Κάθισε στην πολυθρόνα έξω στον κήπο. Έβγαλε το καπέλο και τα γάντια της και τα άφησε στη γυάλινη επιφάνεια του τραπεζιού.
Έκλεισε τα μάτια της. Ήθελε να δείχνει θλιμμένη. Έπρεπε να δείχνει θλιμμένη. Αλλά δεν μπορούσε. Τόσα χρόνια έκλαιγε. Πέρασε πολύς καιρός από τότε που στέρεψαν τα δάκρυά της. Σε λίγο θα έφταναν και οι υπόλοιποι από την κηδεία. Άκουγε τα τιτιβίσματα των πουλιών. Της έφεραν στη μνήμη τα παιδικά της χρόνια, που έπαιζε ανέμελα εκεί.
Άνοιξε τα μάτια της, σηκώθηκε, πήγε στο μικρό σιντριβάνι. Εκεί είχε πέσει και η μαμά της, αυτή που έθαψε σήμερα, την είχε πάρει αγκαλιά και της φίλαγε το κεφάλι που το είχε χτυπήσει στα βότσαλα που στόλιζαν το περίγραμμα του σιντριβανιού. Τότε που η μαμά της, ήταν μαμά της. Τότε που η αγκαλιά της, ήταν το καταφύγιό της. Τότε που μαμά της, ήταν ο κόσμος της όλος.
Μπήκε στο σπίτι και πήγε στην κουζίνα. Ήπιε ένα ποτήρι νερό και κοίταξε γύρω της. Όλα ίδια και απαράλλαχτα. Τα πράσινα πλακάκια ίδια. Το ίδιο τραπέζι φορμάικα. Τα ντουλάπια με το απαλό ξύλινο χρώμα… όλα ίδια. Εκεί βοηθούσε τη μαμά της να φτιάξουν κουλουράκια. Εκεί της μάθαινε να ζυμώνει κεφτεδάκια. Εκεί κάηκε για πρώτη φορά στο φούρνο. Τότε που η μαμά της, ήταν ακόμα μαμά της. Τότε που η Έλενα, ήταν για αυτή το φως του κόσμου. Τότε που ο δεσμός μάνας κόρης, ήταν άρρηκτος και γερός σαν ατσαλόσυρμα.
Έφυγε νευριασμένα από την κουζίνα. Μπήκε στο μπάνιο να διορθώσει το κραγιόν της. Σε λίγο το σπίτι θα γέμιζε από κόσμο. Το μικρό σχολαστικό και κουτσομπολίστικο κόσμο της επαρχιακής πόλης. Που θα σχολιάσουν την τριαντάχρονη απουσία της. Που θα αναρωτιούνται πως και είχε το θράσος να επιστρέψει για την κηδεία. Που θα την κοιτούν από πάνω μέχρι κάτω χωρίς να το κρύβουν.
Έπρεπε να είναι τέλεια. Και ήταν. Τέλειο το ταγέρ της. Άψογη η μεταξωτή της μπλούζα. Τέλεια τα μαργαριτάρια της. Δώρο του άντρα της στην επέτειο των είκοσι χρόνων του γάμου τους. Άψογα τα πόδια της μέσα στις Κρίστιαν Λουμπουτέν γόβες της. Τέλειο το μακιγιάζ της. Άψογο το χτένισμά της…
Βγήκε στον κήπο. Ο πατέρας της καθόταν εκεί που καθόταν εκείνη πριν λίγο. Το βλέμμα του κενό. Έψαχνε να βρει τη γνώριμη φιγούρα της συμβίας του να προβάλει από κάποια γωνιά του κήπου. Άκουσε τα βήματα της Έλενας και γύρισε. Σηκώθηκε αργά.
Πόσο είχε γεράσει ο πατέρας της! Τον θυμόταν τόσο αγέρωχο, τόσο δυνατό, τόσο ευλύγιστο! Τώρα δεν ήταν πια τόσο ψηλός, τα μαλλιά του είχαν αραιώσει πολύ και το υπέροχο πρόσωπό του είχε ρυτιδιάσει απίστευτα πολύ. Τα μάτια του είχαν σακούλες κατακόκκινες από το κλάμα. Τον κοιτούσε να την πλησιάζει και ένιωσε πολύ έντονα, ότι πολύ σύντομα, θα επέστρεφε και για τη δική του κηδεία…
-Κορίτσι μου, έλα λίγο πάνω να σου δείξω κάτι.
Την πήρε από το χέρι και ανέβηκαν στον πάνω όροφο. Στην κρεβατοκάμαρα τους. Εκεί που βρήκε τη γυναίκα του άψυχη, το προηγούμενο πρωί που ξύπνησε και προβληματίστηκε πως και δεν είχε σηκωθεί εκείνη πρώτη, όπως κάθε μέρα για πενήντα τόσα χρόνια…
Ίδιο το δωμάτιο. Ίδιες και απαράλλαχτες οι κουρτίνες. Να περιορίζουν ελάχιστα το φως μέσα από το αραιό πλέξιμό τους. Ίδια και απαράλλαχτη η τουαλέτα από σκούρο ξύλο. Μόνο μια φωτογραφία πάνω στο κομοδίνο καινούργια. Από την πλευρά που κοιμόταν η μητέρα της.
Η δική της φωτογραφία νύφη.
Μόνο που η μητέρα της δεν ήταν στο γάμο της. Η μητέρα της την έδιωξε από το σπίτι μαζί με το Στέφανο όταν αυτός τη ζήτησε σε γάμο. Δεν ενέκρινε ένα γάμο με είκοσι δύο χρόνια διαφορά. Γιατί ο Στέφανος ήταν μόνο τρεις μήνες μικρότερος από την πεθερά του. Γιατί ο Στέφανος, είκοσι και χρόνια πριν, είχε σχέση με τη μητέρα της, ένα αθώο φλερτ που ποτέ δεν πρόλαβε να προχωρήσει πέρα από μερικά φιλιά σε μια νυχτερινή συνάντηση στον αυλόγυρο της μητρόπολης της πόλης τους. Δυο μέρες μετά, η μητέρα της Έλενας, αρραβωνιάστηκε με το γιατρό και δυο μήνες μετά, παντρεύτηκε και μετακόμισε στο σπίτι του άντρα της, στο μεγάλο σπίτι με το σιντριβάνι. Δεν ειδωθήκαν ποτέ ξανά. Ο Στέφανος έφυγε για την Αθήνα, τη μέρα του αρραβώνα της, σπούδασε, μεγαλούργησε και εμφανίστηκε ξαφνικά στη μικρή πόλη. Μόλις είδε η μητέρα της ποιον έφερε στο σπίτι να τη ζητήσει, κατάλαβε ότι όλες οι ετοιμασίες της πήγαν στράφι. Θύμωσε, έγινε καυστική, είρων, φώναξε, έκλαψε, τέλος, έδιωξε και τους δυο και της είπε πως μόνο αν δεν ξαναδεί αυτόν τον άνθρωπο θα τη δεχτεί στο σπίτι.
Το σοκ της Έλενας ήταν μεγάλο. Δεν είχε υποψιαστεί ποτέ ότι η μαμά της μπορεί να είχε κάποιο παρελθόν ερωτικό πριν τον πατέρα της. Ο Στέφανος της εξήγησε τι είχε συμβεί τότε. Είχε ήδη προγραμματίσει να φύγει για σπουδές. Είχε γυρίσει από φαντάρος, είχε συνεννοηθεί με τον πατέρα του και μέχρι να έρθει ο Σεπτέμβριος, να ξεκινήσει το πανεπιστήμιο, ήθελε λίγο σασπένς στη ζωή του. Η μητέρα της ήταν χαριτωμένη και ελεύθερη. Είχε άνεση να το σκάσει μέσα στη νύχτα, κλείσανε το ραντεβού. Μετά έφυγε. Δεν ήξερε ότι είχε αρραβωνιαστεί. Μετά τις σπουδές, ο Στέφανος έλειψε στο εξωτερικό αρκετά χρόνια. Έφτιαξε περιουσία, γύρισε, άνοιξε ένα μεγάλο αρχιτεκτονικό γραφείο και επέστρεψε είκοσι χρόνια μετά στη γενέτειρά του. Ναι, ήθελε να παντρευτεί μια κοπέλα από τον τόπο του. Αλλά δεν είχε σκοπό να πάρει και μια που να έχει τα χρόνια του τα μισά. Η Έλενα όμως αυτό είχε. Λιγότερα από τα μισά του χρόνια. Την ερωτεύτηκε. Την πολιόρκησε, την κέρδισε και πίστευε ότι θα την τιμούσε η πρότασή του. Η Έλενα ήταν και εκείνη ερωτευμένη μαζί του. Τον κοίταξε. Του έσφιξε το χέρι και σηκώθηκε και τον τράβηξε μαζί της προς το σταθμό των λεωφορείων.
-Πάμε, του είπε. Φεύγουμε και δεν ξαναγυρνάμε ποτέ εδώ.
Και έφυγαν. Παντρεύτηκαν σε ένα εξωκλήσι έξω από την Αθήνα. Έκαναν δυο παιδιά. Έζησαν αγαπημένοι και μονιασμένοι πολλά χρόνια. Μέχρι που πριν δυο χρόνια ο Στέφανος αρρώστησε και πέθανε. Ήταν εβδομήντα χρονών. Η Έλενα μόνο σαράντα οκτώ και χήρα. Με δυο παιδιά που είχαν ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα τους. Ο ένας πολιτικός μηχανικός και ο μικρός αρχιτέκτων. Με κοινή πορεία και καριέρες. Αγαπημένα. Τα κοίταζε και τα καμάρωνε.
Δεν ήρθαν μαζί της στη μικρή πόλη. Δεν ήθελαν καμιά σχέση με τους παππούδες που τα αγνοούσαν σε όλη τους τη ζωή…
Και ξαφνικά βλέπει μπροστά της μια φωτογραφία.
Μια μικρή ξεθωριασμένη φωτογραφία, με την ίδια, νύφη. Μια φωτογραφία που τη δείχνει να κοιτά ευτυχισμένη τον άντρα της. Μια φωτογραφία στο κομοδίνο της μητέρας της που την έβλεπε πριν κοιμηθεί και μόλις ξυπνούσε.
Πήρε τη φωτογραφία στα χέρια της. Γύρισε και κοίταξε τον πατέρα της.
-Μα πως…
-Άνοιξε τα συρτάρια της, της είπε. Και έφυγε.
Άνοιξε τα συρτάρια της. Το πρώτο πάνω πάνω, είχε μόνο άλμπουμ. Τα άνοιξε. Ήταν η Έλενα. Μόνη της. Με το στέφανο. Έγκυος. Με το μωρό. Ξανά έγκυος. Με τα δυο παιδιά. Η Έλενα στα μαγαζιά. Η Έλενα να κάνει μαθήματα οδήγησης. Η Έλενα να οδηγεί. Γεμάτο μικρά άλμπουμ το πρώτο συρτάρι. Με όλη της τη ζωή σε μικρά καρέ των 11x13.
Το δεύτερο είχε τετράδια. Και το τρίτο. Και το τέταρτο. Πολλά τετράδια. Με αριθμούς απ’ έξω. Ογδόντα επτά, ογδόντα οκτώ, ογδόντα εννέα, ενενήντα. Τα ξεφύλλισε. Όλα είχαν γραμμένα στις σελίδες τους, γράμματα. Γράμματα για την Έλενα. Και όλα άρχιζαν με την ίδια φράση,
«Αγαπημένο μου κοριτσάκι…». Όλα γραμμένα από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Κοίταξε τα νούμερα. Πήρε το τελευταίο. Αυτό είχε μόνο ένα γράμμα γραμμένο.
Και άρχιζε και αυτό με το «Αγαπημένο μου κοριτσάκι…»
Κάτι έσπασε στην ατσαλάκωτη εικόνα της Έλενας. Όλα αυτά τα κλάματα που είχαν κουραστεί να κυλούν κοντά τριάντα χρόνια πριν, ξαναεμφανίστηκαν. Χάλασαν το τέλειο μακιγιάζ της, χάλασαν το άψογο σινιόν της. Δάκρυα έτρεχαν πάνω στο τετράδιο και μουτζούρωναν τα γράμματα που η μητέρα της έγραφε τριάντα χρόνια τώρα. Τριάντα χρόνια όσα δεν της είπε δια ζώσης, τα έγραφε. Τριάντα χρόνια έβλεπε τα εγγόνια της κρυφά, όταν μια φορά την εβδομάδα πήγαινε στην Αθήνα και την παρακολουθούσε από μακριά. Τριάντα χρόνια λαχταρούσε μαζί της χωρίς να της πει μια κουβέντα. Χαιρόταν μαζί της, έκλαιγε μαζί της, χωρίς να ξέρει τίποτα η Έλενα. Νόμιζε ότι η Έλενα δεν την ήθελε. Και η Έλενα νόμιζε ότι δεν την συγχώρεσε η μητέρα της.
Μετά από ώρες, μάζεψε τα τετράδια όλα. Τα έβαλε στη σειρά.
Κατέβηκε στο σαλόνι και είδε ακόμα κόσμο.
-Μπαμπά, μήπως έχεις μια τσάντα;
-Τι τη θες, κόρη μου;
-Να βάλω κάτι μέσα, πολύ ακριβό. Κάτι πολύτιμο για μένα. Ενενήντα πολύτιμα αντικείμενα, είπε και έβαλε τα κλάματα ξανά.
Και ο πατέρας της την έκλεισε στην αγκαλιά του. Την πρώτη αγκαλιά μετά από τριάντα χρόνια!
Ακούμε τη θυσία του Michael Nyman...
Ρία μου, τι να πω και εγώ τώρα; Με έχουν πάρει τα κλάματα! Ελπίζω η ιστορία σου του λογοτεχνικού Σαββάτου να μην είναι αυτοβιογραφική. Η αγάπη μεταξύ γονιών και παιδιών είναι ο,τι πιο πολύτιμο και τίποτε δεν πρέπει να στέκεται εμπόδιο. Σε φιλώ
ΑπάντησηΔιαγραφήαυτή είναι η Ρία που ξέρω κι αγαπώ, καταπληκτική η ιστορία σου, μπράβο σου κορίτσι μου με συγκίνησες πραγματικά, φιλιά πολλά
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατερίνα
ΑπάντησηΔιαγραφήόχι κατερινάκι μου, δεν είναι αυτοβιογραφικό. απλά το σκέφτηκα όταν είδα τον τίτλο της προκλησης λογοτεχνικό σάββατο...
ευχαριστώ.
BLUEPRINTS
ΑπάντησηΔιαγραφήσε ευχαριστώ γιάννη μου!
εισαι πολύ καλός μαζί μου!
θενκς...
Και τα παιδάκια μου μου ρωτάνε τώρα, μαμά γιατί κλάις;
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχεις δίκιο, ήξερα ότι θα μου αρέσει, μου το είπες!
Είναι όμορφο κείμενο, πολύ όμορφο...
Ένα φιλί και μια αγκαλιά.
πολύ τρυφερό Ρία μου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠιάσε την πένα λέμε.....καλό ΣΚ...Ria μου..
ΑπάντησηΔιαγραφήVerónica Marsá
ΑπάντησηΔιαγραφήόχι και να κλάψεις βερονικούλα, όχι και να κλαίς μπροστά στα παιδιά!
χαίρομαι όμως, που σε άγγιξε!
ευχαριστώ φιλενάδα. υπέροχο τίτλο διάλεξες για αυτό το σάββατο!
Dark13Sun
ΑπάντησηΔιαγραφήχαίρομαι που σου άρεσε, φίλε μου!
mia
ΑπάντησηΔιαγραφήαν δεν είναι πένα και είναι πληκτρολόγιο, πειράζει;;;
Ρία καιρό είχα να διαβάσω μια τόσο όμορφη ιστορία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓράφε πιο συχνά βρε φιλενάδα!!!
ΠΑΥΛΟΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήχαίρομαι που σου άρεσε παύλο μου!
δώσε τίτλο και εγώ θα γράφω. αν με εμπνέει ο τίτλος, παπάδες φτιάχνω!
ευχαριστώ πολύ.
Ασ το διάτανο Ρια είμαι που είμαι σκατά με αποτελείωσες...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ συγκινητικό το διήγημά σου μπλάνταξα στο κλάμα εχεις αγάπη μου ταλέντο...
σ ευχαριστώ και σε φιλώ φιλενάδα
ΦΟΥΛΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστώ φούλη.
ξέρω ότι στενοχωρήθηκες, αλλά αν αγγίζουν αυτά που γράφεις, τότε τα γράφεις καλά. ευχαριστώ πολύ. συγνώμη που σε έκανα να κλάψεις.
Με πέθανες νυχτιάτικα φιλενάδα, υπέροχο! Πιο ωραίο απ το προφιτερόλ μου που μόλις τίμησα. πρέπει να είναι απ τα ομορφότερα κείμενά σου... καλό βράδυ
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστώ αγαπημένε μου τρέμενς. είσαι πολύ γλυκός σαν τα προφιτερόλ σου!
ΔιαγραφήΑχ βρε Ρία μου...
ΑπάντησηΔιαγραφήπόσες φορες όμως αλήθεια δεν αφήνουμε να συμβεί αυτό...και να πάνε τόσα χρονια χαμένα...πάω να κάνω παρέα της Φούλης!!!...
να υποθέσω ότι σου άρεσε έλενά μου; δε χρειάζονται κλάμματα, της φαντασίας μου είναι!
Διαγραφήπάντως ευχαριστώ έλενα!
Μπράβο σου! Πάρα πολύ ωραία ιστορία και ωραία δοσμένη! Και ότι είναι από την φαντασία σου δίνει ακόμα περισσότερη αξία!
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστώ δημήτρη. χαίρομαι που σου άρεσε και δεν έβαλες και συ τα κλάματα! ευχαριστώ πολύ! τι κάνει η μαργαριτα; έχετε ακόμα χιόνια εκεί;
ΔιαγραφήEαν μικρο :) μοναχα...
ΑπάντησηΔιαγραφή;;;;;;;;;;;
ΔιαγραφήΟχι δεν θα κλάψω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνα φιλί μόνο να σου στείλω..
και πολύ καλά θα κάνεις και δε θα κλάψεις!
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν το έγραψα για να κλάψει κανείς. το έγραψα για να δείξω πως τα πολύτιμα αντικείμενα δεν είναι μόνο οτι έχει χρηματική αξία αλλά και πράγματα που μερικές φορές δεν είναι καν απτά. όπως τα λόγια μιας μάνας που ποτέ δεν είπε γιατί δεν είχε την ευκαιρία. έστω και αν έχεις τα τετράδια που τα έγραψε, το πιο πιθανό είναι να νιώσεις χίλιες φορές περισσότερο την έλλειψη.
E! καλά... δεν σταματας να με εκπλήττεις!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήκοριτσάρα μου πολυτάλαντη!!!!
και που είσαι ακόμα έλενά μου!
Διαγραφήευχαριστώ πολύ φιλενάδα!
Δεν μπορω να γραψω πολλα! Κατι μ εμποδιζει!
ΑπάντησηΔιαγραφήπου είσαι καλέ κι έχω ανεβάσει τη συνταγή
Διαγραφήliakada
Διαγραφήευχαριστώ φιλενάδα. να είσαι καλά...
tremens
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι τι να την κάνω τη συνταγή αγαπημένε μου; μήπως θα τη φτιάξω. πάντως την είδα την ανάρτηση. περιμένω απλώς το ταπεράκι με τα σου!!!