30 Μαρ 2012
26 Μαρ 2012
ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΙΧΕ ΞΑΝΑΖΗΣΕΙ (ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΑΛΛΑ ΔΕΥΤΕΡΙΑΤΙΚΟ)
Έκλεισε το τηλέφωνο φανερά προβληματισμένη.
Εντάξει, ήταν είκοσι πέντε χρονών. Δεν την είχαν πάρει όμως και τα χρόνια!
Ήταν όμορφη, ήταν μορφωμένη, είχε καλή δουλειά, γιατί στενοχωριόταν;
Ο Σταύρος ήταν σαφής. Ήθελε να τη δει.
Ήξερε τι ήθελε.
Πριν δυο εβδομάδες της είπε ότι είχε ανάγκη να σκεφτεί απερίσπαστος.
Και αυτή το δέχτηκε.
Το είχε ξαναδεί το έργο.
Όταν ο Ανδρέας της είχε πει ότι είχε ανάγκη να μείνει λίγο μόνος του, ένα μήνα μετά, της είπε, ότι ήθελαν να χωρίσουν.
Είχε πονέσει. Τον είχε αγαπήσει. Είχε αφήσει μια πολύ καλή δουλειά για να έρθει μείνει μαζί του στην επαρχιακή πόλη που είχαν μεγαλώσει και οι δυο. Τώρα αυτή είχε το δικό της μαγαζί, ο Ανδρέας είχε παντρευτεί μια άλλη και αυτή τον έβλεπε κάθε μέρα.
Της πήρε τρία χρόνια να ξαναφεθεί. Να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Και ο Σταύρος δε θύμιζε σε τίποτα τον Ανδρέα. Στην εμφάνιση. Γιατί στη συμπεριφορά, ίδιος αποδείχτηκε πως ήταν.
Έτσι και αυτός ξαφνικά θυμήθηκε πως είχε ανάγκη να μείνει μόνος του.
Του είχε δώσει ραντεβού στο μικρό μπαράκι πάνω από τη θάλασσα. Θα στενοχωριόταν που θα στενοχωριόταν, ας ήταν τουλάχιστον με τη συντροφιά της αγαπημένης της θάλασσας.
Οι ώρες περνούσαν και έφτασε το σούρουπο.
Φόρεσε το μαύρο φόρεμα που αντικατόπτριζε τη συναισθηματική της φόρτιση.
Έκλεισε το μαγαζί, κλείδωσε, πέταξε τα κλειδιά στην τσάντα και καβάλησε το παπάκι της να πάει στο σημείο του ραντεβού.
Έφτασε πρώτη. Χαιρέτησε το Μάνο που δεν έλειπε ποτέ από το μπαράκι του, έδωσε την παραγγελία της, και ανέβηκε στον πάνω όροφο. Έπιασε ένα απομακρυσμένο τραπέζι με θέα το απέραντο γαλάζιο που σταδιακά μεταμορφωνόταν σε μαύρο. Σε λίγο το φεγγάρι θα ασήμωνε τη ρυτιδιασμένη επιφάνεια. Και αυτό θα παρηγορούσε την Αγγέλα.
Έφτασε η παραγγελία της. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά και ένιωσε τη βότκα να της καίει το λαιμό. (Καλύτερα να ζαλιστώ λίγο, σκέφτηκε).
Απολάμβανε το καθρέφτισμα του φεγγαριού στη θάλασσα και χάζευε τις βαρκούλες που ανοίγονταν για ψαριά, όταν ένα κατακόκκινο κεφάλι άρχισε να ξεχωρίζει στο πλήθος που περπατούσε στην παραλιακή οδό.
Η Αγγέλα, τον κοιτούσε από ψηλά. Περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες. Με το κεφάλι σκυφτό και με βήματα αργά και διστακτικά.
-(Χμ, άλλο ένα σημάδι για το τι θα μου πει), σκέφτηκε. (Μάλιστα, το έχω ξαναζήσει αυτό…)
Ο Σταύρος έφτασε στο μαγαζί και ανέβηκε πάνω με το ποτό του στο χέρι. Ήπιε μια γερή γουλιά και έσκυψε το κεφάλι.
Η Αγγέλα χαμογέλασε. (Μα πόσο γελοίοι είναι οι άντρες όταν θέλουν να χωρίσουν); είπε μέσα της.
-Λοιπόν, σ’ ακούω, είπε δυνατά.
-Ξέρεις, Αγγέλα, είσαι μια πολύ όμορφη κοπέλα, μορφωμένη, οικονομικά αποκατεστημένη, μη σου πω πετυχημένη…
Η Αγγέλα έπαψε να ακούει, ήξερε τι θα επακολουθούσε. Το ξαναζούσε. Αντί για το Σταύρο, είχε απέναντί της τον Ανδρέα.
…εγώ πάλι, είμαι ακόμα αδημιούργητος. Και ενώ εσύ είσαι τόσο καλή μαζί μου, εγώ θεωρώ ότι δε θα ήταν σωστό να σε εγκλωβίσω τόσα χρόνια με ένα χαρακτήρα σαν το δικό μου. Σου αξίζει κάτι καλύτερο. Κάτι που θα μπορέσει να σου προσφέρει ότι εγώ δεν είμαι σε θέση. (Τι χαζομάρες λένε οι άντρες όταν θέλουν να χωρίσουν!)
Η εικόνα του Ανδρέα έφυγε από τα μάτια της και είδε το Σταύρο να την κοιτά ερωτηματικά και να περιμένει μια απάντησή της.
-Λοιπόν, τι λες; της είπε φανερά αγχωμένος;
-Τι να πω; είπε η Αγγέλα. Συμφωνώ. (Δηλαδή, τι να κάνει; να μη συμφωνήσει; ο άνθρωπος ήθελε να χωρίσει, αυτή πως θα τον κρατούσε; με το ζόρι;)
Και ενώ σκεφτόταν αυτά, βλέπει το Σταύρο να γονατίζει μπροστά της και να της τείνει ένα μικρό κουτάκι με ένα δακτυλίδι μέσα.
-Ώπα, ώπα, τι κάνεις;;; τον ρώτησε.
-Τί τί κάνω; αφού συμφωνείς ότι πρέπει να προχωρήσουμε μαζί σε άλλη φάση τη ζωή μας, σου κάνω πρόταση γάμου!
-Μισό λεπτό, δεν ήθελες να μου πεις ότι χωρίζουμε;
-Ρε Αγγέλα, τόση ώρα μίλαγα, δεν πρόσεξες ούτε μια λέξη από όσα σου είπα;
-Τι να προσέξω, αφού ξεκίνησες, ότι είμαι όμορφη, μορφωμένη, οικονομικά ανεξάρτητη, νόμιζα ότι θα μου έλεγες ότι εσύ δε μου αξίζεις και ότι θα έπρεπε να χωρίσουμε για το δικό μου καλό.
-Ναι, είπε γονατισμένος ακόμα ο Σταύρος, να τα ξαναπώ αλλά σε παρακαλώ πρόσεχέ με τώρα…
… ναι είσαι πολύ όμορφη, ναι είσαι μορφωμένη, να είσαι πολύ επιτυχημένη ως επαγγελματίας, και ναι εγώ είμαι δύστροπος, και απότομος, και μερικές φορές δε δίνω σημασία σε ότι θα άρεσε να ακούει μια κοπέλα να της σχολιάζει ο σύντροφός της, αλλά αυτές οι δυο εβδομάδες με έκαναν να καταλάβω, ότι έχεις ομορφύνει τη ζωή μου τόσο πολύ που αν σε έχανα θα ήμουν τρομερά δυστυχισμένος και θέλω η σχέση που ένα χρόνο τώρα έχουμε… θέλω… να περάσει στο επόμενο στάδιο. Εκεί εσύ είπες ότι συμφωνείς…
-Και βέβαια συμφωνώ. Απλά νόμιζα άλλα πράγματα και επέλεξα να μην είμαι εδώ όσο θα μου έλεγες να χωρίσουμε. Και αφού δε θες να χωρίσουμε, δέχομαι και το δακτυλίδι, λέω ναι στο γάμο που μου προτείνεις, και τώρα μπορείς να σηκωθείς, γιατί αισθάνομαι λίγο γελοία;;;
Είπε η Αγγέλα και έβαλε τα γέλια καθώς ο Σταύρος την αγκάλιαζε και τη σήκωνε φέρνοντας τη γύρω γύρω!!!
Τελικά, αυτό δεν το είχε ξαναζήσει… και αυτό ήταν πολύ πολύ καλύτερο από αυτό που νόμιζε ότι θα ξαναζούσε!
(χάπυ εντ δε θέλατε; το έγραψα!)
Ετικέτες
λογοτεχνικό σάββατο
24 Μαρ 2012
ΑΝΑΔΡΟΜΟΣ ΕΡΜΗΣ;;;
Από την Παρασκευή το μεσημέρι έχω οπτικές ημικρανίες και σήμερα εδώ και μερικές ώρες έχω κανονικότατη ημικρανία. Με ισχυρό πονοκέφαλο, με φωτοφοβία, με ναυτία και τα χάλια μου τα μαύρα. Έχω πάρει χούφτες τα φάρμακα, αλλά η ρουφιάνα επιμένει...
Στενοχωρέθηκα πολύ που η Ιρις γέννησε νεκρά τα σκυλάκια. Την άκουγα στο τηλέφωνο να κλαίει και από εκείνη την ώρα είμαι χάλια.
Λυπάμαι που δε συμμετείχα στο λογοτεχνικό Σάββατο της Βερόνικας, αλλά δε μου το επιτρέπει η κατάστασή μου.
Θα επανορθώσω μόλις συνέλθω.
20 Μαρ 2012
ΑΝΤΕ ΠΕΣ ΤΕ ΜΟΥ ΕΣΕΙΣ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ...
Εγώ θα αναφέρω τα γεγονότα. Θα προσπαθήσω να μην πάρω θέση, γιατί σε τέτοια περίπτωση, όταν πάω στα πάτρια εδάφη, θα γίνει της πουτάνας και δεν κάνει. Είμαι και κυρία!
Το 2002 πέθανε ο άντρας της από λέμφωμα στομάχου. Το 2003 η κόρη της παθαίνει λέμφωμα Hodgking. Κάνει χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες και ιάται προσωρινά. Το 2004 τα Χριστούγεννα στις εξετάσεις ρουτίνας διαπιστώνονται στο πνεύμονά της κάτι οζίδια μεγέθους φακής. Το Μάρτιο του 2005 η επανεξέταση διαπιστώνει ότι οι φακές είναι πορτοκάλια σε μέγεθος. Η βιοψία δείχνει σάρκωμα Ewing. Νέος κύκλος χημειοθεραπειών και θάνατος τα Χριστούγεννα του 2005.
Το καλοκαίρι του 2006, ο γιος της, της σκάει το παραμύθι ότι η κοπέλα του είναι έγκυος αλλά του το είπε ενώ είναι πέραν των τριών μηνών. Καλός μαλάκας και αυτός.
Και το Νοέμβριο του ίδιου έτους γίνεται ο γάμος με όλα τα δέοντα. Κλαρίνα, δώρα, όλα τα σόγια καλεσμένα. Χωρίς να έχει κλείσει χρόνο που πέθανε το κορίτσι της, πήγε η χαροκαμένη στο γάμο του γιου της. Όπως έλεγε και λέει και η ίδια, δικός της ο πόνος, δική της και η χαρά.
Φεύγει από το σπίτι που έμενε, για να μείνουν οι νιόπαντροι. Αυτή μετακομίζει με όλο τον οικιακό της εξοπλισμό στο χωριό. Αγοράζει καινούργιο οικιακό εξοπλισμό, έπιπλα, ηλεκτρικά είδη, πληρώνει το γαμήλιο ταξίδι. Στο χωριό, για να συμπληρώνει το εισόδημά της, νοικιάζει τέσσερα δωμάτια που έχει ως παραδοσιακό ξενώνα. Τα είχαν φτιάξει με το μακαρίτη τον άντρα της για να έχει εισόδημα η κόρη της.
Παραιτείται από τα ενοίκια δυο διαμερισμάτων στην Καρδίτσα για να ενισχύσει το εισόδημα του γιου της που θα έχει και ένα μικρό παιδί.
Κατεβαίνει στην Καρδίτσα ένα πρωί, κάνει τις δουλειές της και πάει στο σπίτι του γιου της, που εν τω μεταξύ έχει δυο αγοράκια, να δει τα εγγόνια της. Χτυπάει το κουδούνι, παρότι έχει κλειδί, δεν της ανοίγει κανείς και πάει στην κουνιάδα της που μένει δίπλα. Κάθονται στον κήπο. Σε μισή ώρα έρχεται ο γιος της.
-Μαμά γιατί δεν πάς σπίτι;
-Χτύπησα παιδί μου, δε μου άνοιξε κανείς, νόμιζα ότι λείπατε.
-Μα η Βάσω μέσα είναι.
-Όχι αγόρι μου χτύπησα.
Τελικά μέσα ήταν. Η δικαιολογία που δεν άνοιξε ήταν ότι δεν είχε ειδοποιήσει ότι θα έρθει η πεθερά της και δεν της άνοιξε για να την εκπαιδεύσει!
Σημειωτέον, ότι όλα τα έξοδα του γάμου, των γεννήσεων, των βαφτίσεων και των εορτών, τα τραβούσε η χήρα. Στο γάμο, τις γεννήσεις, τις βαφτίσεις, τις εορτές, εγώ πήγαινα και αγόραζα ότι πιο κομψό και ακριβό έβρισκα από κοσμήματα για τη νύφη της.
Πριν λίγες μέρες, πήγε στο σπίτι του παιδιού της στις πέντε το απόγευμα γιατί την άλλη μέρα το πρωί θα περνούσαν στα διαμερίσματα αέριο και έπρεπε να είναι εκεί στις εφτά το πρωί, αλλά το λεωφορείο θα έφτανε στην Καρδίτσα στις 8 και το ταξί ήθελε 50 ευρώ. Πήγε λοιπόν, από την προηγουμένη. Χτυπάει το κουδούνι, της ανοίγει η νύφη, δεν την περνά μέσα. Έξω χιόνιζε. Και τη ρωτάει γιατί δεν τηλεφώνησε που θα πήγαινε και ήρθε έτσι ξαφνικά. Ο γιος ακούει, φωνάζει τη μάνα του μέσα, βάζει μια φωνή στη σύζυγο, και ρίχνει και κάτι χριστοπαναγίες.
-Μην τσακώνεστε αγόρι μου, λέει η μάνα, θα φύγω.
-Στο διάολο να πας, αποκρίνεται η νύφη.
Το ακούει ο γιος, ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε. Τηλεφωνεί ο μαλάκας στα πεθερικά του. Έρχονται αυτοί εκεί. Και τους ρωτά αν τους έδιωξε ποτέ αυτός από το σπίτι του, αν τους διαολόστειλε, αν τους ζήτησε να τηλεφωνήσουν πριν έρθουν που η κόρη τους, έτσι φέρεται στη μάνα του που δεν έχει άλλον στον κόσμο εκτός από αυτόν! Κρίση εξυπνάδας είχε εκείνη τη στιγμή ο μαχλέπας!
-Τι πρόβλημα έχεις κορίτσι μου, μαζί μου και δε με θες στο σπίτι σου;
-Με κοιτάς με τα πούστικα τα μάτια σου! Απαντά η νύφη. Μπροστά στους γονείς της που δεν είπαν τίποτα. Μυαλοφυγόδικοι και αυτοί!
Παίρνει την τσάντα της και φεύγει. Και της φωνάζει από το σπίτι η νύφη:
-Και τα κοσμήματα που μου έκανες κατά καιρούς, δε μου τα έδωσες με την καρδιά σου και γι αυτό τα έδωσα στη μάνα μου και την αδερφή μου.
Και η ηλίθια η θεία μου, δεν τα ζήτησε πίσω!
Πήγε στο χωριό με ταξί, παρότι ο γιος της την κυνηγούσε. Δεν ξαναπήγε σπίτι. Η πίεσή της χτυπά συνεχώς 20άρια. Και εγώ την ακούω και δεν υπάρχει τρόπος να την παρηγορήσω.
Πες τε μου τώρα εσείς, τι πρέπει να κάνει αυτή η γυναίκα. Εγώ της είπα, διώξε τους από το σπίτι σου. Πάρε τα ενοίκια εσύ, αφού δε σε αφήνει να βλέπεις τα εγγόνια σου, δε σε αφήνει να τηλεφωνείς στο σπίτι, δεν αφήνει το γιο σου να έρχεται να σε βλέπει, κάνε τη ζωή σου όπως ήταν πριν τη βάλεις στη ζωή σου. Θα καταλάβει τουλάχιστον πόσο τους βοηθούσες και ίσως αλλάξει τακτική. Δεν μπορώ Ρία μου, γιατί είναι το παιδί μου το μοναδικό πολύτιμο πράγμα που μου έμεινε στον κόσμο. Εκτός από αυτό το παιδί, δεν έχω τίποτα άλλο!
Μόνο που το ξέπλυμα, που ήθελε μονόπετρο διαμάντι, για την πρόταση γάμου, δεν το καταλαβαίνει ότι αυτή η μάνα έχει μόνο αυτό το παιδί. Μη χέσω. Είχε και στο πλιθόκτιστο σπίτι της στο καραγκουνοχώρι της μονόπετρο με διαμάντι!
Ήμουν μπροστά το καλοκαίρι που έγινε το εξής περιστατικό: υποτίθεται πως μας έκανε το τραπέζι. Νερόβραστα μακαρόνια χωρίς τίποτα άλλο. Εγώ ζήτησα κέτσαπ. Ήταν και άβραστα. Κόλπο για να μην πηγαίνουμε σπίτι της ήταν, αλλά στην Τατιάνα Τατιανές δεν πιάνουν. Ρε Βάσω, πως τα έκαψες, αφού είναι άβραστα, της λέω. Δεν πειράζει, θα τα φάει ο γιος της, σάματις η μάνα του στον κόρυθρο δεν τον έβαζε και έτρωγε; Ο κόρυθρος είναι το ξύλο που έχει γούρνα στη μέση και βάζουν τα σκουπίδια για να τα τρώνε τα γουρούνια. Εγώ δεν την ήξερα αυτή τη φράση, η ίδια μου την εξήγησε. Πήγα να δώσω έκταση στο θέμα, για να μη λέει ότι η θεια μου τον είχε σα ζώο τον ξάδερφό μου, όταν όλοι ξέραμε πόση αδυναμία του είχε, ακόμα και στις μεταθέσεις του θείου μου που ήταν και αυτός αξιωματικός της αεροπορίας, όλα τα πράγματα επαναξιολογούνταν αν θα τα έπαιρναν στις μεταθέσεις, του ξαδέρφου μου ακόμα και οι μαλακίες ταξίδευαν παντού για να μην του λείπει τίποτα και για να μην διακρίνει αλλαγές στο περιβάλλον. Η θεία μου με κλώτσησε κάτω από το τραπέζι, οπότε το μόνο που είπα, ήταν: δεν είδα να μη σε θαμπώσει εσένα και τον ερωτευτείς!
Σιγά μην τον ερωτεύτηκε. Το οικονομικό στάτους του, του βρήκε. Καμιά 100 στρέμματα, τρία σπίτια στην Καρδίτσα, ένα εξοχικό στη λίμνη πλαστήρα, τέσσερα ενοικιαζόμενα δωμάτια με παραδοσιακή αρχιτεκτονική και διακόσμηση. Και φυσικά η θεια μου του αγόρασε και ένα μαγαζί στην Καρδίτσα για να έχει μεθαύριο δικό του φωτογραφείο.
Αυτά είδε και τον ερωτεύθηκε όχι τη χάρη του. Και τον βρήκε και μαχλέπα και τον κάνει και ότι θέλει!
Και μαζί με το μαχλέπα, βασανίζεται και η θεία μου που δεν μπορεί να πάρει αγκαλιά τα εγγόνια της, δεν μπορεί να τα δει όποτε θέλει, δεν της επιτρέπει να τηλεφωνεί στο σπίτι για να μιλάει με το γιο της. Οπότε, του τηλεφωνεί η θεία κάθε πρωί κατά τις δέκα που ο γιος είναι στη δουλειά του και μόνο στο κινητό του.
Κατά τα άλλα, έχει γιο, νύφη και δυο εγγόνια. Άντε να την παρηγορήσεις μετά!
Πες τε μου εσείς τις σκέψεις σας, χαρακτηρίστε την εσείς, δώστε μια ιδέα τι να της πω της θείας μου, τι θα κάνατε εσείς στη θέση της θείας μου; Περιμένω τα σχόλιά σας.
Ετικέτες
πραγματικότητα
17 Μαρ 2012
ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ (ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΑΒΒΑΤΟ)
Παρασκευή. Όπως κάθε Παρασκευή, είχε το καθορισμένο πρόγραμμά του. Βγήκε από το γραφείο του βιαστικά. Δε θα έβρισκε να παρκάρει. Καλύτερα να πάρει ταξί.
Τυλίχτηκε πιο καλά στην καπαρντίνα του και στάθηκε στην άκρη του δρόμου να βρει ένα ταξί. Σε μερικά λεπτά αργότερα κάποιος ταξιτζής, εδέησε να σταματήσει. Άνοιξε την πόρτα και έβαλε πρώτα το χαρτοφύλακα στη θέση και μετά μπήκε και αυτός. Έδωσε τη διεύθυνση και κάθισε αναπαυτικά. Παρακολουθούσε τα κτήρια να διαδέχονται το ένα το άλλο.
Χαμογέλασε. Κάθε Παρασκευή πήγαινε μαζί της κινηματογράφο. Κάθε Παρασκευή. Διάλεγε εκείνη την ταινία. Αυτός έβγαζε τα εισιτήρια μέχρι να αποφασίσει αυτή αν ήθελε κάτι από την καντίνα του κινηματογράφου. Μετά αυτός έπαιρνε τα ποπ κορν και τις κόκα κόλες και ψάχνανε τις θέσεις τους. Βλέπανε την ταινία, την πήγαινε σπίτι της με το ταξί και δε μιλούσαν για την ταινία μέχρι την Κυριακή που θα πήγαινε στο σπίτι της να φάνε μαζί.
Είχε καταλήξει να γνωρίζει όλες τις ταινίες που είχαν παιχτεί στους ελληνικούς κινηματογράφους τα τελευταία χρόνια. Μερικές φορές, τον πήγαινε και σε ταινίες που είχαν γυριστεί πριν τον πόλεμο. Ή σε ταινίες που δυσκολευόταν να παρακολουθήσει. Σε μερικές τον έπαιρνε ο ύπνος. Όπως σε εκείνη του πολωνού σκηνοθέτη που έγινε γνωστός με τις ταινίες με τα χρώματα. Που τον σκουντούσε και γελούσε γιατί ροχάλιζε ελαφρά και γέλαγαν όσοι ήταν δίπλα τους. Πως τον έλεγαν; Κάτι σε -όφσκι. Ανακάθισε, έπρεπε να το θυμηθεί. Μισλόφσκι, βιρσλόφσι, όχι… Κισλόφσκι… ναι, αυτό πρέπει να ήταν Κισλόφσκι. Και εκεί χτύπησε το τηλέφωνό του. Το σήκωσε. Ήταν ο φίλος του ο γιατρός. Πριν λίγες μέρες, αυτή είχε παραπονεθεί για μια εμμένουσα αδιαθεσία. Της επέβαλε να επισκεφτεί το φίλο του που ήταν στρατιωτικός γιατρός. Αυτός την πήγε στο νοσοκομείο που εργαζόταν και μέσα σε μια μέρα, της έκανε ένα σωρό εξετάσεις. Ο Νίκος είχε πάει δυο μέρες μετά και θεώρησε το βιβλιάριό της. Οι εξετάσεις που έκανε σε μια μέρα είχαν ξεπεράσει σε αξία τα 1500 ευρώ. Τι στο καλό της είχε κάνει; Και τώρα ο φίλος του, του τηλεφωνούσε. Είχε πάρει όλες τις απαντήσεις.
Κόντεψε να του πέσει το ακουστικό από το χέρι.
Δεν της έμενε ζωή, ούτε τρεις μήνες.
Τρεις μήνες.
Έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Έκλεισε το τηλέφωνο. Θα του τηλεφωνούσε αργότερα. Είχε φτάσει με το ταξί στον προορισμό του. Αυτή, όπως συνήθως, περίμενε στο πεζοδρόμιο.
Κομψή, με τα καλοχτενισμένα μαλλιά της, χωρίς μακιγιάζ, με τα ασορτί παπούτσια και τσάντα.
Άνοιξε την πόρτα του ταξί και της έκανε χώρο να καθίσει δίπλα του. Αυτήν τον φίλησε και άρχισε χαρούμενα να δίνει οδηγίες για το που βρισκόταν ο κινηματογράφος που θα πήγαιναν.
Ο Νίκος δε μίλαγε. Την κοιτούσε και χαμογελούσε.
Έφτασαν γρήγορα. Πλήρωσε το ταξί και την είδε να βγαίνει άνετα από το ταξί. Μα πως ήταν δυνατόν να είναι άρρωστη; Βγήκε και αυτός, έβγαλε εισιτήρια, την έπιασε από τη μέση και τη ρώτησε όπως κάθε φορά αν θέλει κάτι. Πήρε μόνο μια πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό. Ο Νίκος για να μη χαλάσει τις συνήθειές του και υποψιαστεί αυτή κάτι πήρε μια κόκα κόλα και ένα μεγάλο κουτί ποπ κορν. Βρήκαν τις θέσεις τους και κάθισαν.
Σε λίγο έσβησαν τα φώτα. Και ο Νίκος άφησε το πρόσωπό του να πάρει την έκφραση που ένιωθε. Φοβερή αγωνία. Δεν έπρεπε να καταλάβει κάτι αυτή.
Πως μπορούσε να της το κάνει; Πώς να της πει ότι έχεις καρκίνο του παγκρέατος και ο πόνος στη μέση δεν είναι από τα γηρατειά μητέρα, αλλά από τον καρκίνο σου; Πως μπορούσε να κλείσει αυτήν την υπερδραστήρια γυναίκα σε ένα νοσοκομείο;
Η ταινία είχε αρχίσει. Μια ελαφριά κωμωδία καταστάσεων, έτσι του την είχε περιγράψει στο ταξί. Ο ήλιος έλαμπε στην οθόνη και η μαυρίλα στην ψυχή του. Γέλια στην αίθουσα, κλάματα στο μυαλό του.
Της έπιασε το χέρι. Χρόνια είχε να το κάνει αυτό. Ήταν σαράντα χρονών άντρας. Αλλά από μικρό παιδί, από τότε που ο πατέρας του τους άφησε, κάθε Παρασκευή πήγαινε με τη μητέρα του κινηματογράφο. Όταν έφυγε για σπουδές σε άλλη πόλη, κάθε φορά που ερχόταν, τις παρασκευές τις είχε αφιερωμένες στη γυναίκα που δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ πάνω από μια ραπτομηχανή για να μην του λείψει τίποτα.
Όταν πήρε το πτυχίο του και άρχισε την πρακτική του, ξεκίνησαν τα φλερτ και οι κινηματογραφικές παρασκευές άρχισαν να είναι σπάνιες. Μετά έφυγε για μεταπτυχιακό στην Αμερική. Εκεί ένιωσε πόσο του έλειπε η ακάματη μητέρα που σκυμμένη πάνω από τη μηχανή της του έστελνε τακτικότατα το ποσό που χρειαζόταν και μερικές φορές πολύ περισσότερα από όσα είχε ανάγκη.
Και γύρισε. Και βρήκε μια πολύ καλοπληρωμένη εργασία. Και της ζήτησε να σταματήσει να δουλεύει. Και αυτή αρνήθηκε. Είχε κάνει τα κουμάντα της.
Στην οθόνη, ένα νεαρό ζευγάρι τσακωνόταν, έσπαγε πράγματα και φώναζε να τρομοκρατήσει ο ένας τον άλλο. Έτσι τσακώνονταν και αυτός με τη μητέρα του όταν της ζήτησε να έρθει να μείνει στα βόρεια προάστια στο σπίτι που αγόρασε αυτός. Αλλά αυτή δεν ήθελε. Δεν ήθελε να του είναι βάρος. Ήθελε να είναι εκεί που μεγάλωσε. Εκεί που τόσα χρόνια την ήξεραν και ήξερε τους πάντες. Φώναξε ο Νίκος, έσπασε δυο σταχτοδοχεία και ένα βάζο όταν τράβηξε από τα νεύρα του το τραπεζομάντηλο στην τραπεζαρία. Παρακάλεσε, ικέτευσε, ανένδοτη αυτή.
Το ζευγάρι είχε φιλιώσει στο λευκό πανί και ένας στεναγμός ανακούφισης ακούστηκε από το κοινό. Αναστέναξε και αυτός. Όχι όμως από ανακούφιση. Έσκυψε και έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο της μητέρας του που παρακολουθούσε συνεπαρμένη και χαμογελώντας. Αυτή γύρισε και του χάιδεψε το μάγουλο.
-Αγόρι μου… του είπε και ξαναγύρισε στην οθόνη.
Πώς να την στείλει για εγχείρηση και μετεγχειρητικούς πόνους; Πώς να τη γεμίσει σωληνάκια που θα την κάνουν να υποφέρει; Πώς να την υποβάλλει σε χημειοθεραπεία, με όλες τις επιπλοκές όταν στην καλύτερη περίπτωση, δε θα θεραπευόταν παρά θα παρέτεινε τη ζωή της μόνο για λίγο και αυτό με εμμέτους, ναυτία, διάρροιες, ζαλάδα και πόνους;
Πως όμως να την αφήσει και έτσι; Ήδη ο καρκίνος της είχε κάνει μεταστάσεις. Γύρισε και την κοίταξε. Αυτή σα να ένιωσε τη ματιά του γύρισε και τον είδε. Του χαμογέλασε και αναστέναξε…
Γύρισαν και οι δυο στην οθόνη. Θυμόταν πως ένα καλοκαίρι, το πρώτο μετά που ο πατέρας του έφυγε και δεν τον ξαναείδαν, η μητέρα του τον πήγε στο νησί από το οποίο καταγόταν. Θυμήθηκε πόσο διαφορετική ήταν εκείνο το καλοκαίρι. Πως για τις δέκα μέρες που έμειναν στο πατρικό της, δεν έραβε. Πως δεν ήταν σκυμμένη πάνω από μια ραπτομηχανή αλλά πήγαινε μαζί του όλη μέρα στη θάλασσα. Πως καθάριζε το σπίτι το σούρουπο που αυτός αποκαμωμένος από τον ήλιο και την κούραση έπεφτε ξερός στο στενό μπαουλοντιβανο και αυτή μαγείρευε και σκούπιζε την άμμο. Πως ήταν η μοναδική φορά που την είχε δει ξέγνοιαστη.
Η ταινία είχε διάλειμμα. Άναψαν τα φώτα. Την έπιασε από τους ώμους.
-Αγόρι μου, γιατί δεν τρως τα ποπ κορν; Δεν είναι ωραία; Και πήρε ένα στο χέρι της. Το λεπτό ντελικάτο χέρι της που είχε κατατρυπηθεί από τις καρφίτσες όλα αυτά τα χρόνια. Της πήρε το χέρι. Φορούσε το δακτυλίδι που της έκανε δώρο με τον πρώτο μισθό του ως εκπαιδευόμενος μόλις πήρε το πτυχίο του. Ένα φτηνό δακτυλίδι, χρυσό, που ποτέ δεκαοχτώ χρόνια τώρα, δεν έβγαλε από το χέρι της.
Της φίλησε το χέρι. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Της χαμογέλασε. Τη ρώτησε για την υγεία της. Αυτή άρχισε να μιλάει για την ταινία. Για το πόσο καλές κριτικές έγραφαν τα περιοδικά για αυτήν. Για τους ηθοποιούς. Για το ίσως να είναι υποψήφια για όσκαρ.
Ο Νίκος δεν την άκουγε. Κοίταγε τα μεγάλα μάτια της. Τις ρυτίδες που τα στεφάνωναν. Κοίταγε τα μαλλιά της. Πόσο είχαν ασπρίσει όλα αυτά τα χρόνια! Δεν τα έβαφε. Αλλά πάντα ήταν τόσο καλοχτενισμένα. Και τα έπιανε στα πλάγια με δυο διάφανα χτενάκια για να μην μπαίνουν στα μάτια της όταν έσκυβε να ράψει.
Τα φώτα έσβησαν ξανά.
Σταμάτησε να μιλά η μητέρα του και απορροφήθηκε από την ταινία. Ο Νίκος ήθελε να μιλήσει. Να της πει όσα δεν είχε πει όλα αυτά τα χρόνια. Να την ευχαριστήσει που στάθηκε βράχος για αυτόν. Και μάνα και δυο φορές πατέρας. Να της εκφράσει με λόγια το θαυμασμό του που ποτέ δεν παραπονέθηκε για κάτι. Ακόμα και όταν έβλεπε πως η δουλειές της δεν ήταν όπως πρώτα. Που δεν του στέρησε ποτέ τίποτα. Να της πει πόσο την αγαπούσε. Ούτε αυτό της το είπε ποτέ. Δεν της είπε ποτέ, πως έκανε πως κοιμόταν για να νιώσει το χάδι της πριν πέσει και αυτή για ύπνο. Πως δεν ένοιωσε ποτέ αδύναμος, γιατί ήξερε πως αυτή ήταν δίπλα του. Να της πει πως από αυτή έμαθε να αντλεί δύναμη για την καθημερινότητα. Να την αγκαλιάσει σφιχτά όπως έκανε αυτή όταν ήταν αυτός μικρός.
Να τη νοιώθει δίπλα του έστω και αν ήταν σε άλλη ήπειρο. Όπως τότε στην Αμερική. Πως θα ζούσε χωρίς αυτήν; Πως; Ήταν η ρίζα του. Ήταν η μητέρα του. Ήταν ο κόσμος του. Ποιος θα τον αποκαλεί «αγόρι μου» με τόση τρυφερότητα και αγάπη; Ποιος θα τον ρωτάει αν έφαγε; Αν είναι καλά ντυμένος; Ήταν σαράντα χρονών και ακόμα τον ρωτούσε κάθε βράδυ που μιλούσαν στο τηλέφωνο, αν έφαγε καλά, αν ντύνεται καλά, αν έπλυνε τα δόντια του πριν ξαπλώσει…
Η ταινία κόντευε να τελειώσει και το ζευγάρι βρισκόταν σε ένα ειδυλλιακό ηλιοβασίλεμα. Κάπως έτσι φανταζόταν και ο Νίκος το τέλος της μητέρας του. Σε βαθειά γεράματα. Αλλά δεν ήταν ούτε εξήντα καλά καλά. Δεν είχε χαρεί εγγόνια. Δεν είχε απολαύσει άνετα πράγματα στη ζωή της. Ο Νίκος της ανακαίνισε το σπίτι αφού τελικά δέχτηκε τουλάχιστον αυτό, μιας και δεν πήγαινε στο Ψυχικό που έμενε ο γιος της. Της είχε πάρει φούρνο μικροκυμάτων, δεν ήταν σίγουρος αν τον χρησιμοποίησε ποτέ. Της είχε πάρει ένα σωρό πράγματα που θα μπορούσαν να κάνουν τη ζωή της πιο εύκολη. Αλλά αυτή, όταν ο Νίκος πήγαινε κάθε Κυριακή μεσημέρι να φάνε, του έφτιαχνε τον καφέ του στο μικρό γκαζάκι που θυμόταν ο Νίκος να του ζεσταίνει το γάλα κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί.
Η μουσική που συνόδευε τους τίτλους τέλους έβγαλε το Νίκο από τις σκέψεις του. Σηκώθηκε και βοήθησε και τη μητέρα του να σηκωθεί και να βάλει το παλτό της. Την κοίταξε στα μάτια. Και το είδε ότι ήξερε. Δεν είπε τίποτα. Την αγκάλιασε και τη φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού της όπως έκανε εκείνη όταν ο Νίκος ήταν παιδί.
Ένας λυγμός του ξέφυγε.
-Είσαι καλά αγόρι μου;
-Πάμε ένα ταξίδι μάνα; Που θες να πάμε για μερικές μέρες; Οι δυο μας. Της έλεγε και την κρατούσε αγκαλιά μέσα στον κινηματογράφο. Οι άλλοι τους κοίταζαν. Έναν άντρα να αγκαλιάζει μια κυρία ένα κεφάλι κοντότερη και τα μάτια του να είναι δακρυσμένα αλλά η φωνή του να ακούγεται χαρούμενη.
Σκούπισε τα μάτια του, την πήρε από τους ώμους και βγήκαν. Κάλεσε ένα ταξί. Θα φεύγανε μαζί. Για δυο μέρες, δυο βδομάδες, δυο μήνες. Μπορούσε οικονομικά να το κάνει. Να τη βασανίσει δεν μπορούσε. Να τη βάλει να παλέψει σε έναν άνισο αγώνα, δεν μπορούσε.
Έπρεπε να της πει πολλά. Είχε να της πει πολλά. Μπήκαν στο ταξί και έδωσε τη διεύθυνσή της.
Aκούμε το βάλς της Αμελί του Γιαν Τίρσεν...
Ετικέτες
λογοτεχνικό σάββατο
14 Μαρ 2012
ΕΞΙ ΒΑΘΜΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΙΔΙΟ ΠΡΑΓΜΑ;
Και έρχονται στο τμήμα για εκπαίδευση φοιτητές της νοσηλευτικής.
Η νοσηλευτική, έχει το εξής παράδοξο στη χώρα μας.
Έχει πανεπιστημιακή σχολή.
Έχει ΤΕΙ
Έχει διετούς σχολές σε κάθε νοσοκομείο που σέβεται τον εαυτό του.
Έχει ιδιωτικές σχολές νοσηλευτικής.
Έχει επαγγελματικό λύκειο με ειδικότητα νοσηλευτή.
Έχει πρακτικούς νοσηλευτές, δεν εννοώ τους αποκλειστικούς νοσοκόμους.
Έχει πρακτικούς νοσηλευτές, δεν εννοώ τους αποκλειστικούς νοσοκόμους.
Έχει έξι διαφορετικού επιπέδου σχολές, για το ίδιο αντικείμενο.
Ποιοι είναι αυτοί που είναι οι πιο αδικημένοι;
Οι πανεπιστημιακοί.
Και εξηγούμαι.
Ό οποιοσδήποτε χρειάζεται νοσηλευτή, θα προτιμήσει ένα διετούς ή από ιδιωτική σχολή. Και μάλιστα χωρίς προϋπηρεσία. Γιατί θα είναι φθηνότερος.
Αν πάλι θέλει κάποιον για προϊστάμενο, θα πάρει ένα νοσηλευτή με εμπειρία και πτυχίο. Θα πάρει κάποιον με δέκα τουλάχιστον χρόνια προϋπηρεσία και θα είναι και των ΤΕΙ και θα του έρθει φθηνότερος από το νοσηλευτή του πανεπιστημίου.
Γιατί ποιος θα αναλάβει να προσλάβει ένα νοσηλευτή του πανεπιστημίου όταν θα πρέπει ευθύς εξ αρχής να τον κάνει προϊστάμενο; Με τη εμπειρία; Με θεωρητικές γνώσεις μέσα από βιβλία μόνο; Έχει κανείς την εντύπωση ότι βγαίνοντας από το πανεπιστήμιο, ξέρει τι του γίνεται; Ξέρει να κάνει νοσηλεία; Ξέρει να προσέξει τι και πως;
Όχι.
Θα πρέπει να προσλάβει και έναν έμπειρο για προϊστάμενο. Και συνήθως προσλαμβάνει έναν των ΤΕΙ.
Και ο πανεπιστημιακός μένει άνεργος. Γιατί δεν πάει και ως απλός νοσηλευτής. Όχι, θα του πέσει η μύτη. Και τι κάνει; Μεταπτυχιακό κάνει.
Όλοι οι πτυχιούχοι του πανεπιστημίου της νοσηλευτικής, μα όλοι όμως, κάνουν μεταπτυχιακά, διδακτορικά, διατριβές, τα κέρατά τους τα τράγια, εκτός από πρακτική εμπειρία!
Έτσι έχουμε γεμίσει θεωρητικούς της επιστήμης που είναι καθαρά πρακτική. Έχουμε σε κάθε συνέδριο νοσηλευτικής, πέντε υποψήφιους διδάκτορες που μας φλομώνουν στη θεωρία για πράγματα εξαιρετικά άχρηστα, μη πρακτικά και χωρίς σημασία.
Γιατί για τον έλληνα γονιό, είναι πιο σημαντικό να πει, το παιδί μου έχει διδακτορικό από το να πει έχει δουλειά. Γιατί η δουλειά θα είναι του επιπέδου του παιδιού μου; Γιατί αν δεν είναι, δε θα την κάνει. Εμάς οι γονείς μας είχαν κέρατα, που σκατοσφουγγάγαμε όλη την Αθήνα ως φοιτητές στη ΣΑΝ;
Έχω ξεσκατίσει, έχω στρώσει, έχω μπανιάρει, όποιον μπορείτε να φανταστείτε που νοσηλεύτηκε στο Γενικό Κρατικό, στο Ιπποκράτειο, στο ΚΑΤ, στον Ευαγγελισμό, όταν ήμουν στο πρώτο, δεύτερο, τρίτο, και τέταρτο έτος της σχολής.
Ειδικά στο τέταρτο έτος, εκπαιδευόμουν στη μονάδα εντατικής θεραπείας του Ευαγγελισμού, πήγαινα πολύ πρωί, γιατί είχα μάθει από τη σχολή που ξυπνούσα στις πέντε και δέκα. Έτσι αντί να είμαι στον Ευαγγελισμό στις επτά και μισή, ήμουν από τις έξι και μισή. Ένα πρωί, μπαίνω μέσα και βλέπω μια κυρία με κότσο, με γυαλάκια με τη στολή της να πλένει ένα κύριο πέντε φορές μεγαλύτερο σε όγκο από την κυριούλα που φορούσε και το πράσινο το διάφανο για να μη λερωθεί η στολή της. Λέω από μέσα μου, κρίμα τη γριούλα να το κάνει μόνη της, πως θα το γυρίσει στο πλάι αυτό το γομάρι με τόσα σωληνάκια; Και πάω και τη βοηθάω. Και τη βοήθησα και σε όλα τα περιστατικά. Μπανιάραμε μαζί όλη τη ΜΕΘ. Κατά τις έντεκα που τελειώσαμε τα λουτρά καθαριότητας και των δέκα ασθενών, κάνουμε ένα διάλειμμα και μου λέει έλα μαζί μου. Μιλούσαμε όλη την ώρα που μπανιάραμε. Την είχα συμπαθήσει και πήγα μαζί της. Με πήγε σε ένα γραφείο, καθίσαμε, μου έφτιαξε καφέ. Ήταν η προϊσταμένη της ΜΕΘ του Ευαγγελισμού. Είχε τριάντα χρόνια υπηρεσίας, και πτυχία άλλα δυο, πέραν της νοσηλευτικής. Και ξεσκάτωνε μαζί με τη μαθήτρια. Και μπάνιαρε μαζί με τη μαθήτρια και επιπλέον, δεν έμενε στο γραφείο.
Θα μου πείτε. Βρε σαχλοκούδουνο, δεν την είχες δει τόσες μερες στη ΜΕΘ; Όχι, γιατί έλειπε, δούλευε το σαββατοκύριακο ως αντικαθιστώσα διευθύνουσα και είχε πάρει τα ρεπό της. Και όταν την είδα, μπάνιαρε.
Πες τε μου τώρα εσείς, θα δείτε ποτέ νοσηλεύτρια του πανεπιστημίου να κάνει μπάνιο, ή να καθαρίζει, ή να κάνει νοσηλεία; Όχι. Δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση. Μου είχε έρθει μια για τη θέση της προϊσταμένης πάνω στο γηροκομείο που δούλευα. Μόλις έμαθε ότι είμαι στρατιωτικός, της κόπηκε ο βήχας, είχε έρθει για τη θέση της διευθύνουσας, νόμιζε ότι ήμουν των ΤΕΙ και θα μου έτρωγε τη θέση! Και έριξα και το γέλιο της αρκούδας, γιατί τη ρώτησα πρώτες βοήθειες σε πτώση και έμφραγμα και δεν ήξερε τι να πει.
Και επιστρέφω στο αρχικό θέμα μας.
Δεν είναι δυνατό, να έχουμε τόσες βαθμίδες διαφορετικές για ένα μόνο επάγγελμα. Πρέπει να μπει τάξη στο χάος.
Θα μου πείτε, ότι ο καθηγητής που πρωτοδιορίζεται χωρίς εμπειρία είναι. Ναι, αλλά αν κάνει και κανένα λάθος, δε θα πεθάνει και κάποιος! Αν το κάνει ο νοσηλευτής, θα πεθάνει κάποιος. Και τώρα μπορεί να μη σε νοιάζει, γιατί απλά διαβάζεις το ενδεχόμενο. Θα δεχόσουν όμως ο μπαμπάς σου να είναι σε ένα τμήμα που η προϊσταμένη δίνει οδηγίες για το πώς θα δοθούν τα κάλλια, και να πει να τα δώσει στον μπαμπά σου bollus; Όχι, γιατί θα πέθαινε. Όχι μόνο ο μπαμπάς σου αλλά και πέντε άλλοι που θα το επαναλάμβανε. Γιατί η εμπειρία και η πρακτική είναι αυτά που ξεχωρίζουν το νοσηλευτή. Αν ξέρατε πόσοι γιατροί λένε και γράφουν ηλίθιες ή λάθος οδηγίες σε ασθενείς, δε θα περνούσατε έξω από τα νοσοκομεία! Γι αυτό και η προϊσταμένη πρέπει να έχει γνώσεις και εμπειρία. Πρέπει να γνωρίζει, να έχει δει κάτι στην πράξη πολλές φορές, να το κατέχει για να μπορεί να ελέγχει, να δίνει κατευθύνσεις, να διδάσκει, το σημαντικότερο, να προλαμβάνει λάθη.
Πως θα τα κάνει αυτά ένα κοριτσάκι που μόνο έχει διαβάσει για κάτι και δεν το έχει δει ποτέ;
Θα μου πείτε ότι αφού έρχεται στο νοσοκομείο, θα το έχει δει. Αυτό δε σας το είπα και ίσως είναι και το καλύτερο! Έρχονται με μια ρόμπα στις εννέα το πρωί, πάνε για καφέ ως τις έντεκα, παίρνουν ένα φάκελο και κάθονται στο σαλόνι και υποτίθεται ότι μελετούν έναν ασθενή, και στη μία φεύγουν. Στα δωμάτια δεν πάνε. Πάνε μόνο οι φοιτητές της ΣΑΝ που έχουν στρατιωτική εκπαιδεύτρια μαζί τους!
Έρχονται μόνο θεωρητικά, στα χαρτιά, οι τσούπρες του πανεπιστημίου. Και μετά λένε έκαναν και πρακτική! Εκεί να δείτε γέλιο. Εμείς γελάμε γιατί έχουμε μπακ απ, οι άλλοι στα έξω νοσοκομεία, σε μερικά χρόνια, δεν ξέρω τι θα κάνουν!
Και για να μην παρεξηγηθώ, η ΣΣΑΝ είναι πανεπιστήμιο, δηλαδή, οι φοιτητές, σπουδάζουν στο πανεπιστήμιο, όπως οι γιατροί της ΣΣΑΣ. Απλά, κάνουν και στρατιωτικά μαθήματα. Για να μη λέτε ότι τα λέω αυτά, επειδή θεωρώ τον εαυτό μου κατώτερο των πανεπιστημιακών. Πανεπιστημιακή είμαι και εγώ. Απλά εμένα, μου έπεσε ο κώλος στα μπάνια και τα ξεσκατίσματα. Στη νοσηλεία και τη διευθέτηση θαλάμων. Στο γράψιμο λογοδοσίας και στα ζωτικά. Εμείς οκτώ ώρες στο νοσοκομείο, δουλεύαμε, γι αυτό και οι προϊστάμενες, μόλις βλέπανε φοιτητές της ΣΣΑΝ, έκαναν πάρτυ. Γιατί αν νομίζετε ότι οι νοσηλευτές στα πολιτικά νοσοκομεία, κάνουν μπάνια στους ασθενείς, είστε πολύ γελασμένοι. Αν τα στρατιωτικά νοσοκομεία, έχουν καλή φήμη, δεν είναι επειδή έχουν καινούργια κτήρια, είναι όλα προπολεμικά τα κτήριά μας, αλλά επειδή έχουν πειθαρχία και αρχές και άριστο νοσηλευτικό προσωπικό. Γιατί εκεί απλά εφαρμόζεται η θεωρία. Δεν είναι μόνο θεωρία. Είναι εφαρμοσμένη θεωρία.
Καθημερινά, εδώ και πέντε σχεδόν χρόνια που είμαι προϊσταμένη, κάνω μαθήματα δέκα λεπτά κάθε μέρα στους νοσηλευτές της κλινικής μου. Όχι γιατί εγώ είμαι καλή και οι άλλες όχι. Απλά έχω συμφέρον. Έχω πολύ καλά συνειδητοποιήσει, ότι ένα πρωί, εμείς οι από τη μέσα μεριά του γκισέ, θα βρεθούμε από την έξω. Θα είμαστε ασθενείς. Θα πρέπει να έχουν τα παιδιά σωστό τρόπο εργασίας και γνώσεις ώστε να νιώθουμε ασφάλεια ως ασθενείς. Και για αυτό το κάνω. Ένα σας λέω. Είμαι προϊσταμένη στο τμήμα που πέθανε ο πατέρας μου. Σκεφτείτε τι αισθάνομαι κάθε μέρα!
Άντε καλημέρα σας τώρα!
Ετικέτες
απόψεις,
επαγγελματικά,
στρατιωτικά
10 Μαρ 2012
AYTO ΔΕΝ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΕ... (ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΑΒΒΑΤΟ)
Μπήκε στο αυτοκίνητο της φοβερά ανακουφισμένη.
Είχε φύγει από τη δουλειά μόλις δυο ώρες μετά που παρουσιάστηκε. Ισχυρίστηκε ότι κάτι οικογενειακό απαιτούσε την παρουσία της. Ο προϊστάμενός της δεν της έφερε αντίρρηση.
Είχε πολλά να κάνει. Σήμερα ήταν η επέτειος του γάμου της. Καθημερινά γυρνούσε σπίτι της γύρω στις οκτώ. Ο Σπύρος πάντα είχε επιστρέψει πριν από αυτή. Σήμερα όμως είχε σκοπό να του κάνει την έκπληξη.
Μετακινήθηκε σχετικά γρήγορα μέχρι τα βόρεια προάστια. Δεν είχε πολύ κίνηση. Περίεργο. Όμως αυτό την εξυπηρετούσε. Θα προλάβαινε να κάνει πολλά πράγματα. Πάρκαρε στο πάρκινγκ του εμπορικού κέντρου και ανέβηκε στο γνωστό κοσμηματοπωλείο. Καλημέρισε και αμέσως της έφεραν τη χρυσή πένα που είχε παραγγείλει. Είχαν τέλεια προσαρμόσει το όνομα του άντρα της στη στεφάνι γύρω από το σημείο που άνοιγε η πένα για να ξαναγεμίσει με μελάνι. Πήρε την πένα στο χέρι της. Την κοίταξε, χαμογέλασε, πλήρωσε και τους είπε να τη βάλουν στο κουτί της με το μελανοδοχείο και τους έδωσε και ένα φακελάκι με το σημείωμα που θα έβρισκε μέσα στη συσκευασία ο Σπύρος. Μέχρι να πληρώσει, της δώσανε την πένα όμορφα και περίτεχνα τυλιγμένη.
Σε δέκα λεπτά ξανάφυγε από το εμπορικό κέντρο. Κατευθύνθηκε στο κέντρο της πόλης. Πάλι η κίνηση ήταν περιορισμένη. Σκεφτόταν την έκπληξη του Σπύρου όταν θα επέστρεφε σπίτι και θα τα έβρισκε όλα έτοιμα. Το δείπνο μαγειρεμένο, το τραπέζι στρωμένο, λουλούδια που είχε συνεννοηθεί η Μαρία, θα έφταναν στις πέντε στο σπίτι τους, κεριά αναμμένα, το τζάκι να καίει, κρασί στα κρυστάλλινα ποτήρια και η Μαρία εκεί. Με το καινούργιο χτένισμα που θα έκανε μόλις τέλειωνε τις αγορές της. Και εκεί. Πάντα της γκρίνιαζε λίγο που ο ίδιος επέστρεφε μια ώρα νωρίτερα από την Μαρία στο σπίτι και έμενε μόνος του. Τον έβλεπε πως φωτιζόταν το πρόσωπό του όταν έμπαινε στο σπίτι. Πάντα τον έβρισκε να πίνει ένα ποτήρι κρασί μπροστά στο τζάκι. Μερικές φορές, δυσκολευόταν να το ανάψει και όταν το πετύχαινε, καθόταν και απολάμβανε τις φλόγες, λες και ήταν η πιο όμορφη ταινία…
Χαμογέλασε η Μαρία καθώς σκεφτόταν τον άντρα της. Τον είχε γνωρίσει σε ένα πάρτυ της αδελφής της. Ο γάμος τους έγινε σχετικά γρήγορα. Ο άντρας της Βάσως και ο Σπύρος ήταν συνάδελφοι στο διαφημιστικό γραφείο μιας μεγάλης πολυεθνικής. Η αδερφή της δεν είδε με πολύ καλό μάτι τη γρήγορη αλλαγή της σχέσης που από δεσμός έγινε οικογένεια σε λιγότερο από ένα χρόνο. Αλλά η Μαρία ήταν πολύ ερωτευμένη για να πει όχι στην πρόταση γάμου του Σπύρου. Η αδερφή της κράτησε αποστάσεις. Πολύ τυπικές οι οικογενειακές τους συναντήσεις. Μόνο σε επετείους και εορτές τους επισκεπτόταν. Αραίωσαν και τα καθημερινά τους τηλεφωνήματα. Αύριο θα της τηλεφωνούσε για να τους καλέσει στο τραπέζι που θα έκανε το Σάββατο για την επέτειο της, αλλά σήμερα θα γιόρταζε τον ένα χρόνο γάμου της με τον άντρα της μόνοι. Θα τρώγανε, θα πίνανε, και μετά θα κάνανε όλη τη νύχτα έρωτα μπροστά στο τζάκι.
Έφτασε στο Κολωνάκι. Το χαμόγελο ακόμα ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Έψαξε λίγο για να βρει ένα χώρο να παρκάρει, δεν τα κατάφερε και έβαλε το αυτοκίνητο σε ένα πάρκινγκ. Άφησε τα κλειδιά και κατευθύνθηκε προς την Πατριάρχου Ιωακείμ. Μπήκε στο μεγάλο κατάστημα με τα εσώρουχα. Τριγύρισε λίγο στα εκθέματα, διάλεξε μερικά σετ και ανέβηκε στον ημιώροφο με τα νυχτικά. Διάλεξε δυο, ένα μαύρο και ένα ροζ και ζήτησε ασορτί ρόμπες. Τα φέρανε, τα πήγε στο ταμείο, πλήρωσε με την κάρτα της και έφυγε σε λιγότερο από μια ώρα από το κατάστημα.
Κοίταξε το χρυσό ρολόι της, δώρο του Σπύρου στο γάμο τους, και είδε πως είχε αργήσει για το κομμωτήριο. Τάχυνε το βήμα της. Μπήκε στο κομμωτήριο με ένα τέταρτο καθυστέρηση. Η κοπέλα που συνήθως την περιποιόταν, της χαμογέλασε, πήρε το παλτό της και τη ρώτησε πως θα έκαναν σήμερα τα μαλλιά της. Η Μαρία ζήτησε να τα κόψει σε κοντό καρέ και να τα αλλάξει χρώμα. Θα τα έκανε χάλκινα. Πάντα ο Σπύρος έλεγε πόσο του άρεσαν τα μαλλιά της αδερφής της που είχαν αυτό το χαλκοκόκκινο χρώμα. Της έλεγε πως και αυτής θα της ταίριαζε και έπιανε τις καστανές της μπούκλες και τις έπαιζε με τα δάκτυλά του. Θα του έκανε λοιπόν το χατίρι. Θα τα έβαφε, απλά θα τα κόνταινε, γιατί ήθελε μια ριζική αλλαγή. Πάντα πειραματιζόταν με χρώματα και μήκη. Όταν ο Σπύρος της γνώρισε, τα είχε ξανθά. Στο γάμο έγινε καστανή. Σήμερα κοκκινομάλλα…
Ο Σπύρος έλεγε ότι παντρεύτηκε ένα χαμαιλέοντα. Κάθε χρόνο και μια διαφορετική γυναίκα.
Η μεταμόρφωση κράτησε αρκετή ώρα. Όταν έφυγε όμως ήταν φοβερά ικανοποιημένη. Ένιωθε υπέροχα. Τίποτα δε θα χάλαγε τη διάθεσή της. Ίσα ίσα, έβλεπε το είδωλό της στις βιτρίνες και χαμογελούσε περισσότερο.
Πήρε το αυτοκίνητό της και καρφί για το μεγάλο σούπερ μάρκετ. Θα έκανε τα ψώνια της και ίσα που θα προλάβαινε να τα έχει όλα στην εντέλεια μέχρι να γυρίσει ο Σπύρος από το γραφείο. Ίσως είχε πει να καθυστερούσε και αυτός λίγο εκείνη τη μέρα. Η Μαρία υποπτευόταν ότι θα περνούσε από τα μαγαζιά για να της πάρει και αυτός ένα δώρο λόγω της επετείου.
Η ουρά στο ταμείο αποδείχτηκε ατελείωτη. Ήδη είχε καθυστερήσει πολύ. Σκεφτόταν σε όλη τη διαδρομή τις κινήσεις της, έτσι ώστε να εξοικονομούσε χρόνο, μόλις που θα ήταν εκεί όταν θα έφερναν τα λουλούδια από το ανθοπωλείο, θα έκανε ένα ντους αφού τελείωνε τις ετοιμασίες δείπνου, θα έβαζε το φαγητό στο φούρνο, θα έστρωνε το τραπέζι, θα άνοιγε το κρασί, θα άναβε το τζάκι, θα έβαζε το δώρο του Σπύρου στο πιάτο του, θα έκανε ντουζ, θα έβαζε το μαύρο νυχτικό της και θα τον περίμενε. Ναι, αυτό θα έκανε, με αυτή ακριβώς τη σειρά. Αν προλάβαινε, θα διόρθωνε το μακιγιάζ της, αν και η Βαλεντίνα στο κομμωτήριο είχε κάνει καταπληκτική δουλειά…
Έφτασε στο σπίτι της με την ψυχή στο στόμα. Ξεφόρτωσε το αυτοκίνητο. Έβαλε τα πράγματα στο ασανσέρ, και πάτησε τον τέταρτο. Ξεφόρτωσε το ασανσέρ, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και ξεκλείδωσε.
Περίεργο, το πρωί που έφυγε, είχε κλειδώσει τρεις φορές. Τώρα ήταν κλειδωμένο μια φορά. Μήπως μπήκαν κλέφτες; Άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα. Τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες, πολλοί γείτονές της βρήκαν διαρρηγμένα τα σπίτια της. Η Μαρία φοβόταν πολύ. Έβγαλε τα τακούνια της και τα άφησε στο διάδρομο. Μπήκε ξυπόλυτη για να μην κάνει θόρυβο. Αν ήταν μέσα οι κλέφτες θα έφευγε χωρίς κανένα θόρυβο. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Αφουγκράστηκε. Άκουγε θορύβους από την κρεβατοκάμαρα. Κάτι την έσπρωχνε να πάει προς τα κει. Πλησίασε με δειλά βήματα. Ο ιδρώτας κυλούσε στην πλάτη της. Άκουσε πνιχτά γέλια. Και άνοιξε την πόρτα σιγά σιγά.
Και πάγωσε.
Ο άντρας της, γυμνός στο κρεβάτι ερωτοτροπούσε με μια γυμνή γυναίκα που ήταν καθισμένη πάνω του. Αυτή σκυμμένη πάνω του δε φαινόταν. Τα πυκνά κόκκινα μαλλιά της τινάχτηκαν όταν ο Σπύρος κοίταξε με ορθάνοικτα μάτια την πόρτα και φώναξε
- «Μαρία!».
Η Βάσω γύρισε ξαφνιασμένη και φώναξε,
- «Αδερφή…»
Αυτό δεν το περίμενε.
Η αδερφή της ερωμένη του άντρα της.
Δε μίλησε.
Έκανε μεταβολή και έφυγε.
Ξυπόλυτη.
Μπήκε στο ασανσέρ και πάτησε το ισόγειο…
Ακούμε το μουσικό θέμα της ταινίας 2046
Ετικέτες
λογοτεχνικό σάββατο
8 Μαρ 2012
8 ΜΑΡΤΙΟΥ, Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ;
Γιορτή της γυναίκας σήμερα.
Της Πετρούλας και όλων των κοριτσιών που για να πετύχουν θυσιάζουν τον ίδιο τους τον εαυτό.
Της Ελένης με τα δυο παιδιά που ξυπνά από τις έξι για να είναι στη δουλειά της στις εφτά και γυρνά κατάκοπη, να μαγειρέψει, να διαβάσει τα παιδιά, να συμμαζέψει το σπίτι, να τα τρέξει στα φροντιστήρια.
Της μικρής Λεϊλά που υφίσταται το πιο απάνθρωπο μαρτύριο, την κλειτοριδεκτομή.
Της μικρής Αϊσά που σε δυο μήνες θα κλείσει τα 11 και θα παντρευτεί.
Της Μαρίας που ανέχεται τα χάδια του λιγδιάρη αφεντικού για να μη χάσει τα 700 ευρώ το μήνα μιας και ο πρώην άντρας της δε δίνει ευρώ για το μικρό που έχει μάθει από τα πέντε του να μένει μόνο στο σπίτι.
Της Γεωργίας που σε ένα χρόνο θα έβγαινε στη σύνταξη αλλά απολύθηκε εδώ και δυο μήνες.
Της Κατίνας που ονειρευόταν να δει το γιό της πτυχιούχο αλλά δυο χρόνια μετά το πτυχίο της νομικής, αυτή τον συντηρεί.
Της Σοφίας που ο άντρας της την παράτησε στα 62 γιατί ξεμυαλίστηκε από τη γραμματέα του και τώρα μένει μόνη της με την οικονομική ενίσχυση των παιδιών της.
Της Μελίνας που τα όνειρά της για σπουδές και καριέρα υλοποιήθηκαν, αλλά ξέχασε να ευχηθεί και μια ευτυχισμένη προσωπική ζωή και μόνη της βλέπει τηλεόραση και πίνει ένα ποτήρι κρασί χαϊδεύοντας τη γάτα της και είναι μόνο 48 χρονών.
Της μικρής Βιολέτας που νόμισε ότι αν ερχόταν στην Ελλάδα θα εύρισκε τη γη της επαγγελίας, σε αντίθεση ξαπλώνει σε βρώμικα σεντόνια με κάθε λογής ανθρώπους.
Της Σωτηρίας που στα 68 της ξυπνά από το χάραμα να πάει από τον Πειραιά στο Χαλάνδρι να κρατήσει το νεογέννητο εγγόνι της μέχρι να γυρίσουν οι γονείς του το βράδυ.
Της Αλεξίας που παράτησε τη δουλειά της για να μεγαλώσει τα τέσσερα παιδιά της και από το πρωί, μαγειρεύει, πλένει, σκουπίζει, σιδερώνει και θυμάται το κύρος που είχε ως επαγγελματίας.
Της Ζωής που ξυπνά δέκα φορές το βράδυ για να δει αν αναπνεέι ο εξάχρονος γιος της που χτυπήθηκε από καρκίνο και μόλις βγήκε από το νοσοκομείο.
Της Κατερίνας που για μια άλλη φορά θα πετάξει το βραδυνό φαγητό επειδή ο άντρας της έχει επαγγελματικό δείπνο, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι είναι με την ερωμένη του αλλά μετά από δεκαπέντε χρόνια γάμου και χωρίς παιδιά και επαγγελματική εμπειρία, είναι πιο εύκολο να κάνει την ανίδεη.
Της Χρύσας που από το πρωί υπηρετεί τον άρρωστο άνδρα της, τον μπανιάρει, τον ντύνει, τον ξυρίζει, τον καθαριζει όσες φορές απαιτείται, γιατί είναι ο άνθρωπός της ή τουλάχιστον ότι απέμεινε απο το σπινθηροβόλο βλέμα του μετά το εγκεφαλικό.
Της Μέλπως που έχασε ένα μαστό και δεν ξέρει αν θα ζήσει μέχρι το παιδί που εκανε με εξωσωματική βγάλει το δημοτικό.
Της Φοίβης που στα 35 της αναγκάζεται να παντρευτεί για να έχει το παιδί που έχει στην κοιλιά της έναν πατέρα γνωρίζοντας ότι είναι θέμα χρόνου το διαζύγιο.
Της Κλειώς που μόλις πήρε ένα παυσίπονο γιατί πονάει ακόμα που έκανε έκτρωση γιατί μόλις είπε στο φίλο της ότι είναι έγγυος αυτός θυμήθηκε ότι ήθελε να χωρίσουν εδώ και καιρό και της έδινε παράταση.
Της Λεμονιάς που ακόμα λαχταρά ένα παιδί και στα 43 έχασε το τραίνο.
Της Θάλειας που δεν περνάει μέρα που δεν επισκέπτεται το γιό της στο ψυχιατρείο.
Της Φιλίτσας που για άλλη μια φορά θα μαζεψει τον άντρα της τύφλα από το καφενείο της γειτονιάς.
Της Αγγέλας που κρύβει από τον αρραβωνιαστικό της ότι έχει ένα παιδί που το μεγαλώνει η μάνα της.
Της Ξανθής που πρέπει να κρύψει τις μελανιές από τα χτυπήματα που της έδωσε ο άνδρας της για να βγει μέχρι το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς της.
Για όλες αυτές και πολλές πολλές ακόμα, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.
Ετικέτες
επαναδημοσιεύσεις
3 Μαρ 2012
ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ (ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΑΒΒΑΤΟ)
Κάθισε στην πολυθρόνα έξω στον κήπο. Έβγαλε το καπέλο και τα γάντια της και τα άφησε στη γυάλινη επιφάνεια του τραπεζιού.
Έκλεισε τα μάτια της. Ήθελε να δείχνει θλιμμένη. Έπρεπε να δείχνει θλιμμένη. Αλλά δεν μπορούσε. Τόσα χρόνια έκλαιγε. Πέρασε πολύς καιρός από τότε που στέρεψαν τα δάκρυά της. Σε λίγο θα έφταναν και οι υπόλοιποι από την κηδεία. Άκουγε τα τιτιβίσματα των πουλιών. Της έφεραν στη μνήμη τα παιδικά της χρόνια, που έπαιζε ανέμελα εκεί.
Άνοιξε τα μάτια της, σηκώθηκε, πήγε στο μικρό σιντριβάνι. Εκεί είχε πέσει και η μαμά της, αυτή που έθαψε σήμερα, την είχε πάρει αγκαλιά και της φίλαγε το κεφάλι που το είχε χτυπήσει στα βότσαλα που στόλιζαν το περίγραμμα του σιντριβανιού. Τότε που η μαμά της, ήταν μαμά της. Τότε που η αγκαλιά της, ήταν το καταφύγιό της. Τότε που μαμά της, ήταν ο κόσμος της όλος.
Μπήκε στο σπίτι και πήγε στην κουζίνα. Ήπιε ένα ποτήρι νερό και κοίταξε γύρω της. Όλα ίδια και απαράλλαχτα. Τα πράσινα πλακάκια ίδια. Το ίδιο τραπέζι φορμάικα. Τα ντουλάπια με το απαλό ξύλινο χρώμα… όλα ίδια. Εκεί βοηθούσε τη μαμά της να φτιάξουν κουλουράκια. Εκεί της μάθαινε να ζυμώνει κεφτεδάκια. Εκεί κάηκε για πρώτη φορά στο φούρνο. Τότε που η μαμά της, ήταν ακόμα μαμά της. Τότε που η Έλενα, ήταν για αυτή το φως του κόσμου. Τότε που ο δεσμός μάνας κόρης, ήταν άρρηκτος και γερός σαν ατσαλόσυρμα.
Έφυγε νευριασμένα από την κουζίνα. Μπήκε στο μπάνιο να διορθώσει το κραγιόν της. Σε λίγο το σπίτι θα γέμιζε από κόσμο. Το μικρό σχολαστικό και κουτσομπολίστικο κόσμο της επαρχιακής πόλης. Που θα σχολιάσουν την τριαντάχρονη απουσία της. Που θα αναρωτιούνται πως και είχε το θράσος να επιστρέψει για την κηδεία. Που θα την κοιτούν από πάνω μέχρι κάτω χωρίς να το κρύβουν.
Έπρεπε να είναι τέλεια. Και ήταν. Τέλειο το ταγέρ της. Άψογη η μεταξωτή της μπλούζα. Τέλεια τα μαργαριτάρια της. Δώρο του άντρα της στην επέτειο των είκοσι χρόνων του γάμου τους. Άψογα τα πόδια της μέσα στις Κρίστιαν Λουμπουτέν γόβες της. Τέλειο το μακιγιάζ της. Άψογο το χτένισμά της…
Βγήκε στον κήπο. Ο πατέρας της καθόταν εκεί που καθόταν εκείνη πριν λίγο. Το βλέμμα του κενό. Έψαχνε να βρει τη γνώριμη φιγούρα της συμβίας του να προβάλει από κάποια γωνιά του κήπου. Άκουσε τα βήματα της Έλενας και γύρισε. Σηκώθηκε αργά.
Πόσο είχε γεράσει ο πατέρας της! Τον θυμόταν τόσο αγέρωχο, τόσο δυνατό, τόσο ευλύγιστο! Τώρα δεν ήταν πια τόσο ψηλός, τα μαλλιά του είχαν αραιώσει πολύ και το υπέροχο πρόσωπό του είχε ρυτιδιάσει απίστευτα πολύ. Τα μάτια του είχαν σακούλες κατακόκκινες από το κλάμα. Τον κοιτούσε να την πλησιάζει και ένιωσε πολύ έντονα, ότι πολύ σύντομα, θα επέστρεφε και για τη δική του κηδεία…
-Κορίτσι μου, έλα λίγο πάνω να σου δείξω κάτι.
Την πήρε από το χέρι και ανέβηκαν στον πάνω όροφο. Στην κρεβατοκάμαρα τους. Εκεί που βρήκε τη γυναίκα του άψυχη, το προηγούμενο πρωί που ξύπνησε και προβληματίστηκε πως και δεν είχε σηκωθεί εκείνη πρώτη, όπως κάθε μέρα για πενήντα τόσα χρόνια…
Ίδιο το δωμάτιο. Ίδιες και απαράλλαχτες οι κουρτίνες. Να περιορίζουν ελάχιστα το φως μέσα από το αραιό πλέξιμό τους. Ίδια και απαράλλαχτη η τουαλέτα από σκούρο ξύλο. Μόνο μια φωτογραφία πάνω στο κομοδίνο καινούργια. Από την πλευρά που κοιμόταν η μητέρα της.
Η δική της φωτογραφία νύφη.
Μόνο που η μητέρα της δεν ήταν στο γάμο της. Η μητέρα της την έδιωξε από το σπίτι μαζί με το Στέφανο όταν αυτός τη ζήτησε σε γάμο. Δεν ενέκρινε ένα γάμο με είκοσι δύο χρόνια διαφορά. Γιατί ο Στέφανος ήταν μόνο τρεις μήνες μικρότερος από την πεθερά του. Γιατί ο Στέφανος, είκοσι και χρόνια πριν, είχε σχέση με τη μητέρα της, ένα αθώο φλερτ που ποτέ δεν πρόλαβε να προχωρήσει πέρα από μερικά φιλιά σε μια νυχτερινή συνάντηση στον αυλόγυρο της μητρόπολης της πόλης τους. Δυο μέρες μετά, η μητέρα της Έλενας, αρραβωνιάστηκε με το γιατρό και δυο μήνες μετά, παντρεύτηκε και μετακόμισε στο σπίτι του άντρα της, στο μεγάλο σπίτι με το σιντριβάνι. Δεν ειδωθήκαν ποτέ ξανά. Ο Στέφανος έφυγε για την Αθήνα, τη μέρα του αρραβώνα της, σπούδασε, μεγαλούργησε και εμφανίστηκε ξαφνικά στη μικρή πόλη. Μόλις είδε η μητέρα της ποιον έφερε στο σπίτι να τη ζητήσει, κατάλαβε ότι όλες οι ετοιμασίες της πήγαν στράφι. Θύμωσε, έγινε καυστική, είρων, φώναξε, έκλαψε, τέλος, έδιωξε και τους δυο και της είπε πως μόνο αν δεν ξαναδεί αυτόν τον άνθρωπο θα τη δεχτεί στο σπίτι.
Το σοκ της Έλενας ήταν μεγάλο. Δεν είχε υποψιαστεί ποτέ ότι η μαμά της μπορεί να είχε κάποιο παρελθόν ερωτικό πριν τον πατέρα της. Ο Στέφανος της εξήγησε τι είχε συμβεί τότε. Είχε ήδη προγραμματίσει να φύγει για σπουδές. Είχε γυρίσει από φαντάρος, είχε συνεννοηθεί με τον πατέρα του και μέχρι να έρθει ο Σεπτέμβριος, να ξεκινήσει το πανεπιστήμιο, ήθελε λίγο σασπένς στη ζωή του. Η μητέρα της ήταν χαριτωμένη και ελεύθερη. Είχε άνεση να το σκάσει μέσα στη νύχτα, κλείσανε το ραντεβού. Μετά έφυγε. Δεν ήξερε ότι είχε αρραβωνιαστεί. Μετά τις σπουδές, ο Στέφανος έλειψε στο εξωτερικό αρκετά χρόνια. Έφτιαξε περιουσία, γύρισε, άνοιξε ένα μεγάλο αρχιτεκτονικό γραφείο και επέστρεψε είκοσι χρόνια μετά στη γενέτειρά του. Ναι, ήθελε να παντρευτεί μια κοπέλα από τον τόπο του. Αλλά δεν είχε σκοπό να πάρει και μια που να έχει τα χρόνια του τα μισά. Η Έλενα όμως αυτό είχε. Λιγότερα από τα μισά του χρόνια. Την ερωτεύτηκε. Την πολιόρκησε, την κέρδισε και πίστευε ότι θα την τιμούσε η πρότασή του. Η Έλενα ήταν και εκείνη ερωτευμένη μαζί του. Τον κοίταξε. Του έσφιξε το χέρι και σηκώθηκε και τον τράβηξε μαζί της προς το σταθμό των λεωφορείων.
-Πάμε, του είπε. Φεύγουμε και δεν ξαναγυρνάμε ποτέ εδώ.
Και έφυγαν. Παντρεύτηκαν σε ένα εξωκλήσι έξω από την Αθήνα. Έκαναν δυο παιδιά. Έζησαν αγαπημένοι και μονιασμένοι πολλά χρόνια. Μέχρι που πριν δυο χρόνια ο Στέφανος αρρώστησε και πέθανε. Ήταν εβδομήντα χρονών. Η Έλενα μόνο σαράντα οκτώ και χήρα. Με δυο παιδιά που είχαν ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα τους. Ο ένας πολιτικός μηχανικός και ο μικρός αρχιτέκτων. Με κοινή πορεία και καριέρες. Αγαπημένα. Τα κοίταζε και τα καμάρωνε.
Δεν ήρθαν μαζί της στη μικρή πόλη. Δεν ήθελαν καμιά σχέση με τους παππούδες που τα αγνοούσαν σε όλη τους τη ζωή…
Και ξαφνικά βλέπει μπροστά της μια φωτογραφία.
Μια μικρή ξεθωριασμένη φωτογραφία, με την ίδια, νύφη. Μια φωτογραφία που τη δείχνει να κοιτά ευτυχισμένη τον άντρα της. Μια φωτογραφία στο κομοδίνο της μητέρας της που την έβλεπε πριν κοιμηθεί και μόλις ξυπνούσε.
Πήρε τη φωτογραφία στα χέρια της. Γύρισε και κοίταξε τον πατέρα της.
-Μα πως…
-Άνοιξε τα συρτάρια της, της είπε. Και έφυγε.
Άνοιξε τα συρτάρια της. Το πρώτο πάνω πάνω, είχε μόνο άλμπουμ. Τα άνοιξε. Ήταν η Έλενα. Μόνη της. Με το στέφανο. Έγκυος. Με το μωρό. Ξανά έγκυος. Με τα δυο παιδιά. Η Έλενα στα μαγαζιά. Η Έλενα να κάνει μαθήματα οδήγησης. Η Έλενα να οδηγεί. Γεμάτο μικρά άλμπουμ το πρώτο συρτάρι. Με όλη της τη ζωή σε μικρά καρέ των 11x13.
Το δεύτερο είχε τετράδια. Και το τρίτο. Και το τέταρτο. Πολλά τετράδια. Με αριθμούς απ’ έξω. Ογδόντα επτά, ογδόντα οκτώ, ογδόντα εννέα, ενενήντα. Τα ξεφύλλισε. Όλα είχαν γραμμένα στις σελίδες τους, γράμματα. Γράμματα για την Έλενα. Και όλα άρχιζαν με την ίδια φράση,
«Αγαπημένο μου κοριτσάκι…». Όλα γραμμένα από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Κοίταξε τα νούμερα. Πήρε το τελευταίο. Αυτό είχε μόνο ένα γράμμα γραμμένο.
Και άρχιζε και αυτό με το «Αγαπημένο μου κοριτσάκι…»
Κάτι έσπασε στην ατσαλάκωτη εικόνα της Έλενας. Όλα αυτά τα κλάματα που είχαν κουραστεί να κυλούν κοντά τριάντα χρόνια πριν, ξαναεμφανίστηκαν. Χάλασαν το τέλειο μακιγιάζ της, χάλασαν το άψογο σινιόν της. Δάκρυα έτρεχαν πάνω στο τετράδιο και μουτζούρωναν τα γράμματα που η μητέρα της έγραφε τριάντα χρόνια τώρα. Τριάντα χρόνια όσα δεν της είπε δια ζώσης, τα έγραφε. Τριάντα χρόνια έβλεπε τα εγγόνια της κρυφά, όταν μια φορά την εβδομάδα πήγαινε στην Αθήνα και την παρακολουθούσε από μακριά. Τριάντα χρόνια λαχταρούσε μαζί της χωρίς να της πει μια κουβέντα. Χαιρόταν μαζί της, έκλαιγε μαζί της, χωρίς να ξέρει τίποτα η Έλενα. Νόμιζε ότι η Έλενα δεν την ήθελε. Και η Έλενα νόμιζε ότι δεν την συγχώρεσε η μητέρα της.
Μετά από ώρες, μάζεψε τα τετράδια όλα. Τα έβαλε στη σειρά.
Κατέβηκε στο σαλόνι και είδε ακόμα κόσμο.
-Μπαμπά, μήπως έχεις μια τσάντα;
-Τι τη θες, κόρη μου;
-Να βάλω κάτι μέσα, πολύ ακριβό. Κάτι πολύτιμο για μένα. Ενενήντα πολύτιμα αντικείμενα, είπε και έβαλε τα κλάματα ξανά.
Και ο πατέρας της την έκλεισε στην αγκαλιά του. Την πρώτη αγκαλιά μετά από τριάντα χρόνια!
Ακούμε τη θυσία του Michael Nyman...
Ετικέτες
λογοτεχνικό σάββατο
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Από το Blogger.