνώρισε τον Ορέστη σε ένα πάρτι μιας συναδέλφου της. Είναι τραπεζικός. Της άρεσε, τον έβρισκε διασκεδαστικό στην παρέα, της άρεσαν οι τρόποι του, της άρεσαν τα δώρα που της έκανε, της άρεσε η προσοχή που της έδινε. Και κάπως έτσι άρχισε. Μόνο που δε συνεχιζόταν τόσο όμορφα. Οι πιέσεις της οικογένειας, η επικείμενη μετάθεση και ένα χρόνο μετά την έξαλλη νύχτα που πέρασαν μετά το πάρτι μαζί, σε τρεις μέρες και μερικές ώρες θα ήταν κυρία του κυρίου. Όχι αυτό δεν το ήθελε. Δεν το είχε πει ποτέ. Δεν το είχε εκφράσει γιατί ο Ορέστης από την αρχή ξεκαθάρισε τη θέση του. Και δεν ήθελε να τον χάσει. Δεν ήθελε να χάσει το γοητευτικό άντρα. Τον πολύ καλό εραστή, τον πλούσιο σύντροφο. Τώρα όμως που τα περιθώρια στένευαν, τα πράγματα έγιναν πολύ σκούρα για την Αντιγόνη.
Χτύπησε το κουδούνι. Η Αντιγόνη τινάχτηκε. Είχε βυθιστεί στη θλίψη και το κλάμα και τρόμαξε. Σκούπισε βιαστικά τα μάτια της και άνοιξε την πόρτα.
Και ήρθε αντιμέτωπη με το είδωλό της. Μόνο που αυτό ήταν χαρούμενο. Που γελούσανε μέχρι και αυτιά της. Μόλις όμως το «είδωλο» είδε την Αντιγόνη με τα υγρά μάτια και τα χαρτομάντιλα στο χέρι, συννέφιασε και αυτό.
-«Τι συμβαίνει αδέρφι; Γιατί έχεις τέτοια χάλια; Είσαι καλά;»
Η Αντιγόνη δε μίλησε, παραμέρισε να περάσει η δίδυμη ομόζυγη αδερφή της. Έκλεισε πίσω της την πόρτα, της πήρε τη συρόμενη βαλίτσα και την έσυρε μέχρι τον ξενώνα, γύρισε σκυφτή πίσω και έπεσε στην αγκαλιά της αποσβολωμένης αδερφής της. Η Αντιγόνη έκλαιγε ξανά, με αναφιλητά. Μύξες και δάκρυα λερώνανε το πρόσωπό της και οι λυγμοί δεν επιτρέπανε στην Ισμήνη να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε.
-«Σώπα καλή μου. Τώρα που είμαι εγώ εδώ όλα θα λυθούν. Μην κλαις ρε αδέρφι, θα βρεθεί λύση για ότι και να συμβαίνει…» προσπαθούσε να την κάνει η Ισμήνη να μαζέψει τις σκέψεις της και να της δώσει να καταλάβει τι την έκανε τέτοιο ράκος.
-«Δε θέλω… δεν είμαι έτοιμη… δεν είναι στα όνειρά μου… δε με βλέπουν με καλό μάτι… δε τον αγαπώ…» αυτά μόνο καταλάβαινε η Ισμήνη από τα μπερδεμένα που της έλεγε η Αντιγόνη.
Η Ισμήνη την έβαλε να καθίσει στον καναπέ, της έφτιαξε έναν καφέ και έριξε  μέσα ένα λεξοτανίλ. Ανακάτεψε καλά τον καφέ, έβαλε μπόλικη ζάχαρη και της τον έδωσε.
-«Πιες πουλάκι μου και συζητάμε αργότερα, ηρέμησε τώρα και μιλάμε σε λίγο που θα είσαι πιο χαλαρή και θα μπορείς να μου εξηγήσεις», της είπε η Ισμήνη. Κάθισε δίπλα της, την αγκάλιασε και την παρακολουθούσε που έπινε τον καφέ της με δάκρυα χωρίς να μιλά, μόνο να φυσά τη μύτη της, να την κοιτά και να ξεσπά σε νέο κύμα δακρύων…
Δεν έβγαζε νόημα. Πριν από έξι μήνες που είχε έρθει στην Αθήνα, η αδερφή της ήταν πολύ ευτυχισμένη που είχε σχέση με τον Ορέστη. Ήξερε πως η αδερφή της δεν ήταν άνθρωπος των δεσμεύσεων και της μονιμότητας, μιλούσε όμως με τόσο ενθουσιασμό για τον Ορέστη που νόμισε, τότε, πως είχε αλλάξει γιατί πραγματικά τον αγαπούσε. Τώρα με τα μισόλογα που είχε πιάσει στο παραλήρημα της Αντιγόνης μεταξύ κλάματος και λυγμού, μπερδεύτηκε.
Άρχισε να σκοτεινιάζει. Η Ισμήνη άφησε την Αντιγόνη να πίνει λίγο πιο ήρεμα τον καφέ της και έφτιαξε και έναν για κείνη. Το ταξίδι με το τραίνο ήταν μακρύ και κουραστικό. Είχε ξυπνήσει πολύ νωρίς, είχε φτιάξει τη βαλίτσα της, πήγε στο νεκροταφείο των γονιών τους και μετά γύρισε σπίτι, πήρε ένα ταξί και πήγε στο σταθμό του τραίνου. Εκεί πήρε το τραίνο για τη Θεσσαλονίκη και ανακάλυψε πως είχε καθυστέρηση. Περίμενε να είναι νωρίς το απόγευμα στην Αθήνα, όμως έφτασε λίγο πριν σκοτεινιάσει. Και βρήκε ένα δράμα. Δεν ήξερε ακριβώς ποιο ήταν το δράμα αλλά με τέτοιο κλάμα που έκανε η αδερφή της, σίγουρα περί δράματος επρόκειτο…
-«Μεγάλη αδερφή, της είπε, είναι θέμα υγείας; Είσαι άρρωστη;» τη ρώτησε τρομοκρατημένη. Δε θα το άντεχε να ακούσει ότι η Αντιγόνη είναι άρρωστη. Πριν πέντε χρόνια έχασαν από τη μια στιγμή στην άλλη τους γονείς τους. Ο πατέρας τους και  η μητέρα τους που επέστρεφαν από τα λουτρά που είχαν πάει να πάρουν τη μητέρα του πατέρα τους, βρέθηκαν μπροστά από τις ρόδες μιας νταλίκας που έτρεχε με υπερβολική ταχύτητα και της είχε σκάσει ένα λάστιχο. Και από τη μια μέρα στην άλλη βρέθηκαν να είναι ολομόναχες στον κόσμο. Η μια είχε μόνο την άλλη. Και όταν ήρθε ο διορισμός της Αντιγόνης στην Αθήνα, η Αντιγόνη δεν ήθελε να φύγει από τις Σέρρες. Η Ισμήνη την έπεισε να δεχτεί την ευκαιρία. Η ίδια είχε δηλώσει αναπληρώτρια και είχε αντικαταστήσει μια κοπέλα στις Σέρρες που ο άντρας της ήταν στρατιωτικός και έφυγε για Κύπρο. Και για πρώτη φορά τα δίδυμα που δεν τα ξεχώριζες με τίποτα, χώρισαν πριν τρία χρόνια.
Μέχρι να γνωρίσει τον Ορέστη η Αντιγόνη, κάθε τριήμερο και γιορτή, μια από τις δυο πήγαινε στην άλλη. Συνήθως η Αντιγόνη που δεν ήθελε να ξεκόψει από τη γενέτειρά της. Ήταν εκεί και οι τάφοι των γονιών τους…
Όμως όταν ο Ορέστης έγινε μέρος της καθημερινότητάς της, η Ισμήνη κατέβαινε στην Αθήνα πιο συχνά απ’ ότι πριν.
Σήμερα ήρθε να βοηθήσει την αδερφή της για τις τελευταίες ετοιμασίες πριν τη μεγάλη μέρα. Ήρθε όλο χαρά, ίσως και μια μικρή ζήλεια. Γιατί κάποιος άλλος θα μονοπωλούσε την αγάπη της αδερφής της. Ήρθε με ενθουσιασμό, με κέφι και βρήκε κλάματα και απόγνωση. Δεν καταλάβαινε. Είχε όμως υπομονή… θα μάθαινε. Ήλπιζε μόνο το λεξοτανίλ να δρούσε σχετικά γρήγορα. Δε θα άντεχε για πολύ αυτήν την αγωνία ακόμα. Αν η Αντιγόνη συνέχιζε να είναι ασαφής θα έβαζε τις φωνές. Δεν ήρθε εδώ να βρει την αδερφή της να σπαράζει. Ήρθε να μοιραστεί τη χαρά της για την ομορφότερη μέρα της ζωής της. Είχε μια ανησυχία όλη την εβδομάδα, αλλά δε φαντάστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα. Σε όλο το ταξίδι νόμιζε πως ξέχασε κάτι. Αναρωτιόταν αν πήρε τα κοσμήματά της. Αν πήρε και τα δυο τα παπούτσια που θα φορούσε στο γάμο. Αν  είχε κλείσει το θερμοσίφωνα. Αλλά δεν της πέρασε από το μυαλό ότι η ανησυχία της ήταν από το άγχος και τη στενοχώρια της αδελφής της.
Καθόταν και την παρατηρούσε. Τη μεγάλη ψύχραιμη αδερφή της. Που ήταν επτά λεπτά μεγαλύτερη. Που ήταν η καλύτερη φίλη της. Που θυσιαζόταν για αυτή. Που της επέτρεπε να αντιγράφει από την κόλλα της και όταν δεν προλάβαινε, έπαιρνε το γραπτό της και το τελείωνε αυτή. Που άλλαξε το μηχανογραφικό της για να είναι μαζί με την Ισμήνη. Που δεν την άφησε ποτέ μόνη. Που ήταν ο βράχος της όλα τα χρόνια και κυρίως μετά από το τροχαίο των γονιών τους. Που δεν ήθελε να διοριστεί στην Αθήνα  για να μην αφήσει μόνη την Ισμήνη που είχε δεχτεί να αντικαταστήσει μια παλιά τους γειτόνισσα. Που θα παντρευόταν και θα νοικοκυρευόταν. Που θα ήταν το πιο χαρούμενο γεγονός μετά από πέντε χρόνια που οι υποχρεώσεις τους στο νεκροταφείο δεν ταίριαζαν με το νεαρό της ηλικίας τους.
Η Αντιγόνη σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε την Ισμήνη.
-«Μικρή αδερφή, αυτή τη στιγμή δεν είναι θέμα υγείας. Αν δε βρεθεί λύση όμως, θα γίνει. Θα πεθάνω Μίνη…» έτσι την έλεγε. Από το Ισμήνη, Μίνη. Και η Αντιγόνη,  όταν πρωτάρχισαν να μιλούν τα δίδυμα έγινε Νόνη.  Και οι δυο μιλούσαν όταν ήταν μόνες τους με αυτά τα ονόματα. Ήταν οι πρώτες κουβέντες που έλεγε και έβγαζαν νόημα από την ώρα που ήρθε η Ισμήνη.
-«Νόνη μου, δε θα σε αφήσω να πάθεις τίποτα κακό. Εγώ είμαι εδώ. Πες μου τι συμβαίνει. Γιατί είσαι έτσι; Εσύ έπρεπε να πετάς. Γιατί τώρα είσαι σε τέτοια χάλια;»
-«Κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει Μίνη. Καταστρέφομαι. Το καταλαβαίνεις; Καταστρέφομαι…» και ξέσπασε σε νέα κλάματα πιο ήρεμα όμως.
Δεν έβγαζαν νόημα τα λεγόμενά της. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Αφού δεν ήταν θέμα υγείας, θα περίμενε. Θα ηρεμούσε με το λεξοτανίλ και θα μάθαινε. Το είχε μαζί της για την υπερένταση της ημέρας του γάμου αλλά τελικά χρειάστηκε η λευκή ταμπλέτα πολύ νωρίτερα.
Η νύχτα απλώθηκε για τα καλά. Η Ισμήνη άναψε τα φώτα, έβγαλε τα πράγματά της από τη βαλίτσα, φόρεσε ένα νυχτικό και παρά τον καφέ, ήθελε να πέσει και να βυθιστεί σε έναν ύπνο που δε θα τη βασάνιζαν κλάματα αγωνία και απόγνωση. Αλλά η αδελφή της παρά το λεξοτανίλ που έπρεπε να είχε ενεργήσει από ώρα,  έκοβε πλέον βόλτες στο σαλόνι και την τραπεζαρία.
Περπατώντας πέρα δώθε, έριξε μια ματιά στο κίτρινο νυχτικό μεταξωτό νυχτικό που φόραγε η Ισμήνη και την έπιασε να χασμουριέται.
-«Μίνη, είσαι κουρασμένη. Πάμε να κοιμηθούμε και θα σου τα πω όλα αύριο το πρωί».
-«Πας καλά Νόνη; Θα κοιμηθώ χωρίς να ξέρω τι σε κάνει κουρέλι; Τώρα θα μου τα πεις».
-«Αύριο το πρωί Μίνη μου. Μόλις ξυπνήσεις θα τα πούμε. Σε παρακαλώ. Έχω εξαντληθεί από το κλάμα…»
-«Οκ, θα πάω στον ξενώνα να ξαπλώσω και κοίτα να κοιμηθείς για να έχεις κουράγιο να μου μιλήσεις το πρωί».
-«Μη λες χαζά. Θα κοιμηθούμε μαζί στο δικό μου κρεβάτι. Έλα μέσα. Έχω ανάγκη από σένα τώρα αδερφή. Να μου χαϊδέψεις το κεφάλι να μου πεις  κανένα κουτσομπολιό να ξεφύγω. Σε παρακαλώ, έλα. Και εσύ κουρασμένη είσαι. Φαίνεσαι χάλια. Ίσως πάλι να φταίω και εγώ για τα χάλια τα δικά σου».
Πιάστηκαν χέρι χέρι και ξάπλωσαν στο διπλό κρεβάτι που την προηγούμενή νύχτα κοίμιζε τον Ορέστη και την Αντιγόνη. Ξάπλωσαν με τα φώτα σβηστά.
Πάνω που η Ισμήνη θα κοιμόταν, άκουσε την Αντιγόνη να κλαίει πάλι.
Σηκώθηκε, άναψε το φως και της είπε:
-«Μεγάλη αδερφή κομμένες οι χαζομάρες. Πες μου τώρα τι συμβαίνει. Μη σε αρχίσω στα χαστούκια μπας και συνέλθεις. Πολιτισμένη πολιτισμένη, αλλά άμα σε βλέπω και σε τέτοια χάλια δεν αντέχω. Σήκω. Πάμε για φραπέ στην κουζίνα. Θα το ξενυχτήσουμε απόψε. Σήκω…» Κα την τράβηξε από το χέρι.
Χωρίς αντίρρηση η Αντιγόνη την ακολούθησε στην κουζίνα. Την είδε να ψάχνει τα ντουλάπια να βρίσκει τον καφέ και να βάζει μεγάλες κουταλιές σε κάθε ποτήρι. Χωρίς ζάχαρη. Έτσι τον έπιναν τον καφέ τους οι αδερφές από τότε που ήταν φοιτήτριες. Η Ισμήνη πήγε τους καφέδες στη βεράντα. Κάθισε. Περίμενε να έρθει και η Αντιγόνη. Κάθισε και αυτή.
-«Και τώρα μίλα…» της είπε. «Και όχι κλάματα. Όχι χαζομάρες. Γεγονότα».
Η Αντιγόνη άρχισε να μιλά. Στην αρχή κόμπιαζε. Δίσταζε. Μετά συνειδητοποίησε ότι μιλούσε στην Ισμήνη που ήταν σα να ήταν η ίδια και έγινε χειμαρρώδης.
Τα είπε όλα. Πως δεν ήθελε να παντρευτεί. Πως αρχικά ενθουσιάστηκε από τον Ορέστη, πως την έβγαζε έξω σχεδόν κάθε βράδυ, πως την πήγαινε ταξίδια και κοντινές αποδράσεις. Πως της άρεσε που τη ζήλευαν στη δουλειά. Όλα αυτά μέχρι το προηγούμενο καλοκαίρι, είχαν μόνο τέσσερις μήνες που ήταν μαζί και ο Ορέστης με κάτι φίλους του νοίκιασαν ένα σκάφος και πήγαν σε μερικά νησιά. Εκεί, άρχισε να φαίνεται η διαφορά τους. Η Αντιγόνη ήθελε να πάνε Ίο, Φολέγανδρο, Οινούσες, Αντίπαρο, ο Ορέστης ήθελε Σπέτσες, Ύδρα, Μύκονο, Σαντορίνη, Πάτμο…
Η Αντιγόνη ήθελε να κολυμπά σε έναν απόμερο όρμο και ο Ορέστης στην πιο κοσμική πλαζ του κάθε νησιού. Η Αντιγόνη ήθελε να ψαρεύουν και να τρώνε τα ψάρια στο σκάφος, ο Ορέστης και οι φίλοι του να πηγαίνουν στα πιο σικ εστιατόρια των  νησιών. Η Αντιγόνη ήθελε το βράδυ να καθίσει και να αγναντέψει τον ουρανό με τ’ αστέρια, οι υπόλοιποι θέλανε κλάμπινγκ στα κοσμικά στέκια.
Όταν επέστρεψαν, η Αντιγόνη πήγε στις Σέρρες μερικές μέρες μέχρι να αρχίσουν τα σχολεία.  Όταν επέστρεψε, ο Ορέστης την πολιόρκησε ξανά με λουλούδια, με δώρα με παραστάσεις στην όπερα και μπαλέτα. Όμως η Αντιγόνη δεν ήθελε τέτοια. Όταν της έκανε πρόταση γάμου τα Χριστούγεννα, κάτω από το χριστουγεννιάτικο δένδρο, η Αντιγόνη λίγο μεθυσμένη, λίγο ρομαντικά, λίγο αφηρημένα, δέχτηκε. Το επόμενο βράδυ οι γονείς του έκαναν μια μεγάλη δεξίωση για τον αρραβώνα.
-«Ώπα, μεγάλη αδερφή. Μέχρι εδώ δε βρίσκω τίποτα κακό. Έχει μια οικονομική άνεση και σε προσέχει. Σε πάει ταξίδια γιατί ξέρει πως τα αγαπάς. Σε πηγαίνει στα πιο ακριβά και καλόγουστα μέρη. Δε σου στερεί τίποτα. Και το ταξίδι του γάμου στην Αμερική, είναι φανταστικό. Δυο μήνες μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία και θα γυρίσεις όλες τις ηνωμένες πολιτείες και δε σου αρέσει; Δε σου άρεσε το Παρίσι; Δε σου άρεσε η Βιέννη; Δε σου άρεσε η Πετρούπολη; Τι άλλο θες; Έχεις έναν άντρα που σε αγαπά και σε φροντίζει. Σε πάει στα καλύτερα και δεν είσαι και ευχαριστημένη;»
-«Όχι, μικρή αδερφή, δεν είμαι. Γιατί στην Αμερική το ταξίδι και όχι στα ελληνικά νησιά; Γιατί στο Παρίσι και όχι στο Πήλιο. Γιατί στη Βιέννη και όχι στα ζαγοροχώρια; Δεν είμαι εγώ για πολυτέλειες. Αγόρασε το σπίτι στη Βάρκιζα. Με έβαλε και έφυγα από το σχολείο στον άγιο Παντελεήμονα και μου βρήκε δουλειά στο ιδιωτικό ενός φίλου του στα νότια προάστια. Δε μου επιτρέπει να πηγαίνω με το ποδήλατο. Θέλει να μου αγοράσει αυτοκίνητο. Μέχρι που ζούσαμε χώρια ήταν καλά. Τώρα όμως που συζούμε τρεις μήνες, τα έχω παίξει. Δεν τον αντέχω. Δεν αντέχω τα κοστούμια του, τα κολλαριστά του πουκάμισα, τη γυναίκα που έρχεται καθημερινά να καθαρίσει το σπίτι και να μαγειρέψει. Μπορώ και μόνη μου να τα κάνω αυτά. Δεν αντέχω το διακοσμητή. Εγώ ήθελα ένα μοντέρνο σπίτι, λειτουργικό και φιλικό. Έχω μια έπαυλη με μουσειακά κομμάτια και ψυχρή. Που δε θέλω να είμαι μέσα της…»
-«Νομίζω Νόνη μου, πως τώρα μιλάει το στρες της νύφης. Τι δε σου αρέσει στο σπίτι σου; Τα έπιπλα είναι υπέροχα, το γούστο μοναδικό. Το σπίτι αποπνέει καλαισθησία και ποιότητα…»
-«Ναι, ρε Μίνη, αλλά δεν είμαι εγώ. Δε μου αρέσει.»
-«Αυτό Νόνη μου διορθώνεται.»
-«Δεν είναι μόνο αυτό. Ακόμα και το νυφικό μου δεν το διάλεξα εγώ. Εγώ ήθελα ένα απλό μακρύ λευκό φόρεμα να ανεμίζει στον άνεμο. Ο γάμος μου δεν είναι αυτός που θα ήθελα κάποτε, αν ποτέ ήθελα να παντρευτώ, να είναι. Εγώ αν ποτέ παντρευόμουν, ήθελα ένα γάμο σε ένα εξωκλήσι με καλεσμένους  λίγους και  αγαπημένους φίλους. Όχι αυτό το πανηγύρι που θα γίνει το Σάββατο. Εγώ δεν ήθελα δεξίωση. Ήθελα να φύγω και να περάσω το καλοκαίρι μου σε μια παραλία σε μια σκηνή. Όχι σε ένα αεροπλάνο, στα καλύτερα ξενοδοχεία και την Αμερική. Εγώ δεν ήθελα να παντρευτώ.»
-«Νόνη, παραλογίζεσαι. Το ταξίδι το αλλάζεις. Μπορείς να πας στις Μαλδίβες, τα Κανάρια νησιά, στις Σεϋχέλλες. Δεν είναι δύσκολο…»
-«Ρε Μίνη, καταλαβαίνεις τι μου λες; Εγώ ήθελα σκηνή και ελεύθερο κάμπινγκ, όχι τριάντα ντόπιους να με υπηρετούν.»
-«Και πάλι, Νόνη, είσαι εκτός εαυτού. Θυμάσαι τότε στο πανεπιστήμιο που έφυγες μια βδομάδα με τον Τάκη και σε ψάχναμε και εσείς κάνατε ελεύθερο κάμπινγκ στις Πρέσπες; Σου έλεγα από τότε πως ήταν χαζομάρα. Θα μπορούσατε να πάτε σε ένα ωραίο ξενοδοχείο στη Χαλκιδική. Να χαρείτε και να ευχαριστηθείτε. Όχι που γύρισες και ήσουν άπλυτη μια βδομάδα…»
-«Μα εμένα, αυτό μου άρεσε ρε Μίνη. Όχι το γκλάμουρ και το καθώς πρέπει που αρέσει σε σένα. Εγώ τότε είχα τις καλύτερες διακοπές της ζωής μου. Όχι πέρυσι που πήγα με το γιωτ στο Αιγαίο…»
-«Τι να σου πω ρε αδερφή. Όποια άλλη και να ήταν στη θέση σου, θα πέταγε τη σκούφια της για να έχει την τύχη σου. Έχεις έναν υπέροχο άνθρωπο, με οικονομική άνεση, με γούστο και από πάνω σε λατρεύει. Σου κάνει δώρα, σε έχει στα ώπα ώπα και εσύ δεν είσαι ευχαριστημένη. Τι άλλο θες;»
-«Να εξαφανιστώ. Να μην τον παντρευτώ. Να γυρίσω πίσω στις Σέρρες. Να αρχίσω πάλι να βγαίνω με φίλους. Να κάνω κάμπινγκ, να περπατώ  ξυπόλυτη στην παραλία και να κοιμάμαι κάτω από τα αστέρια. Όχι να πηγαίνω σε οργανωμένες πλαζ και  να φορώ παπούτσια που στοιχίζουν το μισό μισθό μου… Να φύγω θέλω Ισμηνάκι μου, να φύγω. Πως παγιδεύτηκα; Από το σεξ; Από τα δώρα; Και τι να τα κάνω; Εγώ εκτίμησα τη χειρονομία όχι την αξία των δώρων. Το χρυσό βραχιόλι που μου έκανε τα Χριστούγεννα δεν ήταν του γούστου μου. Δε μου άρεσε καθόλου, δεν το φόρεσα ποτέ. Έκανα την ενθουσιασμένη γιατί δεν ήθελα να τον πληγώσω. Αλλά το βραχιόλι που μου έκανε ο Παύλος, ο συνάδελφός μου που μου έφερε από την Κω, δεν το  έβγαλα από το χέρι μου μέχρι που κόπηκε το δέρμα που είχε για κλείσιμο…Δεν είμαι εγώ για γάμο ρε Ισμηνάκι. Δεν ξέρω πως τα κατάφερα και έμπλεξα έτσι. Δε θέλω με τίποτα να πάω στην εκκλησία το Σάββατο.» Και εκεί ξανάρχισε τα κλάματα. Η Ισμήνη την αγκάλιασε.
-«Σώπα ρε αδέρφι, θα βρούμε λύση. Τον αγαπάς; Όχι να τον συμπαθείς, να τον αγαπάς, να θες να δώσεις και τη ζωή σου για αυτόν τον άντρα…»
-«Όχι. Όχι. Όχι. Δεν τον αγαπώ Ισμήνη. Δεν τον αντέχω. Στην αρχή ενθουσιάστηκα. Βλεπόμασταν μόνο τα βράδια που βγαίναμε έξω. Ήταν καλός στην παρέα, πνευματώδης, με κυκλοφόρησε παντού. Αλλά τώρα που συζούμε, δεν τον αντέχω. Το ψυχαναγκασμό του, τη διακριτική επιβολή του, το δείπνο στην τραπεζαρία κάθε βράδυ, το σεξ κάθε Τετάρτη και Σάββατο. Δεν το αντέχω. Έτσι φανταζόμουν εγώ το σύντροφό μου;»
-«Αντιγόνη το έχεις χάσει. Αφού είδες πως δεν μπορείς να ζήσεις με έναν τακτικό και προσεγμένο άνθρωπο, γιατί δε διέλυσες  το γάμο; Γιατί δεν έφυγες; Γιατί άφησες να φτάσεις τρεις μέρες πριν το γάμο; Γιατί δεν του είπες τίποτα;»
-«Για χαζή με έχεις; Ότι και να έλεγα, έπαιρνα την απάντηση ότι είναι η ανησυχία της νύφης. Εγώ γιατί να ανησυχήσω; Τι έκανα; Αυτός διάλεξε την εκκλησία, η μητέρα του το χώρο και το μενού της δεξίωσης. Η μητέρα του το μόδιστρο που θα έραβε το νυφικό μου που εκείνη φυσικά διάλεξε. Το μόνο που έκανα ήταν να δώσω τα πενήντα ονόματα που ήθελα να καλέσω στο γάμο. Τίποτα άλλο. Όταν πάω να του μιλήσω, αλλάζει θέμα, μου προτείνει να πάω για ψώνια, να δω ένα ξενοδοχείο που θα πάμε στην τάδε πόλη. Δε με ακούει…»
-«Και αυτό ρε Αντιγόνη δε σου αρέσει; Είσαι αχάριστη ή μου φαίνεται; Είσαι απαράδεκτη. Και τι δε θα έδινα να μου τύχει και εμένα ένας τέτοιος άνδρας. Όμορφος, μορφωμένος, με καλή και σίγουρη δουλειά, με οικονομική άνεση, με τρόπους, με γούστο, με αγάπη στα ταξίδια στο εξωτερικό. Δεν μπορώ να σε καταλάβω. Δεν μπορώ να σε καταλάβω…»
-«Παντρέψου τον εσύ ρε Ισμήνη. Πιο πολύ ταιριάζει σε σένα παρά σε μένα. Εσύ βρίσκεις το σπίτι τέλειο, εγώ μαυσωλείο. Εσύ βρίσκεις το ταξίδι στην Αμερική φανταστικό, εγώ το βρίσκω γελοίο. Εσύ ψοφάς για δεξιώσεις, για κοσμικές εμφανίσεις, για προβολή, εγώ όχι. Παντρέψου τον εσύ και βγάλε με  και μένα από τη δύσκολη θέση.»
-«Μη λες βλακείες Αντιγόνη. Δεν είμαστε στο πανεπιστήμιο να αλλάζουμε θέσεις για να χωρίσει η μια τον γκόμενο της άλλης. Δεν είμαστε στη Σουηδία να αλλάζουμε συντρόφους. Εσύ κοιμόσουν με αυτόν τον άνθρωπο ένα χρόνο…»
-«Δεκαέξι μήνες και τρεις εβδομάδες και δυο μέρες και 20 ώρες. Μετράω τις ώρες σαν τους φυλακισμένους γιατί έτσι νιώθω. Σώσε με.»
-«Αντιγόνη, αν και μεγαλύτερη, μάλλον είσαι χαζότερη. Σου ανοίγεται μπροστά σου μια πόρτα για μια άνετη ζωή, για ταξίδια, δώρα, οικονομική εξασφάλιση και όλα αυτά σε ένα πακέτο με ωραία εμφάνιση και αγάπη επιπλέον και δε σου αρέσει; Δεν είσαι καλά. Δεν είσαι. Πάμε να κοιμηθούμε. Αύριο θα νιώθεις καλύτερα και θα δεις που μια χαρά θα θες να πας στο γάμο σου. Έλα. Είμαστε πτώμα και οι δυο.»
Κοιμήθηκαν δύσκολα. Η Αντιγόνη σκεφτόταν πως θα δραπέτευε από τη χρυσή φυλακή της. Η Ισμήνη πόσο αχάριστη ήταν η Αντιγόνη. Αλλά αφού η Αντιγόνη υπέφερε, η Ισμήνη θα τη στήριζε  σε όποια απόφαση και αν έπαιρνε. Αν ήθελε να φύγει, θα τη βοηθούσε να φτιάξει τις βαλίτσες της. Έβλεπε πως η αδερφή της ήταν δυστυχισμένη. Το ένιωθε. Η Αντιγόνη πάντα ήταν δίπλα της όταν την είχε ανάγκη. Τώρα θα έκανε το ίδιο και αυτή. Αν αποφάσιζε τελικά να πάει στο γάμο, θα τη βοηθούσε να ντυθεί. Αν όχι, θα τη βοηθούσε να φύγει. Αυτό θα της έλεγε το πρωί.
Ξύπνησαν στις έντεκα. Από τα τηλεφωνήματα της μητέρας του Ορέστη. Να τους θυμίσει να πάνε στο χώρο δεξίωσης να διαλέξουν πιάτα και μαχαιροπήρουνα. Να πάει η Αντιγόνη για την τελευταία πρόβα στο ατελιέ για το νυφικό. Να πάνε να πάρουν παπούτσια για τη δεξίωση. Θα κρατούσε πολύ. Να φτιάξουν τις βαλίτσες για το γαμήλιο ταξίδι.
Η Αντιγόνη άκουγε και σημείωνε υπάκουα τα πάντα. Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, γύρισε στην Ισμήνη που την κοιτούσε και προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει τις αντιδράσεις της. Η Αντιγόνη άφησε κάτω το στύλο και έβαλε τα κλάματα πάλι.
Η Ισμήνη πήρε μια βαθειά ανάσα, την αγκάλιασε και έφτιαξε καφέ και για τις δυο. Ντύθηκαν και έφυγαν από το σπίτι. Η Αντιγόνη φορούσε δερμάτινα σανδάλια, τζην και ένα μακό μπλουζάκι. Η Ισμήνη ένα φόρεμα λινό με πέδιλα με ψηλό τακούνι και ασορτί τσάντα. Η Αντιγόνη πριν φύγουν από το σπίτι, κάλεσε ένα ταξί και πήγαν στο ατελιέ. Ο μόδιστρος βλέποντας την Ισμήνη πιο καλά ντυμένη, την αντιμετώπιζε σα να ήταν αυτή η νύφη. Έπρεπε να φορέσει το φόρεμα, η Ισμήνη πήγε να τον διορθώσει, αλλά ένα ικετευτικό βλέμμα της Αντιγόνης και δεν είπε τίποτα. Φόρεσε το φόρεμα, έκανε δυο τρεις παρατηρήσεις και έδωσε τη διεύθυνση στη Βάρκιζα να της στείλουν το φόρεμα το επόμενο πρωί.
Βγήκαν να πιουν έναν καφέ. Η Ισμήνη δε μιλούσε. Η Αντιγόνη την κοιτούσε ικετευτικά. Όταν την είδε με το φόρεμα, κατάλαβε πως μόνο η αδερφή της θα την έβγαζε από τη δύσκολη θέση που βρισκόταν. Δεν ήξερε πώς να της το πει. Πώς να της ζητήσει μια τέτοια μεγάλη χάρη. Πώς να την αλυσοδέσει σε ένα γάμο που είχε ότι θα επιθυμούσε αλλά όχι τον άντρα που αγαπούσε.  Δεν ήξερε τι να πει.
Η Ισμήνη, δεν μπορούσε να την καταλάβει. Το φόρεμα ήταν καταπληκτικό. Ούτε στα πιο τρελά της όνειρα δε θα μπορούσε να το αποκτήσει. Και η αδερφή της που για αυτή ράφτηκε, δεν του έριξε μια ματιά. Όση ώρα η Ισμήνη έκανε την πρόβα, η Αντιγόνη κοιτούσε τα πόδια της. Δυο φορές μόνο που η Ισμήνη τη ρώτησε, αυτή είπε, μόνο «ναι, ναι, βέβαια…».
-«Νόνη, τι θα γίνει; Θα κοιτιόμαστε μουγκές; Γιατί δε σου άρεσε το φόρεμα; Είναι καταπληκτικό. Είναι υπέροχο. Είναι ονειρικό. Και εσύ μοιάζεις σα να πας σε κηδεία. Παντρεύεσαι κορίτσι μου! Πα-ντρεύ-ε-σαι! Εσύ. Δείξε λίγο ενθουσιασμό. Δεν πάνε να σε εκτελέσουν!»
-«Για εκτέλεση πάω Μίνη και ας μην το καταλαβαίνεις. Δεν ξέρεις πόσο σε ζηλεύω που κάνεις ότι θες. Που δε δίνεις αναφορά σε κανέναν και για τίποτα. Που έχεις την ευθύνη μόνο του εαυτού σου. Δεν ξέρεις πόσο τυχερή είσαι…»
-«Δεν είμαι τυχερή, Νόνη. Μόνη είμαι. Μακάρι να είχα και εγώ έναν άνθρωπο που να με λατρεύει όπως ο Ορέστης εσένα. Που να μη μου χαλά χατίρι, που να με έχει βασίλισσα. Πας καλά; Μόνη είμαι. Όχι τυχερή.»
-«Θες να αλλάξουμε θέσεις Μίνη; Σε παρακαλώ. Δε μας ξεχωρίζει κανείς. Δε θα το καταλάβει κανείς. Εσύ θα έχεις ότι πάντα ονειρευόσουν και εγώ ότι θέλω. Σε παρακαλώ.»
-«Νόνη, δεν είμαστε στο δημοτικό που όταν δε διάβαζες ιστορία πήγαινα εγώ και έλεγα μάθημα για σένα. Και δεν είμαστε στο γυμνάσιο που έλυνες εσύ την τριγωνομετρία για μένα στον πίνακα. Δεν είμαστε στο πανεπιστήμιο να πηγαίνεις εσύ να μιλήσεις στον Κώστα να τα χαλάσουμε. Δεν είμαστε στο πανεπιστήμιο όταν εγώ τα χάλασα με τον Τάκη για να μην το κάνεις εσύ. Τώρα είμαστε κοντά τριάντα χρονών. Έχουμε ευθύνες, δουλειές, φίλους, κόψε λοιπόν το παραμύθι. Αν θες να παντρευτείς, εγώ θα σταθώ πλάι σου, αν δε θες πάλι το ίδιο. Όμως σε παρακαλώ άσε αυτές τις χαζομάρες. Δεν είμαστε ταινία. Είμαστε στην πραγματική ζωή. Αυτά γίνονται μόνο στην τηλεόραση. Σύνελθε…»
-«Τουλάχιστον για σήμερα πάρε τη θέση μου σε παρακαλώ. Δεν αντέχω άλλο. Άσε με να σκεφτώ. Σε παρακαλώ Μίνη μου. Σε παρακαλώ. Σήμερα, μόνο για σήμερα, ζήσε στη θέση μου και το βράδυ θα μου πεις αν σου άρεσε. Αλλά σήμερα, δώσε μου την ευκαιρία να σκεφτώ τι θέλω. Σε παρακαλώ…»
-«Μόνο για σήμερα Νόνη. Μόνο για σήμερα. Ελπίζω να συνέλθεις». Και έτσι τελείωσε η συζήτηση. Πήγανε στο χώρο της δεξίωσης. Η Ισμήνη διευθέτησε κάθε λεπτομέρεια και μετά γύρισαν στο κέντρο για να ψωνίσουν και να επιβεβαιώσουν το ραντεβού στο κομμωτήριο.
Γύρισαν στο σπίτι αργά το βράδυ. Περπάτησαν πολύ. Κουράστηκαν. Η Αντιγόνη ότι και να επέλεγε η Ισμήνη, συμφωνούσε με ένα ναι και τίποτα άλλο. Ακόμα και το εστιατόριο που έφαγαν η Ισμήνη το διάλεξε. Και το μενού. Και το γλυκό. Η Αντιγόνη έτρωγε και πλήρωσε με τη χρυσή κάρτα του Ορέστη.
Μόλις μπήκαν σπίτι, η Ισμήνη ήταν ενθουσιασμένη. Δεν φαινόταν ιδιαίτερα ταλαιπωρημένη. Η Αντιγόνη ήταν χάλια.
Η Ισμήνη έβαλε λίγο κόκκινο κρασί σε δυο ποτήρια και πήρε την αδερφή της στη βεράντα. Αγνάντευαν τη θάλασσα. Πρώτη μίλησε η Ισμήνη.
-«Λοιπόν, Νόνη, τι θα κάνεις τελικά. Θα γίνει ο γάμος; Θα πας στην εκκλησία;»
-«Όχι. Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση.»
-«Τότε γιατί κάναμε όλα αυτά τα έξοδα; Γιατί πήραμε παπούτσια; Γιατί επιβεβαιώσαμε τα ραντεβού στο κομμωτήριο και το σπα για το Σάββατο το πρωί; Γιατί όλα αυτά; Αφού δε θες να παντρευτείς…»
-«Γιατί πολύ απλά, ο γάμος θα γίνει. Μόνο που θα πας εσύ αντί για μένα. Χθες μιλούσε η απόγνωση. Τώρα μιλάει η λογική. Σε όλα αυτά τα μέρη που πήγαμε σήμερα, όλοι σε πέρασαν για μένα. Δεν υποψιάστηκε κανείς κάτι. Εσύ το χάρηκες, για μένα η μέρα θα ήταν μαρτύριο. Εσύ πέρασες καλά, εγώ βασανίστηκα. Εγώ, αν γίνει αυτός ο γάμος θα πεθάνω. Εσύ θα το ευχαριστηθείς. Ισμήνη, δεν είμαι μεθυσμένη. Σε παρακολουθούσα και σε μελετούσα. Είσαι αυτό που θέλει ο Ορέστης και είναι αυτό που θες εσύ.»
-«Αντιγόνη έλα στα συγκαλά σου. Δε μιλάμε για το μόδιστρο, μιλάμε για τον άντρα που κοιμόσουν μαζί του. Αυτός θα το καταλάβει.»
-«Τρίχες. Είχα βάψει τα μαλλιά μου κόκκινα και δεν το παρατήρησε. Ούτε στο σεξ θα το καταλάβει. Όπως δεν το είχε καταλάβει ούτε ο Τάκης ούτε ο Κώστας. Σε όλα μοιάζουμε σα δυο σταγόνες νερό εκτός από τα θέλω μας.»
-«Δε γίνονται αυτά τα πράγματα Αντιγόνη. Σύνελθε…»
Και έφερε το μπουκάλι με το κρασί έξω στη βεράντα.
-«Ισμηνάκι, ο άντρας που θα μπορεί να σου προσφέρει ότι είχες ποτέ ονειρευτεί, είναι εδώ. Στις Σέρρες ποτέ δε θα τον βρεις. Εγώ τον έχω και δεν τον θέλω. Εσύ δεν τον ξέρεις. Θα τον αγαπήσεις όμως. Είναι ότι θες. Εγώ δεν τον αντέχω. Άλλη μια φορά να τον δω, θα τον χαστουκίσω. Εσύ χωρίς να το καταλάβεις θα τον έχεις αγαπήσει, ή θα συμβιβαστείς. Είσαι πιο εύκολη στους συμβιβασμούς. Εγώ πάλι όχι. Το προσπάθησα και κοίτα που με έφερε. Τουλάχιστον έτσι θα ευτυχίσουμε και οι δυο. Εσύ θα έχεις το γάμο και το σπίτι και τη ζωή που ονειρευόσουν και εγώ την ελευθερία μου.»
-«Αντιγόνη, έχω δουλειά, υποχρεώσεις, το ίδιο και εσύ. Δε γίνεται…»
-«Γιατί ρε αδέρφι; Στο σχολείο, θα είσαι καινούργια. Το ίδιο και εγώ. Ξέρεις τα πάντα για μένα, το ίδιο και εγώ για σένα. Εσύ θα γίνεις η Αντιγόνη και εγώ η Ισμήνη. Ούτε ταυτότητες δε θα αλλάξουμε.»
-«Δεν είμαστε σαπουνόπερα Αντιγόνη. Εδώ έχεις φίλους και γνωστούς που δε γνωρίζω. Το ίδιο και εγώ στις Σέρρες. Τι λέω; Κάθομαι και το συζητώ. Όχι ρε Αντιγόνη. Δε θα σε τιμωρήσω γιατί έπαθες νευρικό κλονισμό από το άγχος του γάμου.»
-«Μα δε με τιμωρείς. Με ελευθερώνεις. Δεν το καταλαβαίνεις; Πότε είπα εγώ πως θέλω να παντρευτώ; Πότε με άκουσες να λέω πως θέλω να γίνω νοικοκυρούλα χαρωπή; Πότε είπα πως το όνειρό μου είναι η οικογένεια και τα παιδιά;»
-«Ποτέ, Αντιγόνη, είναι αλήθεια. Αλλά τώρα το πήρες απόφαση. Είπες ναι σε πρόταση γάμου. Είμαστε δυο μέρες πριν το γάμο. Αύριο οι φίλες σου και η κουνιάδα σου που ήρθε από το Λονδίνο, θα σε βγάλουν για να διασκεδάσεις τελευταία φορά πριν το γάμο ως ελεύθερη. Είναι λίγο αργά για να αλλάξεις γνώμη.»
-«Δε θα αλλάξω γνώμη. Τη νύφη θα αλλάξω. Αν πάω εγώ σε αυτό το γάμο, πολύ σύντομα θα σκοτωθώ Ισμήνη.»
-«Φύγε. Δεν υπάρχει λόγος να σκοτωθείς. Έλα μαζί μου πάνω στις Σέρρες. Γιατί να σκοτωθείς;»
-«Όχι αυτό δεν είναι λύση. Ο Ορέστης θα με κυνηγήσει, θα με πείσει προσωρινά και θα ξαναγίνει το ίδιο σκηνικό. Αφού αυτό που θέλει για σύντροφο  είσαι εσύ, και αυτό που θέλω εγώ είναι η ζωή σου. Γιατί να μη γίνουν όλοι ευτυχισμένοι; Εσύ ως κυρία του κυρίου με το πρεστίζ, εγώ ζώντας μόνη. Και αν, λέω αν, αν, βρω έναν άνθρωπο όπως τον θέλω θα συζήσω μαζί του. Όχι να παντρευτώ. Να δεσμευτώ. Όχι. Έλα βρε Ισμηνάκι. Πες ναι… και οι δυο θα έχουμε ότι θέλουμε.»
Το μπουκάλι με το κρασί, τέλειωσε. Η Ισμήνη έφερε άλλο ένα από την κάβα του υπογείου. Το άνοιξε. Έβαλε στο ποτήρι της. Ήπιε την πρώτη γούλια σιωπηλή. Και τη δεύτερη. Και την τρίτη. Μέχρι που άδειασε το ποτήρι της. Η Αντιγόνη την παρακολουθούσε. Ένιωθε τους προβληματισμούς της. Όμως ήταν σίγουρη πως είχε δίκιο. Αυτή δε θα μπορούσε ποτέ να προσαρμοστεί στο πλαίσιο του γάμου που ο Ορέστης είχε στο μυαλό του. Ούτε στη ζωή που ο Ορέστης ζούσε. Η Ισμήνη όμως είχε αυτό το όνειρο. Και θα ήταν ο τέλειος συνδυασμός. Θα ήταν ευτυχισμένοι και οι τρεις. Ο Ορέστης με αυτή που θα νόμιζε ότι ήταν η Αντιγόνη, η Ισμήνη με τη ζωή που θα έκανε, η Αντιγόνη με την ελευθερία της.
Η Ισμήνη ξαναγέμισε το ποτήρι της. Δε μιλούσε. Μια μέρα έζησε στη θέση της Αντιγόνης και το καταευχαριστήθηκε. Της άρεσε. Το τίμημα ήταν μικρό. Και άλλες φορές είχαν αλλάξει ερωτικούς συντρόφους με την αδερφή της. Μόνο που τώρα θα ήταν μόνιμο. Και όπως έλεγε και η Αντιγόνη, όχι και δυσάρεστο.
Γύρισε και κοίταξε την Αντιγόνη.
-«Και αν ξαφνικά αλλάξεις γνώμη και θες να γυρίσεις στον Ορέστη;» Της είπε και την κοιτούσε στα μάτια.
-«Πας καλά; Εδώ τον έχω και τον διώχνω, να τον θέλω πάλι μου λες. Τι να τον κάνω. Τι θα μου λείψει; Τα λουλούδια και τα δώρα; Οι χλιδάτες διακοπές; Τα μοναχικά βράδια; Η τάξη στο σπίτι και το γραφείο του; Οι συναναστροφές με φίλους του που το μόνο που ξέρουν είναι μάρκες και μετοχές; Τον έχω σιχαθεί Ισμήνη. Και αυτόν και τον τρόπο ζωής του. Αν γύριζα το χρόνο πίσω, μόλις τον γνώριζα, θα σου τον έκανα προξενιό. Αλλά νόμιζα πως μπορούσα να συμβιβαστώ. Δεν μπορώ όμως. Αν το κάνω, θα αυτοκτονήσω. Θα κόψω τις φλέβες μου, θα πέσω από τη ακρόπολη, αλλά μαζί του και σε αυτή τη χρυσή φυλακή δε μένω λεπτό. Βοήθησέ με, σε παρακαλώ.»
-«Και τι θα γίνει με τους γνωστούς του που γνώρισες;»
-«Ποτέ δεν είδα κάποιον δυο φορές. Ακόμα και τους γονείς του, τους είδα πέντε φορές όλες και όλες. Στο γάμο θα σου τους συστήσει όλους. Ποτέ δε μου έλεγε πέντε πράγματα παραπάνω για τον καθένα. Και εγώ όταν ήμουν μαζί τους, ποτέ δε μιλούσα. Δε ρωτούσα. Δε συμμετείχα. Δεν ήθελα. Δικαιολογούσα τη στάση μου λέγοντας πως ήμουν κουρασμένη. Οπότε δεν έχεις να φοβάσαι κάτι.»
Και κάπως έτσι λήφθηκε η απόφαση. Όλη τη νύχτα η Αντιγόνη μιλούσε για τις συναδέλφους και την αδερφή του Ορέστη που θα την έβλεπε για πρώτη φορά την επόμενη που θα έρχονταν όλες στο σπίτι να την πάρουν για το δικό της μπαρτσελορ πάρτυ.
Το ξημέρωμα κοιμήθηκαν. Άλλαξαν ταυτότητες. Άλλαξαν ζωές.
Ο γάμος έγινε. Η Ισμήνη φόρεσε το υψηλής ραπτικής νυφικό της αδερφής της και έφυγε την επομένη για το γαμήλιο ταξίδι της.
Η Αντιγόνη έφυγε για τις Σέρρες.
Τέσσερα χρόνια μετά, η γυναίκα του Ορέστη έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι. Η κουνιάδα του ήρθε με το σύντροφό της από τις Σέρρες για να δει τη νεογέννητη ανιψιά της. Ο σύντροφός της ήταν ένας κτηνίατρος που δούλευε σε καταφύγιο αγρίων ζώων.
Οι δυο αδερφές έμειναν για λίγο μόνες.
Η μια φορούσε τζην παντελόνι με μπότες και μια μπλούζα με τον αρκτούρο. Η άλλη φορούσε ένα κομψό ταγιέρ και γόβες.
-«Ευτυχισμένη;» Ρώτησε η Αντιγόνη.
-«Όσο ποτέ άλλοτε. Εσύ;»
-«Περισσότερο από όσο φαντάζεσαι. Και το οφείλω σε σένα!» Και αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Για πολύ ώρα.
Τόσο ίδιες και όμως, πόσο διαφορετικές!


(όλες οι φωτογραφίες σχεδόν που βάζω στις αναρτήσεις μου είναι από το Izismile.com)

22 Ιουλ 2012

ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ (άλλο ένα λογοτεχνικό Σάββατο)

Αρνήθηκε. Σθεναρά. Παρακάλεσε, ικέτεψε, έκλαψε, μάτωσε τα δάκτυλά της πάνω στην κλειδωμένη πόρτα να αλλάξουν γνώμη. Να την αφήσουν να αρνηθεί. Να την αφήσουν να ζήσει. Να την αφήσουν να ευτυχήσει.
Καθόταν μόνη της στο δωμάτιό της. Δίπλα από το παράθυρο. Κοιτούσε τον κόσμο στο δρόμο. Η ίδια δε φαινόταν. Έβλεπε παιδιά να παίζουν, σκυλιά να τρέχουν και να κυνηγιούνται. Άντρες να προχωρούν και να μιλούν στο κινητό. Γυναίκες να περπατούν δυο δυο ή και περισσότερες.
Τα μάτια της θόλωναν από τα δάκρυα.
Άκουγε από το σπίτι τις προετοιμασίες. Τραπέζια να μετακινούνται. Καρέκλες να μεταφέρονται. Άκουγε τραγούδια και μουσικές. Χαρές και φωνές.
Αυτή, πάλι, έκλαιγε. Δεν είχε προλάβει να ζήσει. Δεν είχε προλάβει να χαρεί. Όσα είχε διαβάσει στα βιβλία, δε θα τα ζούσε. Τα μάτια της,  έκλειναν από την ταλαιπωρία. Και από την πείνα, τη δίψα, την απομόνωση. Ήθελαν να την κάνουν να αλλάξει γνώμη.
Δε θα άλλαζε. Ποτέ. Θα συνέχιζε να αρνείται…
Έκλεισε τα μάτια της και είδε τις φίλες της. Είδε τις ξαδέρφες της. Έπαιζαν ανέμελα στην περιστοιχισμένη αυλή. Είδε το σπίτι της. Που το θεωρούσε το καταφύγιό της. Που έπαψε εδώ και μέρες να είναι καταφύγιο για αυτήν και έγινε τόπος βασανισμού.
Ήθελε να κοιμηθεί. Όμως ήξερε ότι δεν έπρεπε να το κάνει. Σηκώθηκε και άρχισε να περπατά πάνω κάτω στο δωμάτιο. Κοιτούσε το κρεβάτι της. Πόσο θα ήθελε να ξαπλώσει και να κοιμηθεί. Όμως δεν έπρεπε να το κάνει. Άνοιξε την ντουλάπα της. Κοίταξε τα ρούχα της. Ξαναέκλεισε την πόρτα της ντουλάπας.
Ο ήλιος έδυε. Οι σκιές μάκραιναν μέσα στο δωμάτιο. Σε λίγο θα έπεφτε σκοτάδι. Δεν έπρεπε να κοιμηθεί. Θα είχε όλο το χρόνο να το κάνει αύριο το βράδυ. Αύριο θα έπρεπε να πέσει σε λήθαργο. Αύριο το βράδυ θα μπορούσε να κοιμηθεί. Να κοιμηθεί βαριά να μην καταλαβαίνει.
Συνέχισε να βαδίζει. Πάνω κάτω όλη τη νύχτα. Το ξημέρωμα τη βρήκε να τρεκλίζει από τη νύστα. Να σκουντουφλά στα έπιπλα. Σήμερα ήταν η μεγάλη μέρα. Πεινούσε, διψούσε αλλά κυρίως νύσταζε. Τρεις μέρες την είχαν κλειδωμένη. Ξημέρωνε η τέταρτη. Θα της άνοιγαν σε λίγο να πάει στην τουαλέτα. Θα τη ρωτούσαν αν άλλαξε γνώμη. Για τέταρτη φορά θα έλεγε όχι. Θα πήγαινε στην τουαλέτα, θα έπινε νερό από το νιπτήρα και θα την ξανακλείδωναν στο δωμάτιό της μέχρι το απόγευμα που το ίδιο σκηνικό θα επαναλαμβανόταν.
Και έτσι έγινε. Ξαναγύρισε στη μικρή της φυλακή. Την τόσο οικεία.  Το κρεβάτι της φάνταζε τόσο όμορφο αυτή τη στιγμή. Γύρισε την πλάτη της στο κρεβάτι. Πήρε μια βαθειά ανάσα και άρχισε να ξαναπερπατά. Πάνω κάτω. Τόσες μέρες άγρυπνη, τόσες μέρες νηστική, με λίγο νερό μόνο που έπινε όταν την πήγαιναν στην τουαλέτα. Έπινε νερό κρυφά…
Συνέχισε να περπατά. Αλλά έπεσε πάνω στην ντουλάπα. Και έπεσε ο εσωτερικός καθρέφτης. Άνοιξε την ντουλάπα, έπεσε ο καθρέφτης και έσπασε. Έγινε πολλά μικρά κομμάτια. Έκανε πίσω για να μην κοπεί.
Κάθισε κάτω, δίπλα στο παράθυρο και κοιτούσε την ανοιχτή ντουλάπα. Κοιτούσε αρκετή ώρα. Μια ιδέα στριφογύριζε στο μυαλό της. Ήθελε να πεθάνει. Το ήθελε από την πρώτη στιγμή που της ανακοίνωσαν τη μοίρα της. Αλλά πως. Στο δωμάτιό της δεν είχε τίποτα για να το πετύχει. Ο σπασμένος καθρέφτης όμως, είχε κομμάτια που μπορούσαν πολύ εύκολα να τη βοηθήσουν.
Το πήρε απόφαση. Έπιασε ένα μακρύ και μυτερό κομμάτι και το  κοίταξε. Κοίταξε το είδωλό της, παραμορφωμένο. Γύρισε λίγο καλύτερα το κομμάτι και κοίταξε τα δεκάξι χρόνια της. Τα μαύρα μάτια της που ήταν κατακόκκινα και πρησμένα από το κλάμα. Που είχαν γύρω τους μαύρους κύκλους. Τόσες μέρες αγρύπνιας και νηστείας, έκαναν το μελαμψό δέρμα της να μοιάζει σα χαρτί που πάλιωσε. Τα μαλλιά της ήταν άλουστα και αχτένιστα. Το δεξί της μάγουλο ήταν πρησμένο και μια κόκκινη γραμμή διέσχιζε το μάγουλό της. Το δακτυλίδι  του πατέρα της, της είχε γδάρει το πρόσωπο όταν της έδωσε ένα ανάποδο χαστούκι.
Που ήταν το πρώτο από πολλά που ακολούθησαν γιατί αρνήθηκε να συμφωνήσει με το γάμο που της κανόνισαν. Και συνέχιζε να αρνείται. Και για αυτό κλειδώθηκε στο δωμάτιό της. Αρνήθηκε να παντρευτεί τον 50χρονο που της κανόνισαν. Που την έβλεπε από μικρό παιδί και χαμογελούσε περίεργα. Και αυτό το χαμόγελο την τρομοκρατούσε από τότε. Και τώρα θα έπρεπε να κάνει αυτόν τον αντιπαθητικό άνθρωπο άντρα της; Ποτέ. Το ανακοίνωσε στην οικογένειά της και οι φασαρίες ξεκίνησαν. Τρεις μέρες τώρα που ήταν κλεισμένη στο δωμάτιό της, οι ετοιμασίες του γάμου γίνονταν στο σπίτι της. Απόψε θα έρχονταν ο γαμπρός και οι γονείς και οι συγγενείς του για το γάμο. Αρνιόταν να παρευρεθεί μπροστά στον ιμάμη. Αλλά ο πατέρας της θα την αντιπροσώπευε και ο γάμος θα γινόταν. Ήταν ανήλικη και ο αυτό το προέβλεπε η σαρία. Δεν κοιμόταν για να πέσει σε λήθαργο όταν ο σύζυγός της θα την έβαζε στο κρεβάτι του. Για να μη νιώθει το σώμα του πάνω στο δικό της. Τα χείλη του πάνω στο χείλη της. Να γλιτώσει την αηδία…
Αλλά τίποτα από αυτά δε θα γινόταν. Θα σκοτωνόταν. Τώρα είχε το μέσο.
Κάθισε στο κρεβάτι της. Κρατούσε το κομμάτι του καθρέφτη στο χέρι της. Χωρίς να το ξανασκεφτεί, το τράβηξε από την αιχμηρή του πλευρά κατά μήκος της φλέβας που διαγραφόταν στον αριστερό καρπό της. Μέσα στην αϋπνία και το θυμό, τη θλίψη και την απόγνωσή της, δεν ένιωσε τον πόνο.
Αίμα πετάχτηκε και άρχισε να στάζει κρουνηδόν στο κρεβάτι και το πάτωμα. Άφησε το χέρι της έξω από το κρεβάτι της. Άφησε τα μάτια της να κλείσουν. Έπεσε πίσω στα μαξιλάρια…
Το αίμα έσταζε στο πάτωμα. Και όπως έχανε το αίμα της στάλαζαν τα 16 της χρόνια. Άρχισε να έχει μια ζαλάδα. Είδε τις αδερφές της να παίζουν μαζί στον κήπο. Είδε τη μάνα της που την κοιτούσε όλο απόγνωση όταν έτρωγε το ξύλο από τον πατέρα της γιατί δε συμφωνούσε στο γάμο που της κανόνισε. Είδε το μικρό σκυλάκι της που είχε πεθάνει πέρυσι. Είδε τη γιαγιά της που είχε ανοιχτή  την αγκαλιά της για να χωθεί μέσα της.
Μια λίμνη αίματος ήταν πάνω στο χαλί που και μεγάλωνε κάθε στιγμή που περνούσε. Η ανάσα της έγινε πολύ ρηχή. Εντελώς επιπόλαιη. Άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια της. Προσπάθησε να χαμογελάσει. Του χάλασε τα σχέδια. Χαιρόταν που θα θύμωνε. Ήλπιζε μόνο να μην ξεσπάσει στη μητέρα και τις αδελφές της. Δεν την ένοιαζε όμως.
Χαμογελούσε. Και με αυτό το χαμόγελο τη βρήκαν το απόγευμα όταν ήρθαν να την ντύσουν για το γάμο που θα γινόταν το βράδυ.
Ζούσε στην Τουρκία του σήμερα, ζούσε στο 2012, ζούσε σήμερα κατά το μεσαίωνα…


17 Ιουλ 2012

ΑΥΤΟΣ Ο ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ ΘΟΡΥΒΟΣ (άλλο ένα λογοτεχνικό Σάββατο)

Της κρατούσε το χεράκι της. Το μικρό ντελικάτο χεράκι της. Μόνο μικρό και ντελικάτο δεν ήταν τώρα. Γεμάτο ρυτίδες που συνόδευαν τα 82 της χρόνια. Γεμάτο φλέβες που διαγράφονταν πεντακάθαρα. Γεμάτο σωληνάκια.
Και αυτός ο καταραμένος θόρυβος, μπιπ… μπιπ… μπιπ…  μπιπ…
Έμενε δίπλα της από το ξημέρωμα ως το σούρουπο. Μετά οι νοσοκόμες τον έδιωχναν. Τον έστελναν σπίτι του να ξεκουραστεί. Ήταν και αυτός 85 χρονών. Κουρασμένος όσο και κείνη. Γέρος όσο και κείνη. Μόνος όσο και κείνη. Αυτός στο οικείο σπίτι του, αυτή στο απρόσωπο νοσοκομείο.
Ήταν η σύντροφος της ζωής του. Ήταν το στήριγμα της ζωής του. Ήταν ο έρωτας της ζωής του.Είχαν γνωριστεί  μετά το τέλος του ανταρτοπόλεμου. Αυτή ήταν τότε κοπέλα 19 ετών. Αυτός ότι είχε τελειώσει την 3χρονη στρατιωτική θητεία του.
Ακόμα και στο σπίτι του το μυαλό του ήταν στο νοσοκομείο και σ’ αυτήν. Το πρωί τον βρήκε να ετοιμάζει με σχολαστικότητα τα νυχτικά που θα της πήγαινε. Έβαλε τον καφέ του στο μικρό θερμός και το έβαλε στην τσέπη του. Πήρε τη μικρή τσάντα και έβαλε μέσα τρία νυχτικά. Νυχτικά που ποτέ δεν είχε φορέσει όταν ήταν καλά και όταν τα αγόραζε του έλεγε, «Τα πήρα για το νοσοκομείο. Μην πάθω τίποτα και κάνω ρεζίλι το γιο μας». Και αυτός γέλαγε. Τώρα έβλεπε πόσο δίκιο είχε.
Πήρε το λεωφορείο και το μετρό. Έφτασε στο νοσοκομείο ακριβώς την ώρα που θα της έδιναν τα πρωινά της φάρμακα. Της τα έδωσαν και αυτός της έδωσε δυο σύριγγες με χυμό και νερό μέσω ενός σωλήνα. Μετά κάθισε, έβγαλε το σακάκι του, πήρε το μικρό θερμός και ήπιε μια γουλιά. Της έπιασε το χέρι και της είπε:
«Είδες Μαρία μου; Και τώρα μαζί πίνουμε το καφεδάκι μας».
Της χάιδευε το μικρό ντελικάτο χεράκι της. Γιατί παρά τις ρυτίδες, αυτός έβλεπε το μικρό χεράκι που είχε δει 53 χρόνια πριν στο χωριό του. Το μικρό χεράκι που κρατούσε και χόρευε στο πανηγύρι της Παναγίας. Εκεί την είχε πρωτοδεί. Και εκεί της ζήτησε να της πει το όνομά της. Και την άλλη μέρα της έστειλε προξενιά. Ο πατέρας  της, που είχε άλλες 6 κόρες, δεν το πολυσκέφτηκε. Έδωσε την ευχή του και τον Οκτώβριο στην ονομαστική του εορτή έγιναν οι γάμοι τους.
Ο Δημήτρης την πήρε στο πατρικό του και από την επομένη μέρα,  δούλευαν μαζί στα χωράφια. Δίπλα δίπλα. Να σκαλίζουν, να ξεβοτανιάζουν, να σπέρνει αυτός, να σπέρνει και αυτή. Και το καλοκαίρι να θερίζουν  μαζί, να μαζεύουν το καλαμπόκι, να μαζεύουν κεράσια που η Μαρία του έφτιαχνε γλυκό του κουταλιού να κερνούν τους μουσαφιραίους. Τα Χριστούγεννα του είπε πως ήταν έγκυος. Το Μάιο την κράταγε στην αγκαλιά του που έχανε το μωρό τους. Τα άλλα Χριστούγεννα ξανά ήταν έγκυος. Το ξανάχασε. Και αυτός έκλαιγε, αλλά όχι μπροστά της. Έπαψε να την παίρνει μαζί του στα χωράφια για να μην τον βλέπει που έκλαιγε. Όταν η ίδια το ζήτησε, ξανάρχισαν να δουλεύουν μαζί . Τα λεφτά που μάζευαν για τις γέννες, τους επέτρεψαν να φτιάξουν το σπιτάκι τους καλύτερο.
Της χάιδευε το μαγουλάκι και δεν έβλεπε τη χλωμάδα και την ηλικία της. Έβλεπε το χαμόγελο και τη σπιρτάδα των ματιών που τον μάγεψαν. Τα μάτια που εδώ και δυο μήνες ήταν κλειστά. Ήταν χωρίς λάμψη και που όταν τα άνοιγε δεν τον έβλεπαν με τη λατρεία που είχε συνηθίσει τόσα χρόνια. Μπιπ… μπιπ… μπιπ… μπιπ…
Το άλλο καλοκαίρι, η Μαρία του είπε ξαφνικά χωρίς γέλια, χωρίς δάκρυα, πως δε θα πήγαινε μαζί του στο χωράφι, γιατί πάλι ήταν έγκυος. Δεν υπήρξαν χαρές, δεν υπήρξαν εκδηλώσεις ελπίδας. Μόνο ένα κούνημα του κεφαλιού και ένα καπέλο γεμάτο βατόμουρα που της έφερε το απόγευμα που γύρισε από τη δουλειά. Ξαναμάζεψαν λεφτά για τη γέννα που για τρίτη φορά δεν έγινε. Το όνειρο της οικογένειας είχε πετάξει μακριά τους. Το είχαν πάρει απόφαση πως θα ήταν οι δυο τους. Αγόρασαν ένα μικρό οικοπεδάκι και το έκαναν τον κήπο του σπιτιού τους. Σ’ αυτόν τον κήπο, η Μαρία φύτεψε λουλούδια, μια κερασιά, και μια μουριά. Σ’ αυτόν τον κήπο έβαζε ντομάτες και αγγούρια, φύτευε κολοκυθάκια και πιπεριές, μαϊντανό και κρεμμυδάκια. Ένα μικρό τμήμα το έκανε όλο φασολάκια που μεγάλωναν γρήγορα και ο Δημήτρης τους περνούσε ψηλότερα καλάμια. Την έβλεπε με τη λευκή μαντίλα της που έκρυβε τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της να ποτίζει, να μαζεύει, να τακτοποιεί τον κήπο της και τη χαιρόταν όσο τίποτα.
Τώρα τα μαλλιά της ήταν κοντά και λευκά. Και αυτός ο καταραμένος θόρυβος ήταν εκεί, μπιπ… μπιπ… μπιπ… μπιπ…
Της έλεγε τα νέα του. Πως πέρασε τη νύχτα που έφυγε. Τι νέα είχε από το γιο τους. Το γιο τους…
Οκτώ χρόνια μετά το γάμο τους, και αφού είχε χαθεί κάθε ελπίδα να δημιουργήσουν μια πολυμελή οικογένεια, η Μαρία για τέταρτη φορά του είπε πως είναι έγκυος. Ήταν σχετικά μεγάλη. Πάλι δεν υπήρχαν χαρές και αγκαλιάσματα. Ξέρανε και οι δυο πως ίσως να μην τους έφερνε το μωρό που τόσο λαχταρούσαν και οι δυο. Η Μαρία μετά την τρίτη αποβολή, έπαψε να γελά και να αστειεύεται. Έπαψε να πηγαίνει στις αδερφές της που είχαν παιδιά. Δεν πολυπήγαινε επισκέψεις. Προτιμούσε να κάθεται και να κεντά. Αρχικά ήταν μερικά παιδικά ρουχαλάκια, τώρα ήταν καρέ και τραπεζομάντηλα για το σπίτι. Παρότι ήταν έγκυος, δεν άλλαξε τις συνήθειές της. Δεν πήγαινε παρά μόνο στην εκκλησία και τους γονείς της. Αλλά η εγκυμοσύνη προχωρούσε κανονικά. Πέρασε ο τέταρτος μήνας και μπήκε στον πέμπτο. Μια αγωνία ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Κάθε φορά που ο Δημήτρης  γυρνούσε από το χωράφι και την έβλεπε να κεντά κάτω από τη μουριά, έβγαζε ένα βαθύ αναστεναγμό. Η Μαρία άρχισε ξανά να τον υποδέχεται με χαμόγελο. Η κοιλιά της μεγάλωνε, ξανάρχισαν να μαζεύουν λεφτά για τη γέννα. Και τα έδωσαν για τη γέννα. Και η Μαρία ξανάγινε αυτή η χαρούμενη κοπέλα που παντρεύτηκε. Το αγοράκι τους ήταν τόσο ήσυχο και καλόβολο που η Μαρία πήγαινε πάλι μαζί με τον άντρα της στα χωράφια. Του έβαζε μια κουβερτούλα κάτω από το δέντρο και αυτή θέριζε με τον άντρα της. Τραγουδούσε και το μωρό σταματούσε τα κλάματά του. Όταν ξεκίνησε το σχολείο, η Μαρία καθόταν και διάβαζε μαζί του. Είχε πάει μόνο δημοτικό, αλλά αγαπούσε τα γράμματα. Έπαιρνε τα βιβλία του Κώστα και μόλις τον έβαζε για ύπνο, διάβαζε με τη μικρή λάμπα, συλλαβιστά συλλαβιστά όλο το βιβλίο. Και κάθε βράδυ άλλο. Μέχρι που έπαψε να συλλαβίζει και να βάζει το δάκτυλό της κάτω από τα γράμματα. Ο Κώστας τέλειωσε το δημοτικό και πήγε στην πόλη για το γυμνάσιο. Η Μαρία ήθελε να σπουδάσει. Ο Κώστας φαινόταν να τα παίρνει τα γράμματα. Του νοίκιασαν ένα δωμάτιο σε ένα σπίτι κοντά στην αδερφή της Μαρίας και του έβαλαν κρεβάτι, ένα μεγάλο τραπέζι να διαβάζει δίπλα στο παράθυρο και μια σόμπα γιατί ο χειμώνας ήταν εξίσου βαρύς και στο χωριό και στην πόλη. Όμως το γυμνάσιο είχε έξοδα. Και η Μαρία ξερίζωσε τα λουλούδια από τον κήπο του σπιτιού της και έβαλε μαϊντανό και σέλινο και κάθε Τετάρτη πήγαινε στην πόλη στη λαϊκή και πουλούσε τα ματσάκια για να ενισχύσει το οικογενειακό εισόδημα. Τα χέρια της σκλήρυναν από τη δουλειά στα χωράφια και τον κήπο της.
Ο Δημήτρης της χάιδευε τα χέρια που δεν είχαν σκληρίες πια, που ήταν μαλακά, άτονα και χωρίς δύναμη, της έκανε ασκήσεις στα χέρια και τα πόδια και την τάιζε το μεσημέρι που ερχόταν το φαγητό της.  Της έδινε τις σύριγγες και της μιλούσε. Για τις αδερφές της και τα εγγόνια τους. Για τους χωριανούς και τα κουτσομπολιά. Για τα πολιτικά και οικονομικά δρώμενα της χώρας. Βοηθούσε τις νοσηλεύτριες να την ντύσουν, έβαζε το προηγούμενο νυχτικό σε μια σακούλα και το έβαζε στην τσάντα του. Έβαζε κρύο νερό στο ποτήρι δίπλα από το κρεβάτι της, άνοιγε και έκλεινε τις κουρτίνες του δωματίου ανάλογα με τον ήλιο, της διάβαζε ειδήσεις από τις εφημερίδες. Και αυτός ο καταραμένος θόρυβος εκεί. Μπιπ… μπιπ… μπιπ… μπιπ…
Όταν ο Κώστας τέλειωσε το γυμνάσιο και ήθελε να σπουδάσει, ο Δημήτρης ήξερε πως με τα χρήματα από το χωράφι και τον κήπο της Μαρίας δε θα μπορούσαν να συντηρήσουν το γιο τους στην Αθήνα. Ο Δημήτρης έφυγε για την αθήνα  να βρει δουλειά. Η Μαρία έμεινε πίσω. Αλλά δεν είπε τίποτα. Έκρυψε το φόβο της, έκρυψε τη στενοχώρια της, έκρυψε τη μοναξιά της και χαμογέλασε και στους δυο όταν έφυγαν για την Αθήνα. Πήρε το γράμμα που έλεγε πως ο Κώστας πέρασε στην ιατρική και έκλαιγε συνέχεια από χαρά, από συγκίνηση, από περηφάνια. Πήρε και το γράμμα που της έστειλε ο Δημήτρης που της έλεγε πως βρήκε δουλειά σε ένα φορτηγό που μετέφερε εμπορεύματα και θα ήταν μούτσος. Δεν της άρεσε. Τι δουλειά είχε ένας βουνίσιος στα καράβια; Έκλαψε. Πολύ. Από φόβο, από αγωνία, από μοναξιά, από ανησυχία. Δεν άφησε όμως σε κανένα γράμμα που έστελνε στο Δημήτρη να φανούν τα συναισθήματά της. Συνέχισε να φροντίζει τον κήπο αλλά πήγαινε και μόνη της στα χωράφια. Δεν ήξερε πολλά και γι’ αυτό έβαζε φασόλια, καλαμπόκι, πιπεριές και έκανε τα χωράφια ένα μεγάλο μποστάνι που τόσα χρόνια είχε μάθει πώς να φροντίζει τα φυτά του. Και κάθε Τετάρτη πήγαινε στην πόλη και πούλαγε την πραμάτεια της. Τα λεφτά που έστελνε ο Δημήτρης από τα καράβια, έφταναν και περίσσευαν, αλλά αυτή τι άλλο να έκανε μόνη της στο χωριό; Τα βράδια διάβαζε τα γράμματα που της έστελνε ο Δημήτρης και βιβλία που της έστελνε ο Κώστας. Και κοιμόταν με δάκρυα στα μάτια.
Και τώρα δάκρυζαν τα μάτια της. Ο Δημήτρης της τα σκούπιζε τρυφερά, της μιλούσε γλυκά να μη στενοχωριέται γιατί θα στενοχωριέται και αυτός. Της μιλούσε για τα ταξίδια που έκανε και τις πόλεις που βγήκε και γνώρισε, όπως έκανε κάθε βράδυ από τότε που γύρισε κοντά της. Της έφτιαχνε τις κουβέρτες, της άλλαζε θέση στο κρεβάτι. Και το μπιπ… μπιπ… μπιπ… μπιπ… εκεί.
Όταν ο Κώστας πήρε το πτυχίο του, η Μαρία με τα χρήματα που μάζεψε τα χρόνια που δούλευε το μεγάλο μποστάνι της, είχε ένα μεγάλο κομπόδεμα. Ο γιος τους βρήκε αμέσως δουλειά, ο Δημήτρης γύρισε από τα καράβια και τώρα η Μαρία είχε το σύντροφό της. Είχαν μεγαλώσει και οι δυο. Ήταν πάνω από πενήντα, κοντά στα εξήντα. Ο Δημήτρης άρχισε να πηγαίνει στο καφενείο του χωριού, η Μαρία σταμάτησε να πηγαίνει στη λαϊκή, έπλεκε και κεντούσε και έκανε δώρα σε όλο το χωριό. Σε λίγα χρόνια βγήκαν και οι δυο στη σύνταξη. Ο γιος τους είχε πάρει ειδικότητα, με τα χρήματα της Μαρίας αγόρασε ένα διαμέρισμα, έφτιαξε  ιατρείο και δούλευε σε ένα μεγάλο νοσοκομείο. Μόλις ο Κώστας παντρεύτηκε, μετακόμισαν στην Αθήνα για να βοηθάνε τη νύφη τους που δούλευε και να κρατάνε τα εγγόνια. Η νύφη τους δούλευε στο ίδιο νοσοκομείο με τον Κώστα.
Στο ίδιο νοσοκομείο που η Μαρία κείτονταν σε ένα κρεβάτι μετά από ένα βαρύ εγκεφαλικό. Στο ίδιο νοσοκομείο που ο Δημήτρης πήγαινε κάθε μέρα για να πιει τον καφέ του μαζί με τη γυναίκα του παρ’ ότι αυτή δεν το ήξερε. Το ήξερε αυτός και ήταν το ίδιο. Στο ίδιο νοσοκομείο που ο γιος τους και η νύφη τους περνούσαν αμέσως μόλις ερχόταν το πρωί και πριν φύγουν  το μεσημέρι από τη δουλειά τους για το σπίτι τους . Που και αυτοί άκουγαν αυτόν τον καταραμένο θόρυβο,  μπιπ… μπιπ… μπιπ… μπιπ…
«Μπαμπά», του είπε μια μέρα ο Κώστας, «γιατί δεν αφήνεις τα κορίτσια να κλείσουν αυτόν τον εκνευριστικό θόρυβο; Δε σε ενοχλεί αυτό το μπιπ συνέχεια;»
«Όχι αγόρι μου, αυτός ο εκνευριστικός θόρυβος που λες εσύ,
αυτό το καταραμένο μπιπ,
κάθε μπιπ,
μου λέει πως η καρδιά της χτυπά και είναι ακόμα κοντά μου»,
 του είπε, και ο Κώστας έφυγε με σκυμμένο κεφάλι.
Και ο καταραμένος θόρυβος συνέχιζε, μπιπ… μπιπ… μπιπ… μπιπ… μπιπ…

Από το Blogger.

ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ ΕΔΑΦΗ

ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ ΕΔΑΦΗ
ΑΝ ΔΕΝ ΠΑΙΝΕΨΕΙΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ ΠΕΦΤΕΙ ΚΑΙ ΣΕ ΠΛΑΚΩΝΕΙ

Αναγνώστες