Λοιπόν φίλοι μου, για να μην αφήνουμε και τον ιταλό
παραπονεμένο, θα σας διηγηθώ άλλο ένα κάζο που έπαθα από τα προξενιά που μου
έκαναν.
Ο αριθμός του καμένου αυτού είναι…
Κεφάλαιο έβδομο: ο δυναστείας!
Φίλη συνάδελφος από το πεντάγωνο, που έχουμε περάσει ώρες
και ώρες μαζί έξω από τα γραφεία του κλαδάρχη, του επιτελάρχη, του υπαρχηγού,
του αρχηγού, για να πάρουμε υπογραφές για τα έγγραφά μας, έχει επανέλθει στο
πεντάγωνο και έχει γνωρίσει συνάδελφο που εκτιμά ιδιαίτερα και θέλει να τον
αποκαταστήσει.
Μαθαίνει, δεν ξέρω πως και από ποιον, ότι είμαι χωρισμένη.
Δεν ήμουν, αλλά δεν της είπα και τίποτα. Με καλεί στο σπίτι της για φαγητό να
γνωρίσω και τον άντρα της που τρία χρόνια στο πεντάγωνο δεν είχα αξιωθεί να
γνωρίσω, παρότι ο άνθρωπος δούλευε στο ΓΕΣ…
Πάω αμέριμνη με σκοπό να περάσουμε ένα ευχάριστο απόγευμα
λέγοντας τα νέα μας από κοντά. Φευ, είχε εκεί και το συνάδελφο!
Προξενιό και από τα πολύ φτιαχτά και χωρίς να ερωτηθώ.
Βρέθηκα φάτσα με τον υποψήφιο χωρίς να
μου έχει περάσει ούτε ως υποψία κάτι τέτοιο. Και δεν είχα βαφτεί, δεν είχα
ντυθεί καλά, δεν είχα προετοιμαστεί ψυχολογικά καθόλου!
Ας είναι, λέω. Σάματις θα τον παντρευτούμε; Θα κάνουμε το
χατίρι της φίλης και πάει στη λήθη και ο συνάδελφος ο ναυτέος!
Παρεμπιπτόντως, ο τύπος ήταν εξαιρετικός. Όμορφος,
μετρημένος, διαβασμένος, με χιούμορ, ευγενικός, εξαιρετική περίπτωση
ομολογουμένως.
Και εγώ είχα πάει άβαφτη, με μια φουστίτσα και ένα
πουκαμισάκι με αβυσσαλέο ντεκολτέ, χωρίς ξυρισμένο πόδι, χωρίς κοσμήματα, χωρίς
κομμωτήριο, χάλια σου λέω.
Κρίμα, σκέφτομαι, το χάσαμε το παλικάρι.
Αμ δε όμως.
Την επομένη ο κύριος Παναγιώτης μου τηλεφωνεί στη δουλειά.
Πήρε στο ΓΝΑ, στην ασφάλεια, αναφέρθηκε και ζήτησε να μάθει σε ποιο τμήμα
δουλεύω. Του λένε. Παίρνει στο κέντρο, ζητά το τμήμα μου, με φωνάζουν και στέφεται
η προσπάθειά του με επιτυχία.
Με καλεί για καφέ το απόγευμα.
Και πάω. Δίνουμε ραντεβού στο Verde.
Εδώ παιδιά, πρέπει να σας εξομολογηθώ κάτι. Έχω ένα πρόβλημα
με τις φυσιογνωμίες. Μπορεί σήμερα να είμαστε μαζί πέντε ώρες και την επομένη
να σε συναντήσω στο δρόμο και να μη σου μιλήσω γιατί, πολύ απλά, δε θα σε
γνωρίσω! Επειδή ξέρω το κουσούρι μου, παίρνω ένα ύφος τέλειας αυτοπεποίθησης
και κινούμαι σα να μου ανήκει ο χώρος, ώστε να μου μιλήσει ο άνθρωπος που έχω
ραντεβού, γιατί εγώ δεν υπάρχει μία περίπτωση στο εκατομμύριο, να τον γνωρίσω.
Το αυτόν και με τον Παναγιώτη. Παρκάρω, βγαίνω,
ανασκουμπώνομαι και ακάθεκτη περπατώ προς την είσοδο. Βλέπω δυο τρεις τύπους να
περιμένουν εκεί, δε δίνω σημασία, πάω να περάσω, με πλησιάζει ο ένας, μου μιλά,
είναι ο Παναγιώτης.
Περνάμε ένα υπέροχο δίωρο λέγοντας ευτράπελα από τις σχολές
μας, που τώρα τα λέγαμε και γελούσαμε, τότε ρίχναμε μαύρο δάκρυ! Πληρώνει το
λογαριασμό και με συνοδεύει στο αυτοκίνητό μου. Μου ανοίγει την πόρτα, μου την
κλείνει, με χαιρετά την ώρα που φεύγω.
Το ίδιο βράδυ μου τηλεφωνεί να πάμε την Παρασκευή για
φαγητό. Ήμουν υπηρεσία όλο το σαββατοκύριακο, του το λέω και ανανεώνουμε το
ραντεβού για την άλλη Παρασκευή.
Κάθε πρωί με ξυπνά στις πέντε και μισή γιατί του είπα και το
πρόβλημά μου με την αφύπνιση. Σαν πολλά καλά μάζευε ο Παναγιώτης!
Έρχεται η Παρασκευή, με πάει στο Καστελόριζο στον Πειραιά,
τρώμε τα φρέσκα τα ψαράκια μας, πληρώνει το λογαριασμό, του λέω πως δε γνωρίζω
από Πειραιά καθόλου, με πάει στον Προφήτη Ηλία, με πάει στην Καστέλα, που ήξερα
αλλά δεν ήξερα ότι τη λέγανε έτσι, με πάει στην Πειραϊκή, στη Σ.Ν.Δ, τέλος πάντων μου κάνει τουρ στον Πειραιά και
με επιστρέφει σπίτι μου.
Μέχρι να ξεβαφτώ, να κάνω ένα μπάνιο, μου τηλεφωνεί να με
ευχαριστήσει για την υπέροχη βραδιά. Άρχιζε η σχέση που είχα να φαντάζει λίγη
μπροστά στον Παναγιώτη…
Το πρωί μου τηλεφωνεί να πάμε για ποτό το βράδυ. Και πάω.
Και πάμε μπαρότσαρκα τελικά. Καταλήγω σπίτι στις τέσσερις. Μου ξανατηλεφωνεί να
με ευχαριστήσει ξανά μανά για την παρέα. Άλλο ένα πόιντ για τον Παναγιωτάκη…
Συνεχίζει να με ξυπνά το πρωί. Την άλλη Παρασκευή, με πάει
σε μια κλειστή λέσχη για φαγητό, για παγωτό στη Βάρκιζα και καταλήγω σπίτι πάλι
τα ξημερώματα! Μου τηλεφωνεί και με καλεί το άλλο βράδυ να φάμε στο σπίτι του.
Χμμμ, λέω από μέσα μου, αρχίζει να προχωρά το πράγμα.
Και δέχομαι. Πάω πρωί πρωί και παραγγέλνω ένα καλάθι με
κρασιά και του τηλεφωνώ να μου πει τη διεύθυνση για να τα στείλω και να ξέρω
που θα πάω. Μπα, θα περάσω να σε πάρω μου λέει. Αλλά μου δίνει και τη
διεύθυνση.
Έρχεται στην ώρα του, φορά ένα μπλέιζερ, ένα φουλάρι στο
λαιμό, λευκό παντελόνι και ταμπά μοκασίνια. Εγώ είμαι ντυμένη πιο γκράντε…
Πάμε σπίτι του. Ένα νεοκλασικό στην Καστέλα. Μας ανοίγει η
υπηρέτρια. Βγάζει τα παπούτσια του, με υποχρεώνει να βγάλω και εγώ τα δικά μου
και μου δίνουν ένα ζευγάρι παντόφλες που είναι φλατ. Ουπς, φοράω εγώ φλατ
παπούτσια; Εεεε; Φοράω;
Πολύ σωστά ΌΧΙ! Και κάπως μου έρχεται να είμαι σαν τσολιάς
στα ανάκτορα.
Περνάμε στο σαλόνι. Εκεί είναι και ποιος άλλος; Η μαμά!!! Η
δική του μαμά, όχι η δική μου! Η οποία φορά επίσης παντόφλες. Αλλά είναι
ντυμένη καλά.
Μας συστήνει, μας φέρνει η δούλα καφέ, περνάω μια
ψιλοανακρισούλα από τη μαμά και τσιμπάω ένα νεύμα της μαμάς στον υιό που δε
μιλά παρά μόνο στον πληθυντικό στη μαμά του.
Μου λέει ο Παναγιώτης αν ήθελα να περάσω στην τραπεζαρία
αλλά να αλλάξει πρώτα.
Και εξαφανίζεται. Και επιστρέφει με κοστούμι και γραβάτα για
να πάρουμε το δείπνο μας. Μας συνοδεύει και τις δυο αγκαζέ στην τραπεζαρία που
είναι ήδη εκεί ο αδελφός του, η νύφη του, ο πατέρας του. Όλοι
κουστουμαρισμένοι. Δεύτερο πλην…
Με συστήνει. Με βάζει στη θέση που πρέπει να καθίσω,
κάθεται, κάνουμε προσευχή όπως βλέπουμε στις αμερικάνικες ταινίες πιασμένοι
χέρι χέρι και αρχίζουμε το δείπνο αφού όλοι κοιτάνε τον πάτερ φαμίλια πότε θα
πιάσει το κουτάλι του για τη σούπα. Εγώ σούπες δεν τρώω. Δε μου αρέσουν. Βάζω
στο στόμα μου δυο τρεις κουταλιές μισοάδειες να φαίνεται ότι τρώω. Έρχεται το
δεύτερο πιάτο, ωραιότατο ψάρι. Το επιδόρπιο, το γλυκό και περνάμε με τις
παντοφλίτσες μας αγκαζέ εγώ με τον Παναγιωτάκη στο σαλόνι.
Πίνουμε το λικεράκι μας οι κυρίες, το κονιακάκι τους οι
κύριοι και τσιμπάω άλλο νεύμα της μαμάς στον Παναγιώτη.
-
Ρία,
θα ήθελες να δεις την αίθουσα των προγόνων μας;
Παναγία μου, λέω από μέσα μου, τι να είναι αυτό;
Παρότι ψιλοφοβόμουν, γιατί μια ψυχρότητα την ένιωθα να
πλανάται στην ατμόσφαιρα, δέχομαι.
Περνάμε κάτι διαδρόμους με ελαιογραφίες να κρέμονται στους
τοίχους από πολεμικά σκάφη και φτάνουμε σε ένα δωμάτιο που έχει κρυφό φωτισμό,
γεμάτο ολόσωμα πορτραίτα με αξιωματικούς του ναυτικού, με τα ξίφη και τα καπέλα
και τα μετάλλιά τους σε ειδική προθήκη μπροστά από τον κάθε πίνακα. Πρέπει να
είναι πάνω από δέκα τέτοιοι πίνακες. Έχω τρομοκρατηθεί λίγο.
Θες η ψύχρα του χειμώνα, θες το σκοτεινό σπίτι, θες η
τυπικότητα, θες τα νεύματα, θες η έκφραση παραίτησης και απόγνωσης της νύφης
του Παναγιώτη, κάπως μου ήρθε.
Ακούω την ιστορία του καθενός και επιτέλους τελειώνει η
αναφορά στην ιστορία του πολεμικού ναυτικού της χώρας μας τα τελευταία χρόνια
από τη βύθιση της ναυαρχίδας το 1821 μέχρι τότε και επιστρέφουμε στο σαλόνι.
Μόλις μπαίνουμε μέσα, σταματούν οι ομιλίες, νεύει πάλι ο
Παναγιώτης και η μητέρα του μου ζητά να περάσω στο γραφείο του συζύγου της που
με θέλει ο αυτοκράτωρ, μη χέσω!
Είμαι περίεργη. Πάω.
Με οδηγεί η υπηρέτρια πάλι από κρύους και σκοτεινούς
διαδρόμους. Μπαίνω σε ένα γραφείο που μυρίζει πούρο που το απεχθάνομαι. Ο πάτερ
φαμίλιας, κοιτά έξω από το τζάμι και μου έχει γυρισμένη την πλάτη. Μπροστά από
το γραφείο έχει μια καρέκλα και μου λέει να καθίσω, με γυρισμένη πλάτη όλα
αυτά.
Κάθομαι γιατί ήθελα να δω που το πάει.
Κάθεται και αυτός πίσω από το παλαιολιθικό τεράστιο γραφείο.
Και αρχίζει.
- Ξέρετε κυρία Α.., κατάγεστε από στρατιωτική οικογένεια,
έτυχε μάλιστα κάποτε στο παρελθόν να συνεργαστώ με τον πατέρα σας στη Γερμανία,
έκανα μια μικρή έρευνα για σας και γνωρίζω ότι κατάγεστε από εύπορες και
σημαντικές οικογένειες της επαρχίας, γνωρίζω την άψογη συμπεριφορά σας ως
αξιωματικός, έχω πάρει τις πληροφορίες μου και θεωρώ ότι αποτελείτε εξαιρετική
επιλογή συζύγου για τον μικρό μου υιό. Πλην όμως, ο Παναγιώτης θα φύγει για
Νάπολη σε τέσσερις μήνες και θα πρέπει μέχρι τότε να υποβάλλετε την παραίτησή
σας για να τον ακολουθήσετε ως σύζυγος εκεί!
Τόινγκ!!!
- Μα δεν έχω σκοπό να παραιτηθώ. Αγαπώ τη δουλειά μου και
είμαι εξαιρετικά φιλόδοξη για να φύγω τώρα. Έπειτα, η δουλειά μου αποτελεί την
εξασφάλισή μου. Με το γιο σας γνωρίζομαι ούτε ένα μήνα και θέλετε να με
παντρέψετε με το γιο σας χωρίς καλά καλά να γνωριζόμαστε και να ξέρουμε αν το
θέλουμε και να παραιτηθώ κιόλας;
- Ακριβώς. Είστε αρκούντως μορφωμένη, από καλή οικογένεια,
χωρισμένη με παιδί και ο Παναγιώτης, έχει μια κόρη επτά χρονών ξέρετε, (δεν το
ήξερα), ούτε πιο πάνω από τον Παναγιώτη, ούτε πιο κάτω, ιδανική περίπτωση, αλλά
καμιά σύζυγος Ε… δεν εργάζεται. Ακολουθεί τις μεταθέσεις του συζύγου της…
- Και αν χωρίσει με το σύζυγό της; Πως θα ζήσει;
- Στην οικογένειά μας δε χωρίζουμε κυρία Α…
- Και που είναι η μητέρα της κόρης του Παναγιώτη;
- Δεν την παντρεύτηκε, δεν ήταν για τον Παναγιώτη. Δε θα το
επιτρέπαμε ποτέ. Προσπάθησε να τον τυλίξει με το παιδί, μας πήρε χρόνο και χρήμα
στα δικαστήρια αλλά η μικρή τώρα είναι με εμάς.
- Και αν δεν τα βρούμε με το γιο σας; Αν δεν περνάμε καλά
μαζί; Τι θα κάνουμε;
- Θα το υπομείνετε όπως τόσες και τόσες άλλες γυναίκες. Και
γιατί να μην περνάτε καλά; Το σπίτι είναι τεράστιο, θα έχετε το δικό σας χώρο,
τα παιδιά σας στα καλύτερα σχολεία, με οικονομική άνεση, σας προσφέρετε μια
μοναδική ευκαιρία, δε βλέπω το λόγο να έχετε αντίρρηση!
- Και όμως έχω. Θα έχετε καταλάβει από την έρευνά σας για
μένα, που δε με τιμά καθόλου το γεγονός ότι ψάξατε για μένα, ότι είμαι πολύ
ανεξάρτητη και μοντέρνα για να συντηρεί ο σύζυγός μου και η οικογένειά του.
Ούτε θέλω να τρώω κάθε μέρα με τα πεθερικά μου και να ζω μαζί τους. Τα θέλω σας
και τα θέλω μου, δεν ταυτίζονται κύριε Ε… Ευχαριστώ για την τιμητική, όπως νομίζετε,
πρόταση για μένα, αλλά θα την απορρίψω. Σας ευχαριστώ αλλά ούτε να παντρευτώ το
γιο σας θέλω, ούτε να παραιτηθώ.
Και σηκώθηκα και πήγα στην πόρτα.
- Κυρία Α… αν ανοίξετε αυτήν την πόρτα και την περάσετε, η
σχέση σας με το γιο μου τελειώνει και δεν υπάρχει πισωγύρισμα.
- Το γνωρίζω κύριε Ε… και σκοπεύω να περάσω και αυτήν και
την εξώπορτά σας με ταχύτατους ρυθμούς, καληνύχτα σας.
Βγαίνω και πάω αριστερά, τον ακούω που με ακλουθεί, πάμε στο
σαλόνι, ανοίγω, σε κλάσματα δευτερολέπτου περνάει μέσα και ο πάτερ φαμίλιας και
κάνει αρνητικό νεύμα.
Ο Παναγιώτης κατεβάζει το κεφάλι, η μητέρα του σηκώνεται με
συνοδεύουν στην πόρτα, βάζω τις γόβες μου τις δωδεκάποντες και εξαφανίστηκα σε
χρόνο ρεκόρ.
Ενημερωτικά, ακόμα ελεύθερος είναι ο Παναγιώτης!