Αχ ιταλέ, για σένα τα γράφω…
Γιατί μη νομίζεις, δεν είναι και τόσο ανώδυνα όσα πέρασα.
Ειδικά για τον καμένο αυτό, είπα πως ήταν η χειρότερη εμπειρία μου!
Κεφάλαιο ενδέκατο: ο τσιγκούνης
Φίλη από τα παιδικά μου χρόνια, έχει τη γιορτή της. Είχα να
τη δω χρόνια, είχε κάνει και δυο παιδάκια, λέω ας πάω στη γιορτή της.
Και πάω. Έχει πολύ κόσμο, χαίρεται πραγματικά που με βλέπει,
εξαιρετικός ο άντρας της, μου ζητά την άλλη Κυριακή να πάω να φάμε. Η μαμά μου
και η μαμά της φίλης μου είναι κολλητές πάνω από τριάντα χρόνια. Το ίδιο και
εγώ με τη Φανή.
Το λέω στη μαμά μου πως την Κυριακή θα φάω στης Φανής, πάμε
και παίρνουμε δώρα για τα παιδιά και την Κυριακή πάω τη μαμά στο ισόγειο που
μένει η φιλενάδα της και ανεβαίνω εγώ στο δεύτερο που μένει η Φανή.
Περνάμε πολύ ωραία, κατεβαίνουμε και στη μαμά της και αργά
το βράδυ επιστρέφουμε στα σπίτια μας.
Την άλλη Πέμπτη μου τηλεφωνεί η Φανή και θέλει να πάμε παρέα
σε μια σύναξη συναδέλφων της. Γιατί καλέ, δεν παίρνεις τον άντρα σου και
παίρνεις εμένα; Τη ρωτάω και μη μου πείτε ότι είχα άδικο; Γιατί ο άντρας της θα
κρατούσε τα παιδιά. Γιατί δεν τα κρατάει η μάνα σου; Από κάτω μένει. Παράλογο
το ερώτημα; Γιατί η μάνα της ήταν στην Κρήτη. Με τα πολλά και με τα λίγα, με
πείθει και ετοιμάζομαι να πάω μαζί της στο ταβερνάκι που θα πήγαινε με τους
συναδέλφους της.
Επειδή εδώ θα παρεξηγηθούν οι φίλοι εκπαιδευτικοί, θα
ξεκαθαρίσω ότι ένα κάτι με τους εκπαιδευτικούς το έχω. Και αυτό γιατί η
εμπειρία μου, μου έχει διδάξει πως έχουν ένα δικό τους τρόπο να σκέφτονται. Και
ο τρόπος αυτός δε μου αρέσει καθόλου. Τη Φανή την ήξερα από μικρή και δεν μπορώ
να τη δω σα δασκάλα. Αλλά αν τη γνώριζα τώρα, δε θα γινόμουν φίλη της με
τίποτα. Όχι για άλλο λόγο, αλλά γιατί είναι δασκάλα. Θα ήμουν εξαιρετικά
επιφυλακτική και προσεκτική και δε θα επεδίωκα πολλά πολλά…
Ας επανέλθουμε στο θέμα μας.
Πάω παίρνω τη Φανή γιατί δεν
οδηγεί κιόλας η φιλενάς και κατευθυνόμαστε προς Μοσχάτο που είχαν κανονίσει…
Φτάνουμε, ωραίο το ταβερνάκι, βρίσκουμε θέσεις ανάμεσα σε
μια φίλη της και το διευθυντή του σχολείου που δούλευε η Φανή.
Η Φανή με σύστησε και αυτή έπιασε κουβέντα με τη φίλη της
και εγώ, τι να κάνω; με το διευθυντή! Σοβαρός, μετρημένος, περιποιητικός,
κύριος.
Την άλλη μέρα το πρωί μου τηλεφωνεί στις δέκα και δέκα το
πρωί η Φανή και μου λέει πως ο διευθυντής της ήθελε το τηλέφωνό μου. Λέω
δως το. Και το δίνει. Και δίνει το
κινητό.
Μετά από καμιά ώρα βρίσκω αναπάντητη στο κινητό μου από
άγνωστο νούμερο. Δεν το είχα ακούσει όμως να χτυπάει. Λέω, άστο, μπορεί να
είναι λάθος και μόλις το κατάλαβαν να το έκλεισαν. Και εκεί που το κοίταζα,
βλέπω το κινητό να ανάβει η οθόνη του, να δείχνει πάλι το νούμερο και να
δείχνει αμέσως αναπάντητη. Πάλι δεν την ψυλλιάζομαι τη δουλειά. Μέχρι το
μεσημέρι που έφυγα για την άλλη δουλειά είχα έξι αναπάντητες με τον ίδιο τρόπο.
Ε, λέω, κάποιος που έχει παιδάκι θα έδωσε το κινητό του στο παιδί να παίξει και
αυτό με πήρε ξανά και ξανά. Δε δίνω πάλι σημασία.
Που να μου πάει το μυαλό! Στην άλλη δουλειά, είχαμε ένα
σουαρέ λόγω της καινούργιας χρονιάs και είχαμε χορωδίες, ένα συγκρότημα
με έγχορδα και κατά τις εννέα που πάω να φύγω, τσεκάρω και βλέπω άλλες δέκα
κλήσεις. Μπαίνω στο αυτοκίνητο και ξανά μανά ανάβει το κινητό και ταυτόχρονα
μου δείχνει άλλη μια αναπάντητη από το άγνωστο νούμερο. Δεν πειράζει σκέφτομαι,
ας πάρω να τους πω πως μου άλλαξαν τα φώτα στις αναπάντητες.
Καλώ το νούμερο, απαντά ένας κύριος και μου λέει:
-Ρία τι κάνεις;
-Ποιος είναι; Ρωτώ.
-Ο Μελέτης.
-Ποιος Μελέτης;
-Ο Mελέτης ο διευθυντής της Φανής από την ταβέρνα χθες βράδυ…
-Α, μάλιστα, τι κάνετε;
-Καλά είμαι. Δεν έχεις ένα σταθερό να σου τηλεφωνήσω;
-Έχω αλλά είμαι στο δρόμο και θα φτάσω σπίτι σε καμιά ώρα.
-Ε δως το μου και θα σε πάρω σε μια ώρα.
Ούτε σε αυτό το σημείο υποψιάστηκα κάτι. Μπορεί να ήθελε να
φάει, να κάνει μπάνιο, να δει ειδήσεις…
Κλείνω, φτάνω σπίτι μου και ενώ είμαι στο μπάνιο, βλέπω να
φωτίζεται το κινητό στην εταζέρα του μπάνιου και να κλείνει πάλι.
Τυλίγομαι με το μπουρνούζι, το κοιτώ, όπως μαντέψατε, είναι
ο Μελέτης.
Τον παίρνω πίσω.
-Ρία δεν έφτασες ακόμα σπίτι;
-Σπίτι είμαι εδώ και κανένα τέταρτο. Σου έδωσα το νούμερο
γιατί δε με πήρες;
-Παίρνω και δεν απαντάς και δοκίμασα και στο κινητό.
-Ήμουν στο μπάνιο και με το νερό να τρέχει δεν το άκουσα το
σταθερό.
-Κλείσε σε παίρνω.
Και με παίρνει. Μιλάμε για πολλά, δίνουμε ραντεβού την
Παρασκευή το βράδυ να πάμε για ποτό. Έμενε και σχετικά κοντά δώσαμε ραντεβού
στο Παγκράτι. Παίρνω το αυτοκίνητο και πάω.
Με περίμενε. Θετικό αυτό. Πάμε σε ένα μπαράκι,
παραγγέλνουμε, έρχονται τα ποτά, τα πίνουμε και κάνω νόημα στο σερβιτόρο να μας
φέρει άλλον ένα γύρο. Έρχονται τα ποτά, φέρνει το παιδί και το δεύτερο χαρτάκι
με το λογαριασμό.
Επειδή είμαι και άμαθη με τα δυο μαρτινάκια άρχισα να
ζαλίζομαι. Του εξηγώ ότι είμαι κουρασμένη και να πηγαίνουμε. Πληρώνει, παίρνει
τις αποδείξεις και προλαβαίνω να δω πως ο λογαριασμός ήταν 28 ευρώ. Του δίνει
το γκαρσόνι το δίευρο πίσω και αυτός το βάζει στην τσέπη του. Δεν αφήνει φιλοδώρημα.
Μου γυρνάει το μάτι αλλά δε λέω τίποτα γιατί έχω και
τρόπους.
Πάω προς το αυτοκίνητό μου.
-Γιατί ήρθες με το αυτοκίνητο; Νόμιζα πως έμενες κοντά.
-Κοντά μένω αλλά μες τη νύχτα δε θα περπατώ μόνη στα
σκοτάδια. Φοβάμαι λιγάκι. Και με τα τακούνια δεν μπορώ και να τρέξω γρήγορα…
-Και η βενζίνη, η φθορά του αυτοκινήτου, τα έξοδα;
-Ποια έξοδα καλέ, μπροστά στην ακεραιτότητα μου;
Τον καληνυχτίζω χωρίς να πάει το μυαλό μου στο φλέγον θέμα
γιατί όπως σας προείπα είχα πιει και δυο μαρτινάκια με τις ελίτσες τους, τα
λεμονάκια τους και ήμουν και νηστική!
Την παράλλη μέρα, μέχρι να το πάρω χαμπάρι γύρω στις ένδεκα,
είχα πέντε αναπάντητες από το Μελέτη.
Του τηλεφωνώ, μου δίνει χωρίς να το ζητήσω το τηλέφωνο στο
γραφείο του. Σκέφτομαι και εγώ το χαϊβάνι, πως δε θέλει να ακτινοβολείται με το
κινητό. Και αυτό κόλλαγε στον τρόπο σκέψης των εκπαιδευτικών. Του τηλεφωνώ από
το γραφείο και μου λέει να πάμε για φαγητό. Και δεν πάμε; Είναι γνωστό πως
σιχαίνομαι το μαγείρεμα, οπότε δε λέω ποτέ όχι για φαγητό έξω.
Δίνουμε ραντεβού πάλι στο Παγκράτι. Πάω με το τουτού, παρότι
ήταν μέρα. Παρκάρω, κλειδώνω, πάω στο σημείο του ραντεβού.
Με πιάνει αγκαζέ ο Μελέτης,
ρίχνουμε ένα τέταρτο ποδαρόδρομο και με πάει σε κουτούκι που δε θα πήγαινα ποτέ
μόνη μου. Υπόγειο, μικρό, μίζερο και όχι ιδιαίτερα καθαρό.
Έχω αρχίσει να φορτώνω. Πας ρε φίλε μια γυναίκα να την εντυπωσιάσεις
και τη φέρνεις σε ένα τέτοιο μέρος;
Δεν έχω διάθεση να μείνω και βγαίνει όλη η μέγαιρα από μέσα
μου.
-Καλέ τι αχούρι είναι αυτό που μ’ έφερες;
-Έχει καλή κουζίνα και οικονομική.
-Τι καλή κουζίνα ρε Μελέτη, αφού είναι αμφίβολης
καθαριότητας εκεί που είναι η βιτρίνα δηλαδή στην τραπεζαρία και θα είναι
καθαρά στην κουζίνα που δεν τη βλέπει και κανένας;
-Έχει καλές τιμές και παραβλέπεις μερικά πράγματα…
-Σιγά μην παραβλέπω. Καλύτερα να φάω στα goody’s που είναι πλαστικό το φαγητό παρά
εδώ. Εγώ εδώ δεν κάθομαι.
-Έλα βρε Ρία, θα δεις, οι τιμές είναι ασυναγώνιστες.
Εκεί το έπιασα το υπονοούμενο.
-Εγώ δεν επηρεάζομαι από τις τιμές, αλλά από αυτό που βλέπω!
και γυρνώ να φύγω.
Έρχεται πίσω μου στη σκάλα.
Μου έρχεται μια φλασιά και τον ρωτώ.
-Όταν μου πρωτοτηλεφώνησες, μου έκανες αναπάντητες ή απλά
δεν είχες το θάρρος να με καλέσεις και ενώ έπαιρνες το έκλεινες γιατί το μετάνιωνες;
Ναι παιδιά, όσο χαζό και αν είναι, αυτό είχα σκεφτεί μετά
που διαπίστωσα ότι ήταν ο Μελέτης.
-Σου έκανα αναπάντητη μου απαντά.
-Αυτοκίνητο έχεις;
-Όχι.
-Είσαι ένα άτομο, παίρνεις τόσα λεφτά και δεν έχεις
αυτοκίνητο;
-Έχει πολλά έξοδα.
Εν τω μεταξύ, κοιτούσα για ταξί. Βρίσκω ένα, του κάνω σήμα.
-Έχεις το αυτοκίνητό σου εδώ, μου λέει.
-Το ξέρω. Για να πάω στο αυτοκίνητό μου το θέλω.
-Και θα δώσεις τρία ευρώ για να πας δυο χιλιόμετρα; Ξέρεις
πόσο είναι τρία ευρώ; Είναι ένα χιλιάρικο.
-Και που να δεις που θα πάω μετά. Του λέω. Θα πάω στην Ιθάκη
να φάω τον αστακό μου, γιατί όσο αξίζω εγώ, δεν αξίζουν του κόσμου όλου τα
χιλιάρικα!!!
Και μπαίνω στο ταξί. Τηλεφωνώ από το κινητό μου στη Φανή.
-Το βράδυ που με κάλεσες στο τραπέζι με τους συναδέλφους
σου, ήταν τυχαία η συνάντηση με το διευθυντή σου ή επίτηδες;
-Επίτηδες. Του είπα την άλλη μέρα πως είδα μια παλιά μου
φίλη μετά από μερικά χρόνια που είχαμε να ιδωθούμε, πόσο δεν είχες αλλάξει και
επειδή είναι γεροντοπαλίκαρο, ήθελα να σας φέρω κοντά.
-Αναρωτήθηκες γιατί είναι γεροντοπαλίκαρο;
-Γιατί δε βρήκε τη γυναίκα που του ταιριάζει
-Όχι, γιατί είναι ταλιροφονιάς Φανή μου και της εξιστορώ τα
καθέκαστα. Η κοπέλα ακόμα ζητάει συγνώμη…