Παρασκευή. Όπως κάθε Παρασκευή, είχε το καθορισμένο πρόγραμμά του. Βγήκε από το γραφείο του βιαστικά. Δε θα έβρισκε να παρκάρει. Καλύτερα να πάρει ταξί.
Τυλίχτηκε πιο καλά στην καπαρντίνα του και στάθηκε στην άκρη του δρόμου να βρει ένα ταξί. Σε μερικά λεπτά αργότερα κάποιος ταξιτζής, εδέησε να σταματήσει. Άνοιξε την πόρτα και έβαλε πρώτα το χαρτοφύλακα στη θέση και μετά μπήκε και αυτός. Έδωσε τη διεύθυνση και κάθισε αναπαυτικά. Παρακολουθούσε τα κτήρια να διαδέχονται το ένα το άλλο.
Χαμογέλασε. Κάθε Παρασκευή πήγαινε μαζί της κινηματογράφο. Κάθε Παρασκευή. Διάλεγε εκείνη την ταινία. Αυτός έβγαζε τα εισιτήρια μέχρι να αποφασίσει αυτή αν ήθελε κάτι από την καντίνα του κινηματογράφου. Μετά αυτός έπαιρνε τα ποπ κορν και τις κόκα κόλες και ψάχνανε τις θέσεις τους. Βλέπανε την ταινία, την πήγαινε σπίτι της με το ταξί και δε μιλούσαν για την ταινία μέχρι την Κυριακή που θα πήγαινε στο σπίτι της να φάνε μαζί.
Είχε καταλήξει να γνωρίζει όλες τις ταινίες που είχαν παιχτεί στους ελληνικούς κινηματογράφους τα τελευταία χρόνια. Μερικές φορές, τον πήγαινε και σε ταινίες που είχαν γυριστεί πριν τον πόλεμο. Ή σε ταινίες που δυσκολευόταν να παρακολουθήσει. Σε μερικές τον έπαιρνε ο ύπνος. Όπως σε εκείνη του πολωνού σκηνοθέτη που έγινε γνωστός με τις ταινίες με τα χρώματα. Που τον σκουντούσε και γελούσε γιατί ροχάλιζε ελαφρά και γέλαγαν όσοι ήταν δίπλα τους. Πως τον έλεγαν; Κάτι σε -όφσκι. Ανακάθισε, έπρεπε να το θυμηθεί. Μισλόφσκι, βιρσλόφσι, όχι… Κισλόφσκι… ναι, αυτό πρέπει να ήταν Κισλόφσκι. Και εκεί χτύπησε το τηλέφωνό του. Το σήκωσε. Ήταν ο φίλος του ο γιατρός. Πριν λίγες μέρες, αυτή είχε παραπονεθεί για μια εμμένουσα αδιαθεσία. Της επέβαλε να επισκεφτεί το φίλο του που ήταν στρατιωτικός γιατρός. Αυτός την πήγε στο νοσοκομείο που εργαζόταν και μέσα σε μια μέρα, της έκανε ένα σωρό εξετάσεις. Ο Νίκος είχε πάει δυο μέρες μετά και θεώρησε το βιβλιάριό της. Οι εξετάσεις που έκανε σε μια μέρα είχαν ξεπεράσει σε αξία τα 1500 ευρώ. Τι στο καλό της είχε κάνει; Και τώρα ο φίλος του, του τηλεφωνούσε. Είχε πάρει όλες τις απαντήσεις.
Κόντεψε να του πέσει το ακουστικό από το χέρι.
Δεν της έμενε ζωή, ούτε τρεις μήνες.
Τρεις μήνες.
Έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Έκλεισε το τηλέφωνο. Θα του τηλεφωνούσε αργότερα. Είχε φτάσει με το ταξί στον προορισμό του. Αυτή, όπως συνήθως, περίμενε στο πεζοδρόμιο.
Κομψή, με τα καλοχτενισμένα μαλλιά της, χωρίς μακιγιάζ, με τα ασορτί παπούτσια και τσάντα.
Άνοιξε την πόρτα του ταξί και της έκανε χώρο να καθίσει δίπλα του. Αυτήν τον φίλησε και άρχισε χαρούμενα να δίνει οδηγίες για το που βρισκόταν ο κινηματογράφος που θα πήγαιναν.
Ο Νίκος δε μίλαγε. Την κοιτούσε και χαμογελούσε.
Έφτασαν γρήγορα. Πλήρωσε το ταξί και την είδε να βγαίνει άνετα από το ταξί. Μα πως ήταν δυνατόν να είναι άρρωστη; Βγήκε και αυτός, έβγαλε εισιτήρια, την έπιασε από τη μέση και τη ρώτησε όπως κάθε φορά αν θέλει κάτι. Πήρε μόνο μια πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό. Ο Νίκος για να μη χαλάσει τις συνήθειές του και υποψιαστεί αυτή κάτι πήρε μια κόκα κόλα και ένα μεγάλο κουτί ποπ κορν. Βρήκαν τις θέσεις τους και κάθισαν.
Σε λίγο έσβησαν τα φώτα. Και ο Νίκος άφησε το πρόσωπό του να πάρει την έκφραση που ένιωθε. Φοβερή αγωνία. Δεν έπρεπε να καταλάβει κάτι αυτή.
Πως μπορούσε να της το κάνει; Πώς να της πει ότι έχεις καρκίνο του παγκρέατος και ο πόνος στη μέση δεν είναι από τα γηρατειά μητέρα, αλλά από τον καρκίνο σου; Πως μπορούσε να κλείσει αυτήν την υπερδραστήρια γυναίκα σε ένα νοσοκομείο;
Η ταινία είχε αρχίσει. Μια ελαφριά κωμωδία καταστάσεων, έτσι του την είχε περιγράψει στο ταξί. Ο ήλιος έλαμπε στην οθόνη και η μαυρίλα στην ψυχή του. Γέλια στην αίθουσα, κλάματα στο μυαλό του.
Της έπιασε το χέρι. Χρόνια είχε να το κάνει αυτό. Ήταν σαράντα χρονών άντρας. Αλλά από μικρό παιδί, από τότε που ο πατέρας του τους άφησε, κάθε Παρασκευή πήγαινε με τη μητέρα του κινηματογράφο. Όταν έφυγε για σπουδές σε άλλη πόλη, κάθε φορά που ερχόταν, τις παρασκευές τις είχε αφιερωμένες στη γυναίκα που δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ πάνω από μια ραπτομηχανή για να μην του λείψει τίποτα.
Όταν πήρε το πτυχίο του και άρχισε την πρακτική του, ξεκίνησαν τα φλερτ και οι κινηματογραφικές παρασκευές άρχισαν να είναι σπάνιες. Μετά έφυγε για μεταπτυχιακό στην Αμερική. Εκεί ένιωσε πόσο του έλειπε η ακάματη μητέρα που σκυμμένη πάνω από τη μηχανή της του έστελνε τακτικότατα το ποσό που χρειαζόταν και μερικές φορές πολύ περισσότερα από όσα είχε ανάγκη.
Και γύρισε. Και βρήκε μια πολύ καλοπληρωμένη εργασία. Και της ζήτησε να σταματήσει να δουλεύει. Και αυτή αρνήθηκε. Είχε κάνει τα κουμάντα της.
Στην οθόνη, ένα νεαρό ζευγάρι τσακωνόταν, έσπαγε πράγματα και φώναζε να τρομοκρατήσει ο ένας τον άλλο. Έτσι τσακώνονταν και αυτός με τη μητέρα του όταν της ζήτησε να έρθει να μείνει στα βόρεια προάστια στο σπίτι που αγόρασε αυτός. Αλλά αυτή δεν ήθελε. Δεν ήθελε να του είναι βάρος. Ήθελε να είναι εκεί που μεγάλωσε. Εκεί που τόσα χρόνια την ήξεραν και ήξερε τους πάντες. Φώναξε ο Νίκος, έσπασε δυο σταχτοδοχεία και ένα βάζο όταν τράβηξε από τα νεύρα του το τραπεζομάντηλο στην τραπεζαρία. Παρακάλεσε, ικέτευσε, ανένδοτη αυτή.
Το ζευγάρι είχε φιλιώσει στο λευκό πανί και ένας στεναγμός ανακούφισης ακούστηκε από το κοινό. Αναστέναξε και αυτός. Όχι όμως από ανακούφιση. Έσκυψε και έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο της μητέρας του που παρακολουθούσε συνεπαρμένη και χαμογελώντας. Αυτή γύρισε και του χάιδεψε το μάγουλο.
-Αγόρι μου… του είπε και ξαναγύρισε στην οθόνη.
Πώς να την στείλει για εγχείρηση και μετεγχειρητικούς πόνους; Πώς να τη γεμίσει σωληνάκια που θα την κάνουν να υποφέρει; Πώς να την υποβάλλει σε χημειοθεραπεία, με όλες τις επιπλοκές όταν στην καλύτερη περίπτωση, δε θα θεραπευόταν παρά θα παρέτεινε τη ζωή της μόνο για λίγο και αυτό με εμμέτους, ναυτία, διάρροιες, ζαλάδα και πόνους;
Πως όμως να την αφήσει και έτσι; Ήδη ο καρκίνος της είχε κάνει μεταστάσεις. Γύρισε και την κοίταξε. Αυτή σα να ένιωσε τη ματιά του γύρισε και τον είδε. Του χαμογέλασε και αναστέναξε…
Γύρισαν και οι δυο στην οθόνη. Θυμόταν πως ένα καλοκαίρι, το πρώτο μετά που ο πατέρας του έφυγε και δεν τον ξαναείδαν, η μητέρα του τον πήγε στο νησί από το οποίο καταγόταν. Θυμήθηκε πόσο διαφορετική ήταν εκείνο το καλοκαίρι. Πως για τις δέκα μέρες που έμειναν στο πατρικό της, δεν έραβε. Πως δεν ήταν σκυμμένη πάνω από μια ραπτομηχανή αλλά πήγαινε μαζί του όλη μέρα στη θάλασσα. Πως καθάριζε το σπίτι το σούρουπο που αυτός αποκαμωμένος από τον ήλιο και την κούραση έπεφτε ξερός στο στενό μπαουλοντιβανο και αυτή μαγείρευε και σκούπιζε την άμμο. Πως ήταν η μοναδική φορά που την είχε δει ξέγνοιαστη.
Η ταινία είχε διάλειμμα. Άναψαν τα φώτα. Την έπιασε από τους ώμους.
-Αγόρι μου, γιατί δεν τρως τα ποπ κορν; Δεν είναι ωραία; Και πήρε ένα στο χέρι της. Το λεπτό ντελικάτο χέρι της που είχε κατατρυπηθεί από τις καρφίτσες όλα αυτά τα χρόνια. Της πήρε το χέρι. Φορούσε το δακτυλίδι που της έκανε δώρο με τον πρώτο μισθό του ως εκπαιδευόμενος μόλις πήρε το πτυχίο του. Ένα φτηνό δακτυλίδι, χρυσό, που ποτέ δεκαοχτώ χρόνια τώρα, δεν έβγαλε από το χέρι της.
Της φίλησε το χέρι. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Της χαμογέλασε. Τη ρώτησε για την υγεία της. Αυτή άρχισε να μιλάει για την ταινία. Για το πόσο καλές κριτικές έγραφαν τα περιοδικά για αυτήν. Για τους ηθοποιούς. Για το ίσως να είναι υποψήφια για όσκαρ.
Ο Νίκος δεν την άκουγε. Κοίταγε τα μεγάλα μάτια της. Τις ρυτίδες που τα στεφάνωναν. Κοίταγε τα μαλλιά της. Πόσο είχαν ασπρίσει όλα αυτά τα χρόνια! Δεν τα έβαφε. Αλλά πάντα ήταν τόσο καλοχτενισμένα. Και τα έπιανε στα πλάγια με δυο διάφανα χτενάκια για να μην μπαίνουν στα μάτια της όταν έσκυβε να ράψει.
Τα φώτα έσβησαν ξανά.
Σταμάτησε να μιλά η μητέρα του και απορροφήθηκε από την ταινία. Ο Νίκος ήθελε να μιλήσει. Να της πει όσα δεν είχε πει όλα αυτά τα χρόνια. Να την ευχαριστήσει που στάθηκε βράχος για αυτόν. Και μάνα και δυο φορές πατέρας. Να της εκφράσει με λόγια το θαυμασμό του που ποτέ δεν παραπονέθηκε για κάτι. Ακόμα και όταν έβλεπε πως η δουλειές της δεν ήταν όπως πρώτα. Που δεν του στέρησε ποτέ τίποτα. Να της πει πόσο την αγαπούσε. Ούτε αυτό της το είπε ποτέ. Δεν της είπε ποτέ, πως έκανε πως κοιμόταν για να νιώσει το χάδι της πριν πέσει και αυτή για ύπνο. Πως δεν ένοιωσε ποτέ αδύναμος, γιατί ήξερε πως αυτή ήταν δίπλα του. Να της πει πως από αυτή έμαθε να αντλεί δύναμη για την καθημερινότητα. Να την αγκαλιάσει σφιχτά όπως έκανε αυτή όταν ήταν αυτός μικρός.
Να τη νοιώθει δίπλα του έστω και αν ήταν σε άλλη ήπειρο. Όπως τότε στην Αμερική. Πως θα ζούσε χωρίς αυτήν; Πως; Ήταν η ρίζα του. Ήταν η μητέρα του. Ήταν ο κόσμος του. Ποιος θα τον αποκαλεί «αγόρι μου» με τόση τρυφερότητα και αγάπη; Ποιος θα τον ρωτάει αν έφαγε; Αν είναι καλά ντυμένος; Ήταν σαράντα χρονών και ακόμα τον ρωτούσε κάθε βράδυ που μιλούσαν στο τηλέφωνο, αν έφαγε καλά, αν ντύνεται καλά, αν έπλυνε τα δόντια του πριν ξαπλώσει…
Η ταινία κόντευε να τελειώσει και το ζευγάρι βρισκόταν σε ένα ειδυλλιακό ηλιοβασίλεμα. Κάπως έτσι φανταζόταν και ο Νίκος το τέλος της μητέρας του. Σε βαθειά γεράματα. Αλλά δεν ήταν ούτε εξήντα καλά καλά. Δεν είχε χαρεί εγγόνια. Δεν είχε απολαύσει άνετα πράγματα στη ζωή της. Ο Νίκος της ανακαίνισε το σπίτι αφού τελικά δέχτηκε τουλάχιστον αυτό, μιας και δεν πήγαινε στο Ψυχικό που έμενε ο γιος της. Της είχε πάρει φούρνο μικροκυμάτων, δεν ήταν σίγουρος αν τον χρησιμοποίησε ποτέ. Της είχε πάρει ένα σωρό πράγματα που θα μπορούσαν να κάνουν τη ζωή της πιο εύκολη. Αλλά αυτή, όταν ο Νίκος πήγαινε κάθε Κυριακή μεσημέρι να φάνε, του έφτιαχνε τον καφέ του στο μικρό γκαζάκι που θυμόταν ο Νίκος να του ζεσταίνει το γάλα κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί.
Η μουσική που συνόδευε τους τίτλους τέλους έβγαλε το Νίκο από τις σκέψεις του. Σηκώθηκε και βοήθησε και τη μητέρα του να σηκωθεί και να βάλει το παλτό της. Την κοίταξε στα μάτια. Και το είδε ότι ήξερε. Δεν είπε τίποτα. Την αγκάλιασε και τη φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού της όπως έκανε εκείνη όταν ο Νίκος ήταν παιδί.
Ένας λυγμός του ξέφυγε.
-Είσαι καλά αγόρι μου;
-Πάμε ένα ταξίδι μάνα; Που θες να πάμε για μερικές μέρες; Οι δυο μας. Της έλεγε και την κρατούσε αγκαλιά μέσα στον κινηματογράφο. Οι άλλοι τους κοίταζαν. Έναν άντρα να αγκαλιάζει μια κυρία ένα κεφάλι κοντότερη και τα μάτια του να είναι δακρυσμένα αλλά η φωνή του να ακούγεται χαρούμενη.
Σκούπισε τα μάτια του, την πήρε από τους ώμους και βγήκαν. Κάλεσε ένα ταξί. Θα φεύγανε μαζί. Για δυο μέρες, δυο βδομάδες, δυο μήνες. Μπορούσε οικονομικά να το κάνει. Να τη βασανίσει δεν μπορούσε. Να τη βάλει να παλέψει σε έναν άνισο αγώνα, δεν μπορούσε.
Έπρεπε να της πει πολλά. Είχε να της πει πολλά. Μπήκαν στο ταξί και έδωσε τη διεύθυνσή της.
Aκούμε το βάλς της Αμελί του Γιαν Τίρσεν...
Γαμώτο σου...... Με συγκίνησες....Ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήπαρακαλώ.
Διαγραφήκαι εγώ ευχαριστώ.
Ρία, άγγιξες θέματα που με απασχολούν πολύ. Πολύ ωραία η ιστορία σου. Πάψε να μας κάνεις να κλαίμε πια! Σε φιλώ
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν το έκανα επίτηδες, αλλά ηταν η πρώτη ιδέα που μου ήρθε στο μυαλό και είπα να την επεξεργαστώ και να τη μοιραστώ μαζί σας!
Διαγραφήχαίρομαι που σε άγγιξε!
Άντε μαρή παλιοφιλενάδα....αει στο καλό σου....
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστώ μία μου!
Διαγραφήείσαι καλά;
ΑΧ!...
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλά κανένα γελαστερο γιατί δε μας γραφεις;
είναι ωραία γραμμένο αλλα...θέλουμε να γελάσουμε λέμε!
έτσι σας έχω στην τσίτα φιλενάδα. μου θες και γέλια. άντε κλάψε να καθαρίσουν τα μάτια και ο δακρυορινικός πόρος!
ΔιαγραφήΡε Ρία, όταν αποφασίζεις αγάπη μου να γράψεις μας αφήνεις άφωνους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμορφη ιστορία, έστω και λυπημένη.
ευχαριστώ παύλο μου.
Διαγραφήνα είσαι καλά!
το έχω ξαναπεί νομίζω, αλλά όταν γράφεις έτσι μου αρέσεις ακόμη πιο πολύ, keep writing Ria...
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστώ γιάννη μου!
Διαγραφήχαίρομαι που σου άρεσε!
Πολύ ωραία δομημένη η ιστορία σου Ρία μου. Περιγράφεις μια όμορφη σχέση μητέρας - γιού και το απρόσμενο τέλος της. Με τι εύσχημο τρόπο μας γεννάς σκέψεις για αναθεώρηση της δικής μας σχέσης, ή για την υιοθέτηση μικρών χαρών, πρίν είναι πολύ αργά. Δίνεις τόσες πληροφορίες για τους ήρωες σου συμπυκνωμένες αλλά ακριβείς, που οι εικόνες δημιουργούνται αυτόματα στο μυαλό του αναγνώστη, σαν να παρακολουθεί ταινία. Συγκινήθηκα πάλι (έτσι γράφω κομψά το έκλαψα πάλι). Το ξαναλέω έχεις πολύ ταλέντο ή καλύτερα πολλά ταλέντα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα περιμένω το επόμενό σου κείμενο.
Την αγάπη μου
ευχαριστώ για την κριτική μαριμάρ!
Διαγραφήκαι χαίρομαι που σου άρεσε!
Ρε βαλτή είσαι;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπραβο φιλεναδα έγραψες!!
ευχαριστώ φιλενάδα. να υποθέσω ότι σου άρεσε;
ΔιαγραφήΜε πέθανες ρε φιλενάδα, υπέροχο...
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστώ γλυκέ μου!
Διαγραφήευχαριστώ δε θα πάρω.
ΑπάντησηΔιαγραφή