ΒΡΕ ΚΑΛΩΣ ΤΟ ΜΟΥ!

Ronin.gr - widget IP και λειτουργικού

31 Δεκ 2013

ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΧΡΟΝΟ ΠΟΥ ΣΕ ΛΙΓΟ ΜΑΣ ΕΡΧΕΤΑΙ



Για τον καινούργιο χρόνο που σε λίγες ώρες θα μας εγκατασταθεί, σας εύχομαι ολόψυχα:
ΥΓΕΙΑ για όλον τον κόσμο. Αν έχουμε την υγεία μας όλα μπορούμε να τα καταφέρουμε
ΧΑΡΑ για να ομορφαίνουν οι μέρες μας.
ΕΥΤΥΧΙΑ προσωπική, οικογενειακή, επαγγελματική.
ΕΙΡΗΝΗ σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης και φυσικά στη χώρα μας που είναι σε τόσο νευραλγικό σημείο του πλανήτη.
ΟΜΟΝΟΙΑ στους συμπολίτες μας. Τώρα τελευταία πολύ ένταση και επιθετικότητα παρατηρείται. Όταν τα άκρα επαναστατούν οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες.
ΕΠΙΤΥΧΙΑ σε κάθε τομέα που ονειρεύεστε. Τα σχέδιά σας να έχουν ευτυχή κατάληξη.
ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ από τα όσα πετύχατε και σχεδιάσατε, από τις προσπάθειες που καταβάλατε και τις επιδιώξεις σας
ΑΓΑΠΗ. Για να παίρνουμε κουράγιο και δύναμη στην καθημερινότητά μας. Για να έχουμε ένα λόγο να σηκωνόμαστε από το κρεβάτι μας τα πρωινά. Για να μοιραζόμαστε ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα, ένα τραγούδι, έναν πόνο…

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ

26 Δεκ 2013

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

Με υγεία, αγάπη, χαρά, ευτυχία και κυρίως αισιοδοξία!


21 Δεκ 2013

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ

17 Δεκ 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ



Και δεν εννοώ την εκπομπή με τις θείτσες που μαγειρεύουν στα προαύλια των εκκλησιών και κάτω από τον πλάτανο.
Μιλάω για την Κυριακή που έμεινα στο χωριό στην τελευταία μου επίσκεψη.
Πάνα φοράς; Όχι; Τράβα να κατουρήσεις. Από τα γέλια θα λερώσεις το γραφείο σου.
Κατούρησες; Ε, είσαι έτοιμος για να γελάσεις.
Ξυπνώ που λες, έρμε μου αναγνώστα, στις έξι και μισή. Ω ναι, την πάτησα ξανά μανά… στις έξι και μισή το μάτι γαρίδα! Έξω σκοτάδι πίσσα. Μέσα ψοφόκρυο. Η τηλεόραση να έχει κάτι χαμένα που έδειχνε μισό αιώνα πριν.
Τη σιγαλιά της νύχτας διέκοπτε ένα μουρμουρητό. Νόμιζα πως δεν είχα κλείσει καλά τον ήχο της τηλεόρασης. Πιάνω το τηλεχειριστήριο το κτυπώ, το ματαχτυπώ mute έγραφε, αλλά το μουρμουρητό εκεί να επιμένει. Βάζω τη λουτρ ρόμπα μου που είναι και άνιμαλ πριντ να ζεσταθεί το κοκκαλάκι μου και σηκώνομαι στα σκοτάδια να πάω προς νερού μου. Και ανοίγει η πόρτα του δωματίου μου και κόντεψα να πάθω συγκοπή.
Οι θειάδες, ναι και οι δυο μαζί, 
στην πόρτα να με κοιτούν που νόμιζαν ότι θα έκοβα τούφες αλλά εγώ ήμουν όρθια και κατατρομαγμένη. Αυτές έκαναν το μουρμουρητό. Σιγοψιθύριζαν για να μη με ξυπνήσουν όσο έκαναν δουλειές.
Ήρθαν να με ξυπνήσουν να ετοιμαστώ για την εκκλησία.
-Πάτε καλά ρε κορίτσια; Θα πάω εγώ στην εκκλησία από τον όρθρο;;;
-Μα πρέπει να έρθεις, εμείς πληρώσαμε τη μεταφορά της εικόνας από το μοναστήρι και εσύ θα λείπεις;
-Θα έρθω στη μεταφορά, άντε να ανάψω και ένα κεράκι δυο λεπτά πριν τελειώσει η εκκλησία.
-Όχι πρέπει να έρθεις τώρα. Σε είδαν όλοι ότι είσαι εδώ. Δεν μπορείς να λείπεις.
-Εγώ θα έρθω στις δέκα και είκοσι. Δέκα και μισή δε μου είπατε πως θα φύγει το λεωφορείο; Ε, τότε θα έρθω.
-Όχι να πάρεις το αυτοκίνητό σου γιατί μπορεί να γεμίσει το λεωφορείο και να μη χωράς, να πας με το δικό σου.
-Καλά, εμείς πληρώνουμε και δε θα μπούμε;
-Εσύ δε θα μπεις.
-Γιατί εμείς δε δώσαμε φράγκα;
-Δώσατε, για την ακρίβεια δώσατε τα περισσότερα αλλά εσύ θα πας μάλλον με το δικό σου.
Το θέατρο του παραλόγου. Αλλά το καλό το Γοργονάκι, ξέρει και άλλο μονοπάτι.
-Κορίτσια, να σας πάω με το αυτοκίνητο που έχετε και τα πράγματα και να έρθω εγώ μετά;;;
Κοιτάχτηκαν, το σκέφτηκαν, από μέσα τους βέβαια, πως συνεννοούνται δεν καταλαβαίνω και συμφωνούν.
Τις βουτάω με τα νυχτικά όπως ήμουν και τη ρόμπ ντε σαμπρ την άνιμαλ πριντ και τις παντόφλες με το τακουνάκι, αχτένιστη, άπλυτη, αμακιγιάριστη, γιατί σιγά που θα με έβλεπαν τέτοια ώρα και τις χώνω μέσα στη βροχή στο τουτού να τις πάω στην εκκλησία. Το τι κουβάλησαν ρε παιδιά, δεν περιγράφεται. Άρτους, αρτίδια, κεριά από φυσικό κερί μέλισσας, λουκούμια, χαρτοπετσέτες, σταφιδόψωμα, μόνο σόδα δεν είχαν να ανακουφιστούν οι γριές από τη βαρυστομαχιά, τραπεζομάντιλα, καρέ, και άκουσον άκουσον και τρεις ανθοδέσμες.
Έβρεχε, λες και δεν το καταλάβατε, μέχρι να τα βάλω όλα αυτά στο πορτμπαγκάζ, έγινα σούπα. Άντε να βολέψω και τις φώκιες, παρντόν, τις θείες. Και πάω.
Σκοτάδι, κρύο, βροχή, το 
τρίπτυχο του τρόμου. Όλος ο νορμάλ κόσμος είναι στα κρεβάτια του τέτοια ώρα. Όλος;;; όχι βέβαια στο Νεοχώρι… Γιατί η απομάκρυνση της εικόνας της Παναγίας από το χωριό μου και η επιστροφή της στο Μοναστήρι της Κορώνας, αποτελούσε κοινωνικό γεγονός που τάραζε τα λιμνάζοντα ύδατα του βουνού και του κάμπου.
Στη στροφή για την κατηφόρα, βλέπει η θεία την κολλητή της που με την ομπρέλα πήγαινε στην εκκλησία.
-Σταμάτα Ρία να την πάρουμε.
Και σταματώ. Το αυτοκίνητό μου είναι δίπορτο. Κατεβαίνω εγώ να μπει η θείτσα από το χωριό και γίνομαι θέαμα. Με τις παντόφλες, τις πυτζάμες και τη ρόμπα. Χλωμή με το εκρού του νεκρού στο μάγουλο, βρεμένη και να τρέμω.
Ξανά ξεκινώ. Φτάνοντας διακόσια μέτρα πριν την εκκλησία να σου η παπαδιά!
-Σταμάτα Ρία να την καλημερίσουμε.
Και σταματώ. Ανοίγω το παράθυρο του οδηγού, να με βρέχει η βροχή, να κρυώνω, να έχω το λουτρ βρεμένο και το αυτοκίνητο να μην έχει ανεβάσει θερμοκρασία να ανάψω καλοριφέρ. Μιλάνε οι κυράτσες κανένα πεντάλεπτο, λες και σε δυο λεπτά δε θα ήταν μαζί στην εκκλησία. Τα δόντια μου είχαν αρχίσει να χτυπάνε. Αυτό που δε διευκρίνισα ήταν αν χτυπούσαν από το κρύο ή από τα νεύρα μου.
Αισίως τις πάω στην εκκλησία, κατεβαίνω και ξεφορτώνω την προίκα τους και μπαίνω στο γερμανούλη για το σπίτι. Αλλά η έξυπνη η θεία λόγω συνήθειας, είχε πάρει το κλειδί μαζί της. Ξαναγυρνώ στην εκκλησία, μπαίνω μέσα με τις πυτζάμες, τη ρόμπα και το πασούμι, παίρνω το κλειδί, ευτυχώς μέσα ήταν οι θειάδες μου, η παπαδιά και η γειτόνισσα μόνο και επιστρέφω στη θαλπωρή του σπιτιού.
Η ώρα είναι ήδη επτά. Στάζω από τη βροχή, κρυώνω και είμαι σαν την τρελή από το αναμάλλιασμα του ανέμου.
Μπαίνω να κάνω ένα καυτό μπάνιο. Αλλά φευ! Στην ντουζιέρα μέσα αναπαύεται νωχελικά ένα σκαθάρι. Μαύρο, παχύ και γυαλιστερό. Εκεί να δείτε τρόμο!!!
Αλλά είχα σύμμαχο. Παίρνω το καλώδιο του ντουζ, το πάω στο νιπτήρα, ανοίγω το καυτό νερό και μόλις έρχεται εντελώς καυτό, το γυρνώ στο θηρίο και το εξάχνωσα.
Κάνω το μπανάκι μου, φτιάχνω 
το μαλλί, βάφομαι. Πίνω τον καφέ μου, σκέτο, δεν είχε θεία εκεί να τηγανίσει αυγουλάκια, να φέρει πιτούλες, να κόψει κεκάκι και στις δέκα και είκοσι πάω στην εκκλησία.
Απ έξω από την εκκλησία ντουνιάς! Όλοι να με ξέρουν να με χαιρετάνε και εγώ να μην ξέρω κανέναν. Ήταν και η παπαδιά. Με πλησιάζει και με ρωτά ποια είμαι. Το altzheimer χτυπάει και νέους! Της λέω, ανοίγει ένα στόμα κροκοδείλιο και φεύγει. Ρεζίλι πρέπει να με έκανε!
Και μπαίνουμε στο λεωφορείο. Τελικά χώρεσα και εγώ. Κατεβαίνουμε το βουνό, το ξανανεβαίνουμε από άλλη πλευρά και στο λεωφορείο μέσα:
-μας δώσανε να κρατήσουμε όλοι τα λείψανα κάποιων αγίων.
-μας έβαλαν και να τα φιλήσουμε
-μας πρόσφεραν άρτους, αρτίδια, λουκούμια, τσίπουρο.
-οι γριές από το φαΐ και τις στροφές να ξερνοβολάνε σα γατιά.
-να μυρίζει το λεωφορείο λιβάνι, βασιλικό, κολόνια Μυρτώ, ξινίλα από τους εμετούς, απλυσιά.
-να παίζει το cd ψαλμωδίες και από τις λακκούβες και τις στροφές να κολλάει και να ακούγεται σα λαϊκός βάρδος που του χάλασε το έκο.
-να κατουριέμαι.
Και αισίως φτάνουμε στο μοναστήρι. Και να χτυπούν οι καμπάνες. Και να βρέχει. Και να κατεβαίνουν οι γριές σα μεθυσμένα κοτόπουλα. Και να κατουριέμαι.
Πάμε την εικόνα στο ναό, σκοτάδι πίσσα, δεν άναψαν τα φώτα, με κάτι κεράκια σαν τρίχες για κατάνυξη τον είχαν τον παλιό ναό. Ψάχνω με το φακό μου να δω τη μοναδική τοιχογραφία της Παναγίας που κάθεται οκλαδόν και παίζει με το Χριστό, τη βρίσκω, δε με άφησε ένας καλόγερος να το φωτογραφίσω. Αλλά δεν πειράζει. Ωραίο παιδί ο καλόγερος. Ψηλός, γεροδεμένος, ψωμωμένος, ωραιότατο παιδί και έγινε καλόγερος. Κρίμα…
Και ευτυχώς ταχύτατα φύγαμε. Ξανακατεβαίνουμε το βουνό, ξανανεβαίνουμε από την άλλη πλευρά, οι γριές να έχουν πιάσει το κουτσομπολιό. Το cd να παίζει δημοτικά από πανηγύρι χωριού, οι στροφές στροφές και εγώ να κατουριέμαι.
Φτάνουμε στο χωριό, μας 
κατεβάζει ο οδηγός, λέει ο θείος:
-Δεν πάμε στο πεστροφείο να φάμε ψαράκι;
-Πρώτα να κατουρήσω μπάρμπα γιατί δεν το βλέπω καλά το τζιπ του λέω και με πάει καρφί στο σπίτι.
Και εκεί μάθαμε πως πέθανε ένας ξάδερφος της μάνας μου 90 χρονών στην Αθήνα. Κλάμα οι θείες. Τις τραβάω έναν εξάψαλμο. Παίρνει και η γυναίκα του, τη βάζουμε ανοιχτή ακρόαση και μου την έχει βαρέσει γιατί το παίζει τεθλιμμένη χήρα και κλαίει και λέει πως δεν τον περιποιήθηκε, νευριάζω και της λέω: αααα, θεία, αν εσείς έχετε τύψεις, προφανώς κάτι δεν κάνατε καλά. Εσείς ξέρετε αν του προσφέρατε αυτά που έπρεπε ή όχι. Για να λέτε ότι δεν τον προσέξατε δεν τον προσέξατε. Τώρα είναι αργά! Και ως δια μαγείας έπαψε να μυρλιάζει και να μας σπάει τα νεύρα. Και ο άγιος φοβέρα θέλει!
Με τούτα και με κείνα, η ώρα είχε πάει τρεις το απόγευμα. Δεν πήγαμε για ψάρια, τηλεφωνήσαμε και μας έφεραν ψάρια στο σπίτι. Τα τηγάνισε η θεία, φάγαμε, ήπιαμε και πήγα να ναρκώσω το βόα μου.
Το απόγευμα ήρθαν γνωστοί και φίλοι να μας πουν βοήθειά μας που είχαμε την εποπτεία της μεταφοράς της εικόνας, να μάθουν και για τον μπάρμπα που αποδήμησε εις Κύριον στο άνθος της ηλικίας του και με δουν και εμένα που ήμουν και το αξιοπερίεργο του χωριού για το σαββατοκύριακο.
Και νύχτωσε ο θεός τη μέρα και έπεσα για ύπνο. Δεν είδα θηρία, δεν είδα τέρατα και ξάπλωσα και ξεράθηκα…
Ως τις τέσσερις. Ρε γαμώτο, τέσσερις το πρωί σηκώθηκα. Ακόμα και οι θείες κοιμόντουσαν. Μάζεψα τα προικώα μου, έβαλα τα πράγματα στο αυτοκίνητο και περίμενα να πάει πέντε να ξυπνήσουν οι θείες, να με χαιρετίσουν να έρθω στην Αθήνα. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν το πιο ωραίο. Ήσυχο, αργό, ήρεμο. Έφτασα στο σπίτι στις εννέα το πρωί και … κοιμήθηκα ως τις πέντε το απόγευμα.

Αυτά. Φιλάκια.

14 Δεκ 2013

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ




Το περασμένο Σάββατο το βράδυ, πέθανε η μητέρα της καλύτερής μου φίλης.
Έφυγε ήρεμα σαν πουλάκι. Υπέφερε χρόνια και ήταν ζωντανή από τις προσπάθειες της φίλης μου και την περιποίηση μιας γεωργιανής.
Παρόλο που η φίλη μου ήξερε πως η μαμά της είχε κουραστεί να πονά, να μην κοιμάται, να είναι χώρια από το σύζυγό της που δεν της είχαν πει πως είχε πεθάνει εδώ και πέντε χρόνια, δεν μπορούσε να αποδεχτεί την κατάσταση. Την ώρα που σταμάτησε να βγάζει ούρα, της έβαλε ένα abbocath και της είπε, μανούλα ξέρω πως θέλεις να φύγεις, αλλά και εγώ πρέπει να κάνω αυτό που ξέρω και πρέπει να κάνω. Δε θα σε αφήσω να φύγεις αμαχητί…
Αλλά ήταν ένας άνισος αγώνας και η κυρία Λέλα, έφυγε.
Όλο το Σάββατο τη νύχτα την περάσαμε στο τηλέφωνο να την παρηγορώ. Ο άντρας της και τα παιδιά της κοιμόνταν. Με το ζόρι την έπεισα να κοιμηθεί στις έξι και μισή το πρωί. Στις οκτώμισι, μου έστειλε μήνυμα όταν ξυπνήσω να της τηλεφωνήσω. Και έτσι πήγε και η Κυριακή ολόκληρη.
Τη Δευτέρα ήταν η κηδεία. 
Το πρωί ήμουν στη δουλειά. Στις δέκα με παίρνει στο τηλέφωνο και βάζει τα κλάματα. Το πρώτο σοκ  δεν της επέτρεψε να κλάψει. Και όταν έφθασε η ώρα για να ντυθεί για την κηδεία, λύγισε. Και την άφησα να κλαίει όσο ντυνόμουν και εγώ στο γραφείο μου. Μόλις έφτασε η ώρα να πάρει το αυτοκίνητο για το νεκροταφείο, της είπα πως μπορώ να την κάνω να σταματήσει το κλάμα.
Δεν μπορείς φιλενάδα, μου είπε.
Ναι μπορώ, επέμενα.
Πες μου, με παρακάλεσε.
Σκοτώθηκε το μικρό το παιδί του Κ.Τ., αύριο το πρωί είναι η κηδεία. Ήταν 17 ετών. Πέρασε με το μηχανάκι του ένα κόκκινο φανάρι και ένα αυτοκίνητο τον παρέσυρε.
Και έπαψε να κλαίει.

Ο Κ. Τ. ήταν πολύ πολύ καλός μου φίλος. Είχε τέσσερα παιδιά. Γι αυτά τα παιδιά ζούσε. Ειδικά το Λευτεράκη, τον είχε πολύ μεγάλη αδυναμία. Ήταν το στερνοπούλι του. Και έφυγε.
Του τηλεφώνησα να τον συλλυπηθώ. Τι να πεις σε έναν άνθρωπο που χάνει το παιδί του ξαφνικά; Που σου λέει με σπαραγμό, Ρια μου, στράγγιξα από ζωή… ότι είχα να δώσω το έδωσα. Δεν έχω τίποτα πια…
Τι να πεις σε έναν άνθρωπο που σου λέει ότι δεν ήταν κηδεία, γάμος ήταν, πλήρωσα δυο γάμους αλλά σαν το γάμο που έκανα σήμερα δε χάρηκα κανέναν άλλο…
Τι να πεις σε έναν πατέρα που για τα παιδιά του ανέπνεε και τώρα του στέρησαν τον αέρα;
Το πρώτο βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ καθόλου.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει Λευτεράκη…


9 Δεκ 2013

ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ, ΗΜΕΡΑ ΣΑΒΒΑΤΟ



Και ξημερώνει ο θεός το Σάββατο και η μαύρη η Ρία σηκώθηκε στις έξι το πρωί. Χωρίς ξυπνητήρι, χωρίς κινητό, χωρίς τηλεφωνήματα από τη δουλειά. Στις έξι.
Λες και θα άρμεγα τα πρόβατα…
Εννοείται πως πάλι έφαγα τον άμπακο. Αυγά από κότες αλανιάρες, πίτες φρεσκοψημένες. Κέικ της ώρας και καφέ ζεστό ζεστό και να το φτιάχνουν και άλλοι. Μπέηκα πέρασα όσον αφορά την περιποίηση.
Αλλά ο καιρός μας τα είχε χεσμένα. Για την ακρίβεια κατουρημένα. Από το βράδυ της Παρασκευής ο ουρανός κατουρούσε. Ούτε προστάτη να είχε.
Το βράδυ έβρεχε τόσο που νόμιζα πως θα βγάλω βρύα και λειχήνες…
Η ώρα με τη βροχή δεν περνούσε. Και έπρεπε να πάω και στην Καρδίτσα να πάρω τα αρτίδια μετά τις δέκα το πρωί.
Στις εννέα ξεκίνησα 
σιγά σιγά για την πόλη να ξανακατέβω το βουνό. Με τη βροχή όμως, που έπεφτε καταρρακτωδώς, δεν έβλεπα πάνω από δέκα μέτρα και οδηγούσα πολύ προσεκτικά. Στις δέκα ήμουν έξω από κομμωτήριο. Δεν ξέρω πως έφτασα εκεί, ως συνήθως είχα χαθεί, αλλά αφού ήμουν εκεί, κορνάρισα στην κομμώτρια. Και ως εκ θαύματος, ξεπαρκάρει κάποιος ακριβώς μπροστά από την πόρτα του κομμωτηρίου…
Δεν ήταν αυτό σημάδι; Ήταν. Και παρκάρω στη θέση του και πάω κομμωτήριο. Με έλουσε, με χτένισε η κοπέλα, με ξαναέκανε μια θεά και έφυγα. Πήρα τα αρτίδια και ξανάρχισα να ανεβαίνω το βουνό.
Και ξανά τρελή βροχή. Και πάω στο χωριό.
Η θεία είχε μαγειρεμένα. Φάγαμε, ήπιαμε και το μπρούσκο μας και ένιωσα μια γλυκιά υπνηλία. Πάω να μπω στο δωμάτιό μου και να ένα τέρας τόοοοοοοοσο
μέσα στο δωμάτιό μου. Βάζω τις φωνές. Έρχεται η θεία. Σκοτώνει το τέρας. Σαρανταποδαρούσα ήταν τεραστίων διαστάσεων. Μπορεί και δύο εκατοστά να ήταν!
Ξαπλώνω. Κοιμάμαι. Αρχίζουν τα τηλέφωνα από τη δουλειά. Τα τηλέφωνα από Καρδίτσα για νέες ομιλίες. Από τους Σοφάδες για βόλτα το βράδυ. Και κοιμήθηκα λίγο και με διακοπές.
Ξυπνώ για τα καλά. Πάω να σηκωθώ, αλλά φαίνεται πως είχε πέσει σύρμα στις σαρανταποδαρούσες πως είμαι νοστιμούλα και ήταν άλλη μια στον τοίχο μου. Φωνάζω πάλι αλλά κανείς δεν ανταποκρίθηκε. Με την ψυχή στο στόμα, βάζω παντόφλες και πάω στο σαλόνι. Η θεία άφαντη. Την παίρνω στο κινητό, το κινητό στο τζάκι επάνω. Και έξω να ρίχνει καρέκλες!
Κλείνω την πόρτα του 
δωματίου μου και περιμένω στο σαλόνι με το ένα πόδι έτοιμο να την κοπανήσω για έξω αν εμφανιστεί άλλο τέρας.
Σε καμιά ώρα έρχεται και η θεία. Είχε πάει να μαζέψει χόρτα. Με τη βροχή. Με το κρύο. Με τον αέρα. Μυαλό δεν έχει αυτή η γυναίκα. Της τα χώνω που δεν προσέχει τον εαυτό της. Της τα χώνω που με άφησε και κινδυνεύω να με φάνε εμένα την ντελικάτη οι σαρανταποδαρούσες ως μεζέ!
Σκοτώνει και αυτό το τέρας. Καθαρίζει τα χόρτα, μαγειρεύει, καθόμαστε στο τραπέζι και το κινητό να βαράει συνέχεια. Και μεταξύ λουκάνικου, μπρούσκου και κινητού, ρίχνω το μπρούσκο στο τραπεζομάντιλο. Και πάει η ψυχή μου στην κούλουρη. Γιατί όταν πέθανε η γιαγιά μου, όταν πέθανε ο θείος μου, όταν πέθανε  η ξαδέρφη μου, είχα ρίξει στο τραπεζομάντιλο κόκκινο κρασί. Κατατρόμαξα…
Τριάντα τηλέφωνα έκανα στο γιο μου μέχρι να γυρίσει σπίτι. Με σιχάθηκε το παιδί. Το ότι δε με έβρισε οφείλεται στο ότι έχει πάρει αρχές. Αλλιώς, ένα γαμοσταυρίδι θα το έτρωγα, δεν υπήρχε περίπτωση να το γλιτώσω.
Στις τρεις τη νύχτα που το παιδί γύρισε σπίτι, εδέησα να ξαπλώσω. Ξύπνησα τη θεία να ελέγξει το δωμάτιο και έπεσα για ύπνο.
Αλλά… τι ώρα ξύπνησα; Εεεε; Τι ώρα; Έξι και μισή. Ναι σηκώθηκα έξι και μισή!!! Είδα το ρολόι και γύρισα πλευρά. Αλλά φευ… δε νύσταζα. Και σηκώθηκα.
Η Κυριακή σε άλλη ανάρτηση…

5 Δεκ 2013

ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ ΜΕΡΟΣ ΒΟΥ




Ξυπνάω που λέτε στα όρη τα άγρια βουνά στις πέντε και τέταρτο το πρωί της Παρασκευής.
Με το που απλώνω το πόδι μου να βρει το πασούμι μου, με τακούνι βέβαια, μη φανταστείτε τίποτα άλλο, νιώθω ένα πολικό  ψύχος μεταξύ πασουμίου και κολάν.
Μπρρρρρ, κάνω και κοιτώ το καλοριφέρ. Ήταν στους 23 βαθμούς και λειτουργούσε κανονικά.
Ε, λέω, είμαι από τα σκεπάσματα ζεστή και για αυτό μου φαίνεται τόσο κρύο. Είμαι και άμαθη σε τόσο υψόμετρο και τόσο κρύο, θα μου περάσει μόλις πιω ένα καφεδάκι καυτό καυτό!
Αμ δε. Ένα κουβά καφέ ήπια, αλλά ένιωθα σαν καμήλα στο βόρειο πόλο.
Ντύνομαι ζεστά και κατεβαίνω στο σαλόνι. Εκεί η θεία μόλις με είδε έφτιαξε δυο αυγουλάκια μάτια, έκοψε δυο κομμάτια κέικ, έψησε ένα κομματάκι λουκάνικο, έβγαλε τυροπιτάκια και λαχανοπιτάκια και μου τα έβαλε σε ένα πιάτο στο τραπέζι μπροστά από το τζάκι.
Καλά, ας πούμε πως εγώ 
είχα χορτάσει ύπνο και ξύπνησα από τα άγρια χαράματα. Αυτή; Που είχε και έτοιμα του κόσμου τα καλά; Είχε ξυπνήσει από τις τέσσερις για να φτιάξει φρέσκο κέικ και τυροπιτάκια για να με περιποιηθεί. Ούτε η  μάνα μου τόσο κανάκεμα δε μου κάνει.
Μου άναψε και το τζάκι και από μπροστά είχα ένα λουκούλλειο πρωινό και από πίσω το τζάκι να με ζεσταίνει.
Αυτό για όσους λένε τις νεχωρίτισσες καψο@$#ες!
Ήπια και δυο κούπες καφέ και στυλώθηκα. Ωραία λέω, τώρα θα ξεκουραστώ στο χωριό.
Αμ δε!
Η θεία είπε στην άλλη αδερφή της μαμάς μου πως είχα έρθει. Πως έγινε αυτό δεν κατάλαβα. Με το πνεύμα συνεννοηθήκανε;
Έπρεπε να πάω να υποβάλλω τα σέβη μου και στην έτερη αδελφή της μαμάς μου. Και πήγα. Και εκεί καφέ, γλυκό του κουταλιού, πίτες και πάει λέγοντας…
Με το φαΐ που έκανα, η ώρα είχε φτάσει αισίως έντεκα παρά. Έπρεπε να πάω στην Καρδίτσα να πληρώσω το ΦΑΠ για το 11, το 12 και το 13! Φεύγω του σκοτωμού να πάω στην πόλη. Θα έπαιρνα και κάτι άρτους για να μοιράσουμε την Κυριακή που θα επιστρέφαμε την εικόνα της Παναγίας στο μοναστήρι της περιοχής μας.
Φτάνω στην πόλη, χάνομαι, βρίσκω κάπου ένα πάρκινγκ, αφήνω το αυτοκίνητό μου και ξεκινώ να βρω μια τράπεζα να πληρώσω. Δρόμο παίρνω, δρομο αφήνω, σε όλες τις τράπεζες ουρές μέχρι έξω. Και ενώ περιμένω σε μια τη στιγμή που νόμιζα πως δε θα έβρισκα άλλη, με φωνάζει μια κυρία. Ως εκ θαύματος τη θυμήθηκα γιατί ένα πρόβλημα με τις φυσιογνωμίες το έχω…
Αγκαλιές φιλιά, παρηγορητικά λόγια γιατί είχε χάσει πρόσφατα τον αδερφό της και αποχαιρετιζόμαστε.
Εγώ είμαι έτοιμη να πάρω 
τα αρτίδια και να φύγω αφού πρώτα βρω το αυτοκίνητο γιατί με τόσες στροφές που είχα κάνει στην πόλη, δε θα το έβρισκα.
Και όπως ψάχνω για το αυτοκίνητο, βλέπω μια τράπεζα άδεια. Εντελώς άδεια. Δεν την έκλεψα, απλά πλήρωσα τα ΕΤΑΚ και συνέχισα το ψάξιμο για το αυτοκίνητο. Θυμόμουν ένα φαρμακείο εκεί κοντά στο πάρκινγκ. Βάζω τα σημάδια μου, τι να κάνω.
Και εκεί που κάνω κύκλους και ντρέπομαι να ρωτήσω έναν περαστικό, ακούω να με φωνάζουν. Κοιτώ, η κυρία που είχα δει πριν στην τράπεζα και τη θυμόμουν. Επιμένει να πάμε για καφέ. Και πάμε αφού πρώτα με πήγε στο φαρμακείο. Παρεμπιπτόντως, ο φαρμακοποιός είχε προσφορά σε κάτι ωραιότατες κρέμες, πήρα μια προσώπου με δώρο την κρέμα ματιών και πολύ το χάρηκα.
Πάμε για καφέ με τη φίλη μου. Εκεί μας την πέφτουν δυο τύποι που κάθονταν στα διπλανά τραπεζάκια. Ερωτιάρηδες είμαστε οι καρδιτσιώτες!
Πληρώνουμε, με γνώρισε και ο σερβιτόρος, όχι γιατί με ήξερε άκουσε που είπα πως είμαι από το Νεοχώρι και για το  γιοκαρίνι  μου με το όνομά του και ήξερε το βλαστάρι μου. Και πάω να πάρω τα αρτίδια.
Αλλά δε μας τα είχαν φτιάξει. Είχε γίνει λάθος. Το Σάββατο μετά τις εννέα να πάω να τα πάρω μου είπαν. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι…
Τηλεφωνώ στη θεία της λέω τα χαμπέρια και γίνεται και αυτή έξω φρενών.
Πηγαίνω με τη φίλη μου στο σπίτι της. Μόνη της ήταν, ήθελε να με περιποιηθεί, με περιποιήθηκε και κατά τις έξι φεύγω για το χωριό. Παίρνω στο δρόμο και μερικά λουκανικάκια και φτάνω στη θεία στις εφτά. Είχε φτιάξει ένα φαγητό τέλειο. Καιρό είχα να φάω τόσο νόστιμο φαγητό. Εμ, άμα περίμενα από τα ντελίβερι τέτοια ποιότητα…
Και αρχίζει η βροχή. Πολύ βροχή όμως. Δυνατή και ενοχλητική. Και κρύο. Πολύ κρύο ρε παιδιά.
Κάνω ένα καυτό μπάνιο για να συνέλθω, ανάβω φουλ το καλοριφέρ στο δωμάτιό μου και την αράζω στο τζάκι μπροστά να ζεστάνω το κοκαλάκι μου. Μετά από καμιά ώρα πάω για ύπνο, ανοίγω την τηλεόραση αλλά έδειχνε με διακοπές. Τσατίστηκα, διάβασα ένα βιβλίο και στις τρεις που άρχισε κάπως να ζεσταίνει το δωμάτιο, κοιμήθηκα.
Ξύπνησα το Σάββατο στις έξι το πρωί. Έλεος. Πέντε μέρες εκτός εργασίας και την κάθε μέρα ξύπναγα από τα χαράματα. Και χωρίς ξυπνητήρι. Μιλάμε μου έσπαγαν τα νεύρα μόλις έβλεπα το ρολόι μου…
Αλλά για το Σάββατο θα σας πω άλλη μέρα!

2 Δεκ 2013

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ




Όπως ήδη προανέφερα, θα πήγαινα στα πάτρια εδάφη για να κάνω μια διαλεξούλα.
Και πήγα. Αλλά πως πήγα.
Πάρτε χαρτομάντηλα για τα δάκρυα, πάτε και για κατούρημα γιατί από τα γέλια θα κατουρηθείτε, είναι σίγουρο!
Όπως πάντα όταν έχω ταξίδι, ξεκινώ πρωί. Το ίδιο έκανα και αυτή τη φορά.
Ξύπνησα στις τέσσερις και μισή. Λογικά στις πέντε θα κλείδωνα την εξώπορτα της πολυκατοικίας και θα πήγαινα στο καλό.
Αλλά αυτή τη φορά, στις πέντε ήμουν στην τουαλέτα γιατί με είχε πιάσει κόψιμο.
Και έτσι έφυγα στις πέντε και μισή. Μισή ώρα καθυστέρηση ήδη.
Αφού είχα γεμίσει το ρεζερβουάρ από την προηγουμένη, είπα να φύγω από το κέντρο αντί να πάω ως συνήθως από την Πειραιώς και να βγω, δεν ξέρω πως τον λένε αυτόν το δρόμο που είναι μια ευθεία, και σε βγάζει κατευθείαν έξω από τις Αθήναις.
Αλλά είπα να πάω από το κέντρο. Και πήγα. Τα είδα όλα. Έκανα μισή ώρα να βγω. Όλο φανάρια. Με πιάσανε όλα. Μα όλα!
Έξι και τέσσερα λεπτά, 
ήμουν στα πρώτα διόδια. Αυτά είναι τριάντα χιλιόμετρα από το κέντρο. Στις έξι και τριάντα τέσσερα ήμουν στο 104 χιλιόμετρο. Καταλαβαίνεται με τι ταχύτητα πήγαινα. Δεν οδηγούσα, πετούσα χαμηλά.
Μόλις πέρασα τα πρώτα διόδια, διαπιστώνω μαύρο σκοτάδι. Πίσσα, κατράμι. Λόγω κρίσης, τα φώτα στο δρόμο είναι σβηστά. Και έβαλα και εγώ τη μεγάλη σκάλα και πήγαινα. Φώτα σε όλο το δρόμο είχε μόνο πέντε στύλους πριν τα διόδια και πέντε μετά. Decadence!!!
Στο δρόμο είχα παρέα μια λέξους. Με περνούσε, την περνούσα και κάναμε το ταξίδι λίγο διασκεδαστικό. Μετά ο νονός της νύχτας έκοψε και πήγαινε με πενήντα και εγώ εξαφανίστηκα.
Στις επτά και μισή ήμουν μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία. Και εκεί άρχισε να ξημερώνει.
Και βλέπω τα χιόνια. Εκεί κόλωσα παιδιά. όλα τα βουνά είχαν άσπρα σκουφάκια. Τρελλάθηκα. Αν έχει χιόνια στο Δομοκό, θα πρέπει να γυρίσω πίσω, να πάω από Λάρισα και να αργήσω να φτάσω στην Καρδίτσα και να πάω στο κομμωτήριο.
Παίρνω τηλέφωνο τη μαμά μου στην αθήνα. Δεν έχει χιόνια μου λέει.
Αρχίζω να ανεβαίνω στο Δομοκό. Κρύο, και των γονέων. Σταμάτησα σε ένα βενζινάδικο και βγαίνοντας να πάω στην τουαλέτα, πάτησα το πόδι μου στο δρόμο και π ά γ ω σ α ! μιλάμε τα είδα όλα! Κρύο, πολύ κρύο…
Φτάνω στη γενέτειρα, τι γενέτειρα, στην Αθήνα γεννήθηκα, αλλά ας πούμε γενέτειρα γιατί έχω τα εκλογικά μου δικαιώματα στις εξωτικές καρδιτσίους νήσους.
Οκτώ και μισή, είμαι έξω από το κομμωτήριο, κορνάρω στην κομμώτρια, με χαιρετάει και ψάχνω να παρκάρω. Και … χάνομαι. Ω ναι, χάθηκα. Κάποια στιγμή πήγαινα σε ένα δρόμο που με έβγαλε έξω από την πόλη. Σταματώ έναν παππού σε ποδήλατο, που πάει ο δρόμος; Τον ρωτώ. Στο Μουζάκι μου λέει. Και ξαναγυρνώ στην πόλη. Χάνομαι ολίγον τι, φτάνω στο κομμωτήριο στις εννέα και μισή.
-Που ήσουν; Με ρωτά η κομμώτρια.
-Θα σου πω αν δε με μουτζώσεις. Της απάντησα.
-Πήγες στα Χόντος. Μου λέει η γυναίκα.
-Όχι καλέ! Χάθηκα της λέω και το έφαγα το φάσκελο!
Με κάνει μια θεά και στις δέκα 
και δέκα πήγα στο κέντρο που θα έκανα την ομιλία. Πολύ ωραία ήταν, τους άρεσα, μου άρεσαν, δε με αφήνανε να φύγω. Μου προσφέρανε μια φοβερή ανθοδέσμη, μου κάνανε πολύ όμορφα δώρα και αισίως στις επτά το βράδυ έφυγα για το χωριό.
Σκοτάδι, αγριεύτηκα γιατί δεν περνούσαν αυτοκίνητα, ένα εκκλησάκι το πέρασα για άντρα με καπαρντίνα και κατατρόμαξα. Έβαλα δυνατά τη μουσική και μέχρι να φτάσω τραγουδούσα μόνη μου για να μη φοβάμαι.
Έφτασα στη θεία. Με περίμενε. Μου είχε φτιάξει πέστροφα τηγανητή με καλαμποκάλευρο. Λουκούμι.
Και έφαγα. Και εγώ όταν τρώω, μετά θέλω να ναρκώσω το βόα μου. Και τον νάρκωσα. Έπεσα για ύπνο στις εννέα και ξύπνησα στις πέντε και τέταρτο.
Στην Αθήνα για να ξυπνήσω πρέπει να μου ρίξουν κουβά με παγάκια μπας και σηκωθώ. Εδώ το μάτι μόνο του άνοιξε στις πέντε και τέταρτο. Να τρελαίνεσαι!!!

Αυτά για την πρώτη μέρα. Τα υπόλοιπα σε άλλη ανάρτηση.
Πατσελούι!

Από το Blogger.

ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ ΕΔΑΦΗ

ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ ΕΔΑΦΗ
ΑΝ ΔΕΝ ΠΑΙΝΕΨΕΙΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ ΠΕΦΤΕΙ ΚΑΙ ΣΕ ΠΛΑΚΩΝΕΙ

Αναγνώστες