Εεεε, σας έλειψα;
Και πολύ καλά έκανα. Mην πάρετε και overdose!
Πέρασα έξι ημέρες δίπλα στη θάλασσα. Πήρα ένα ωραιότατο μπρούτζινο χρώμα με ελαφριά ροζ απόχρωση. Δεν πρόλαβε ακόμα να στρώσει, το χρώμα καλέ!
Η θάλασσα ήταν λάδι, σχετικά ζεστή, τα ψαράκια με καλωσόρισαν με σμήνη που πέταγαν έξω από το νερό και τρελάθηκα την πρώτη φορά που τα είδα. Βλέπετε ήμουν στο νερό και ξαφνικά ένιωσα σαν ένα σύννεφο ακρίδες να περνούν γύρω μου. Μετά είδα το νερό σα να κόχλαζε. Κόντεψα να κατουρηθώ! Και κράτησε και κάμποσο. Διαπίστωσα τι ήταν, κολύμπησα γρήγορα γρήγορα στην ακτή, γιατί σκατά γοργόνα είμαι, φοβήθηκα ότι κάτι τα τρόμαξε και πήδαγαν έξω από το νερό. Βέβαια, μετά με ενημέρωσαν ότι είναι το χούι τους αυτό. Αλλά την τρομάρα που πήρα, δεν μπορώ να σας την περιγράψω. Έκτοτε, κολυμπούσα μόνο με παρέα. Τα απογεύματα που έπινα τον καφέ μου σε μια εκπληκτική καφετέρια πάνω από τη θάλασσα και τα χάζευα έτσι όπως πηδούσαν έξω από το νερό και έκαναν βόλτες, αλλά την πρώτη φορά τα είδα όλα…
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj8yH7_aO9Do0SrB2d48o1AKc9Zlqy355_ih132SAcD8YqiuSS2GTGwKTPIme7Hmk6qRQ2xy1lGnIxCv1fg7x9V1LLn5NPuOPj_jwLdRHlt9ppQT_vClN8MpN4jnijRLLvaZ8i7iWqipqk/s320/lkjkjbkjhgjh%252Cuygl.png)
Τι να σας λέω.
Ξεκίνησα χάραμα για την Αθήνα, στάθηκαν στο μπαλκόνι και με χαιρετούσαν. Επειδή δεν είχαν λευκό μαντήλι να μου κουνήσουν, ο Ανδρέας, πήρε ένα σώβρακο με μικρά σχεδιάκια και το κούναγε. Τι να σας λέω.
Ξεκίνησα χάραμα για την Αθήνα, στάθηκαν στο μπαλκόνι και με χαιρετούσαν. Επειδή δεν είχαν λευκό μαντήλι να μου κουνήσουν, ο Ανδρέας, πήρε ένα σώβρακο με μικρά σχεδιάκια και το κούναγε. Τι να σας λέω.
Το ταξίδι της επιστροφής ήταν μακρύ, χαζομάρα μου που έφυγα τόσο πρωί, είχα τον ήλιο στα μάτια μου συνέχεια. Ήρθα πολύ κουρασμένη. Και κατουριόμουν σε όλο το δρόμο. Σταμάτησα σε τρία βενζινάδικα. Άλλη φορά δε θα παίρνω τόσο καφέ και τόσο δυνατό στα ταξίδια.
Και επέστρεψα. Για λίγο. Να πάω τους φίλους στο Σούνιο, στους Δελφούς, στις Μυκήνες. Μετά θα φύγω πάλι για τις εξωτικές καρδιτσίους νήσους!