ΒΡΕ ΚΑΛΩΣ ΤΟ ΜΟΥ!

Ronin.gr - widget IP και λειτουργικού

17 Ιουλ 2012

ΑΥΤΟΣ Ο ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ ΘΟΡΥΒΟΣ (άλλο ένα λογοτεχνικό Σάββατο)

Της κρατούσε το χεράκι της. Το μικρό ντελικάτο χεράκι της. Μόνο μικρό και ντελικάτο δεν ήταν τώρα. Γεμάτο ρυτίδες που συνόδευαν τα 82 της χρόνια. Γεμάτο φλέβες που διαγράφονταν πεντακάθαρα. Γεμάτο σωληνάκια.
Και αυτός ο καταραμένος θόρυβος, μπιπ… μπιπ… μπιπ…  μπιπ…
Έμενε δίπλα της από το ξημέρωμα ως το σούρουπο. Μετά οι νοσοκόμες τον έδιωχναν. Τον έστελναν σπίτι του να ξεκουραστεί. Ήταν και αυτός 85 χρονών. Κουρασμένος όσο και κείνη. Γέρος όσο και κείνη. Μόνος όσο και κείνη. Αυτός στο οικείο σπίτι του, αυτή στο απρόσωπο νοσοκομείο.
Ήταν η σύντροφος της ζωής του. Ήταν το στήριγμα της ζωής του. Ήταν ο έρωτας της ζωής του.Είχαν γνωριστεί  μετά το τέλος του ανταρτοπόλεμου. Αυτή ήταν τότε κοπέλα 19 ετών. Αυτός ότι είχε τελειώσει την 3χρονη στρατιωτική θητεία του.
Ακόμα και στο σπίτι του το μυαλό του ήταν στο νοσοκομείο και σ’ αυτήν. Το πρωί τον βρήκε να ετοιμάζει με σχολαστικότητα τα νυχτικά που θα της πήγαινε. Έβαλε τον καφέ του στο μικρό θερμός και το έβαλε στην τσέπη του. Πήρε τη μικρή τσάντα και έβαλε μέσα τρία νυχτικά. Νυχτικά που ποτέ δεν είχε φορέσει όταν ήταν καλά και όταν τα αγόραζε του έλεγε, «Τα πήρα για το νοσοκομείο. Μην πάθω τίποτα και κάνω ρεζίλι το γιο μας». Και αυτός γέλαγε. Τώρα έβλεπε πόσο δίκιο είχε.
Πήρε το λεωφορείο και το μετρό. Έφτασε στο νοσοκομείο ακριβώς την ώρα που θα της έδιναν τα πρωινά της φάρμακα. Της τα έδωσαν και αυτός της έδωσε δυο σύριγγες με χυμό και νερό μέσω ενός σωλήνα. Μετά κάθισε, έβγαλε το σακάκι του, πήρε το μικρό θερμός και ήπιε μια γουλιά. Της έπιασε το χέρι και της είπε:
«Είδες Μαρία μου; Και τώρα μαζί πίνουμε το καφεδάκι μας».
Της χάιδευε το μικρό ντελικάτο χεράκι της. Γιατί παρά τις ρυτίδες, αυτός έβλεπε το μικρό χεράκι που είχε δει 53 χρόνια πριν στο χωριό του. Το μικρό χεράκι που κρατούσε και χόρευε στο πανηγύρι της Παναγίας. Εκεί την είχε πρωτοδεί. Και εκεί της ζήτησε να της πει το όνομά της. Και την άλλη μέρα της έστειλε προξενιά. Ο πατέρας  της, που είχε άλλες 6 κόρες, δεν το πολυσκέφτηκε. Έδωσε την ευχή του και τον Οκτώβριο στην ονομαστική του εορτή έγιναν οι γάμοι τους.
Ο Δημήτρης την πήρε στο πατρικό του και από την επομένη μέρα,  δούλευαν μαζί στα χωράφια. Δίπλα δίπλα. Να σκαλίζουν, να ξεβοτανιάζουν, να σπέρνει αυτός, να σπέρνει και αυτή. Και το καλοκαίρι να θερίζουν  μαζί, να μαζεύουν το καλαμπόκι, να μαζεύουν κεράσια που η Μαρία του έφτιαχνε γλυκό του κουταλιού να κερνούν τους μουσαφιραίους. Τα Χριστούγεννα του είπε πως ήταν έγκυος. Το Μάιο την κράταγε στην αγκαλιά του που έχανε το μωρό τους. Τα άλλα Χριστούγεννα ξανά ήταν έγκυος. Το ξανάχασε. Και αυτός έκλαιγε, αλλά όχι μπροστά της. Έπαψε να την παίρνει μαζί του στα χωράφια για να μην τον βλέπει που έκλαιγε. Όταν η ίδια το ζήτησε, ξανάρχισαν να δουλεύουν μαζί . Τα λεφτά που μάζευαν για τις γέννες, τους επέτρεψαν να φτιάξουν το σπιτάκι τους καλύτερο.
Της χάιδευε το μαγουλάκι και δεν έβλεπε τη χλωμάδα και την ηλικία της. Έβλεπε το χαμόγελο και τη σπιρτάδα των ματιών που τον μάγεψαν. Τα μάτια που εδώ και δυο μήνες ήταν κλειστά. Ήταν χωρίς λάμψη και που όταν τα άνοιγε δεν τον έβλεπαν με τη λατρεία που είχε συνηθίσει τόσα χρόνια. Μπιπ… μπιπ… μπιπ… μπιπ…
Το άλλο καλοκαίρι, η Μαρία του είπε ξαφνικά χωρίς γέλια, χωρίς δάκρυα, πως δε θα πήγαινε μαζί του στο χωράφι, γιατί πάλι ήταν έγκυος. Δεν υπήρξαν χαρές, δεν υπήρξαν εκδηλώσεις ελπίδας. Μόνο ένα κούνημα του κεφαλιού και ένα καπέλο γεμάτο βατόμουρα που της έφερε το απόγευμα που γύρισε από τη δουλειά. Ξαναμάζεψαν λεφτά για τη γέννα που για τρίτη φορά δεν έγινε. Το όνειρο της οικογένειας είχε πετάξει μακριά τους. Το είχαν πάρει απόφαση πως θα ήταν οι δυο τους. Αγόρασαν ένα μικρό οικοπεδάκι και το έκαναν τον κήπο του σπιτιού τους. Σ’ αυτόν τον κήπο, η Μαρία φύτεψε λουλούδια, μια κερασιά, και μια μουριά. Σ’ αυτόν τον κήπο έβαζε ντομάτες και αγγούρια, φύτευε κολοκυθάκια και πιπεριές, μαϊντανό και κρεμμυδάκια. Ένα μικρό τμήμα το έκανε όλο φασολάκια που μεγάλωναν γρήγορα και ο Δημήτρης τους περνούσε ψηλότερα καλάμια. Την έβλεπε με τη λευκή μαντίλα της που έκρυβε τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της να ποτίζει, να μαζεύει, να τακτοποιεί τον κήπο της και τη χαιρόταν όσο τίποτα.
Τώρα τα μαλλιά της ήταν κοντά και λευκά. Και αυτός ο καταραμένος θόρυβος ήταν εκεί, μπιπ… μπιπ… μπιπ… μπιπ…
Της έλεγε τα νέα του. Πως πέρασε τη νύχτα που έφυγε. Τι νέα είχε από το γιο τους. Το γιο τους…
Οκτώ χρόνια μετά το γάμο τους, και αφού είχε χαθεί κάθε ελπίδα να δημιουργήσουν μια πολυμελή οικογένεια, η Μαρία για τέταρτη φορά του είπε πως είναι έγκυος. Ήταν σχετικά μεγάλη. Πάλι δεν υπήρχαν χαρές και αγκαλιάσματα. Ξέρανε και οι δυο πως ίσως να μην τους έφερνε το μωρό που τόσο λαχταρούσαν και οι δυο. Η Μαρία μετά την τρίτη αποβολή, έπαψε να γελά και να αστειεύεται. Έπαψε να πηγαίνει στις αδερφές της που είχαν παιδιά. Δεν πολυπήγαινε επισκέψεις. Προτιμούσε να κάθεται και να κεντά. Αρχικά ήταν μερικά παιδικά ρουχαλάκια, τώρα ήταν καρέ και τραπεζομάντηλα για το σπίτι. Παρότι ήταν έγκυος, δεν άλλαξε τις συνήθειές της. Δεν πήγαινε παρά μόνο στην εκκλησία και τους γονείς της. Αλλά η εγκυμοσύνη προχωρούσε κανονικά. Πέρασε ο τέταρτος μήνας και μπήκε στον πέμπτο. Μια αγωνία ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Κάθε φορά που ο Δημήτρης  γυρνούσε από το χωράφι και την έβλεπε να κεντά κάτω από τη μουριά, έβγαζε ένα βαθύ αναστεναγμό. Η Μαρία άρχισε ξανά να τον υποδέχεται με χαμόγελο. Η κοιλιά της μεγάλωνε, ξανάρχισαν να μαζεύουν λεφτά για τη γέννα. Και τα έδωσαν για τη γέννα. Και η Μαρία ξανάγινε αυτή η χαρούμενη κοπέλα που παντρεύτηκε. Το αγοράκι τους ήταν τόσο ήσυχο και καλόβολο που η Μαρία πήγαινε πάλι μαζί με τον άντρα της στα χωράφια. Του έβαζε μια κουβερτούλα κάτω από το δέντρο και αυτή θέριζε με τον άντρα της. Τραγουδούσε και το μωρό σταματούσε τα κλάματά του. Όταν ξεκίνησε το σχολείο, η Μαρία καθόταν και διάβαζε μαζί του. Είχε πάει μόνο δημοτικό, αλλά αγαπούσε τα γράμματα. Έπαιρνε τα βιβλία του Κώστα και μόλις τον έβαζε για ύπνο, διάβαζε με τη μικρή λάμπα, συλλαβιστά συλλαβιστά όλο το βιβλίο. Και κάθε βράδυ άλλο. Μέχρι που έπαψε να συλλαβίζει και να βάζει το δάκτυλό της κάτω από τα γράμματα. Ο Κώστας τέλειωσε το δημοτικό και πήγε στην πόλη για το γυμνάσιο. Η Μαρία ήθελε να σπουδάσει. Ο Κώστας φαινόταν να τα παίρνει τα γράμματα. Του νοίκιασαν ένα δωμάτιο σε ένα σπίτι κοντά στην αδερφή της Μαρίας και του έβαλαν κρεβάτι, ένα μεγάλο τραπέζι να διαβάζει δίπλα στο παράθυρο και μια σόμπα γιατί ο χειμώνας ήταν εξίσου βαρύς και στο χωριό και στην πόλη. Όμως το γυμνάσιο είχε έξοδα. Και η Μαρία ξερίζωσε τα λουλούδια από τον κήπο του σπιτιού της και έβαλε μαϊντανό και σέλινο και κάθε Τετάρτη πήγαινε στην πόλη στη λαϊκή και πουλούσε τα ματσάκια για να ενισχύσει το οικογενειακό εισόδημα. Τα χέρια της σκλήρυναν από τη δουλειά στα χωράφια και τον κήπο της.
Ο Δημήτρης της χάιδευε τα χέρια που δεν είχαν σκληρίες πια, που ήταν μαλακά, άτονα και χωρίς δύναμη, της έκανε ασκήσεις στα χέρια και τα πόδια και την τάιζε το μεσημέρι που ερχόταν το φαγητό της.  Της έδινε τις σύριγγες και της μιλούσε. Για τις αδερφές της και τα εγγόνια τους. Για τους χωριανούς και τα κουτσομπολιά. Για τα πολιτικά και οικονομικά δρώμενα της χώρας. Βοηθούσε τις νοσηλεύτριες να την ντύσουν, έβαζε το προηγούμενο νυχτικό σε μια σακούλα και το έβαζε στην τσάντα του. Έβαζε κρύο νερό στο ποτήρι δίπλα από το κρεβάτι της, άνοιγε και έκλεινε τις κουρτίνες του δωματίου ανάλογα με τον ήλιο, της διάβαζε ειδήσεις από τις εφημερίδες. Και αυτός ο καταραμένος θόρυβος εκεί. Μπιπ… μπιπ… μπιπ… μπιπ…
Όταν ο Κώστας τέλειωσε το γυμνάσιο και ήθελε να σπουδάσει, ο Δημήτρης ήξερε πως με τα χρήματα από το χωράφι και τον κήπο της Μαρίας δε θα μπορούσαν να συντηρήσουν το γιο τους στην Αθήνα. Ο Δημήτρης έφυγε για την αθήνα  να βρει δουλειά. Η Μαρία έμεινε πίσω. Αλλά δεν είπε τίποτα. Έκρυψε το φόβο της, έκρυψε τη στενοχώρια της, έκρυψε τη μοναξιά της και χαμογέλασε και στους δυο όταν έφυγαν για την Αθήνα. Πήρε το γράμμα που έλεγε πως ο Κώστας πέρασε στην ιατρική και έκλαιγε συνέχεια από χαρά, από συγκίνηση, από περηφάνια. Πήρε και το γράμμα που της έστειλε ο Δημήτρης που της έλεγε πως βρήκε δουλειά σε ένα φορτηγό που μετέφερε εμπορεύματα και θα ήταν μούτσος. Δεν της άρεσε. Τι δουλειά είχε ένας βουνίσιος στα καράβια; Έκλαψε. Πολύ. Από φόβο, από αγωνία, από μοναξιά, από ανησυχία. Δεν άφησε όμως σε κανένα γράμμα που έστελνε στο Δημήτρη να φανούν τα συναισθήματά της. Συνέχισε να φροντίζει τον κήπο αλλά πήγαινε και μόνη της στα χωράφια. Δεν ήξερε πολλά και γι’ αυτό έβαζε φασόλια, καλαμπόκι, πιπεριές και έκανε τα χωράφια ένα μεγάλο μποστάνι που τόσα χρόνια είχε μάθει πώς να φροντίζει τα φυτά του. Και κάθε Τετάρτη πήγαινε στην πόλη και πούλαγε την πραμάτεια της. Τα λεφτά που έστελνε ο Δημήτρης από τα καράβια, έφταναν και περίσσευαν, αλλά αυτή τι άλλο να έκανε μόνη της στο χωριό; Τα βράδια διάβαζε τα γράμματα που της έστελνε ο Δημήτρης και βιβλία που της έστελνε ο Κώστας. Και κοιμόταν με δάκρυα στα μάτια.
Και τώρα δάκρυζαν τα μάτια της. Ο Δημήτρης της τα σκούπιζε τρυφερά, της μιλούσε γλυκά να μη στενοχωριέται γιατί θα στενοχωριέται και αυτός. Της μιλούσε για τα ταξίδια που έκανε και τις πόλεις που βγήκε και γνώρισε, όπως έκανε κάθε βράδυ από τότε που γύρισε κοντά της. Της έφτιαχνε τις κουβέρτες, της άλλαζε θέση στο κρεβάτι. Και το μπιπ… μπιπ… μπιπ… μπιπ… εκεί.
Όταν ο Κώστας πήρε το πτυχίο του, η Μαρία με τα χρήματα που μάζεψε τα χρόνια που δούλευε το μεγάλο μποστάνι της, είχε ένα μεγάλο κομπόδεμα. Ο γιος τους βρήκε αμέσως δουλειά, ο Δημήτρης γύρισε από τα καράβια και τώρα η Μαρία είχε το σύντροφό της. Είχαν μεγαλώσει και οι δυο. Ήταν πάνω από πενήντα, κοντά στα εξήντα. Ο Δημήτρης άρχισε να πηγαίνει στο καφενείο του χωριού, η Μαρία σταμάτησε να πηγαίνει στη λαϊκή, έπλεκε και κεντούσε και έκανε δώρα σε όλο το χωριό. Σε λίγα χρόνια βγήκαν και οι δυο στη σύνταξη. Ο γιος τους είχε πάρει ειδικότητα, με τα χρήματα της Μαρίας αγόρασε ένα διαμέρισμα, έφτιαξε  ιατρείο και δούλευε σε ένα μεγάλο νοσοκομείο. Μόλις ο Κώστας παντρεύτηκε, μετακόμισαν στην Αθήνα για να βοηθάνε τη νύφη τους που δούλευε και να κρατάνε τα εγγόνια. Η νύφη τους δούλευε στο ίδιο νοσοκομείο με τον Κώστα.
Στο ίδιο νοσοκομείο που η Μαρία κείτονταν σε ένα κρεβάτι μετά από ένα βαρύ εγκεφαλικό. Στο ίδιο νοσοκομείο που ο Δημήτρης πήγαινε κάθε μέρα για να πιει τον καφέ του μαζί με τη γυναίκα του παρ’ ότι αυτή δεν το ήξερε. Το ήξερε αυτός και ήταν το ίδιο. Στο ίδιο νοσοκομείο που ο γιος τους και η νύφη τους περνούσαν αμέσως μόλις ερχόταν το πρωί και πριν φύγουν  το μεσημέρι από τη δουλειά τους για το σπίτι τους . Που και αυτοί άκουγαν αυτόν τον καταραμένο θόρυβο,  μπιπ… μπιπ… μπιπ… μπιπ…
«Μπαμπά», του είπε μια μέρα ο Κώστας, «γιατί δεν αφήνεις τα κορίτσια να κλείσουν αυτόν τον εκνευριστικό θόρυβο; Δε σε ενοχλεί αυτό το μπιπ συνέχεια;»
«Όχι αγόρι μου, αυτός ο εκνευριστικός θόρυβος που λες εσύ,
αυτό το καταραμένο μπιπ,
κάθε μπιπ,
μου λέει πως η καρδιά της χτυπά και είναι ακόμα κοντά μου»,
 του είπε, και ο Κώστας έφυγε με σκυμμένο κεφάλι.
Και ο καταραμένος θόρυβος συνέχιζε, μπιπ… μπιπ… μπιπ… μπιπ… μπιπ…

22 σχόλια:

  1. Λες και το έβαλες στόχο.. να σημαδεύεις πληγές..
    Ακούω το μπιπ μπιπ μπιπ..εννιά χρόνια μετά τέτοιες μέρες......

    Η διήγηση σου πληγώνει μα λυτρώνει γιατί δείχνει πως οι αγάπες πάνε στον παράδεισο της ζήσης..

    Ρία μου πολλά πολλά φιλιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. εγώ ακούω τέτοια μπιπ κάθε μέρα...
      χαίρομαι που σου άρεσε αντιγόνη μου!

      Διαγραφή
  2. δεν έχω λόγια...με συγκίνησες! όλοι μια τέτοια αγάπη επιδιώκουμε....
    καλημέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. χαίρομαι νάσια μου που σου άρεσε. δεν μπορείς να φανταστείς τι έχω δει!

      Διαγραφή
  3. Δεν είναι μέρα να κλάιω τόσο... αλλά μου άρεσε αυτή την ιστορία, σε ένας ενοχλεί και στον άλλο είναι η ζωή του...

    Φιλιά, φιλενάδα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. μη μου θυμίζεις μπιπ μπιπ μπιπ...άσε τώρα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. το ξέρω έλενα μου, ξέρω και συγνώμη που σου έφερα άσχημες μνήμες!

      Διαγραφή
  5. Αχ, αυτός ο καταραμένος θόρυβος, πόσο τον μίσησα 2 μήνες πριν, πόσο μου λείπει τώρα. Τι δεν θα δινα να τον ξανακούσω....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. δεν είναι τραγικό; αυτό που σε ενοχλει, να σου δίνει και τόση ελπίδα ταυτόχρονα και τόση ανακούφιση!

      Διαγραφή
  6. τι συγκινητική ιστορία. Μου θυμίζει πολύ δικούς μου ανθρώπους αυτή η αγαπη και το δέσιμο των ηλικιωμένων.
    πολλά φιλιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ax βρε ζουζούνι....τρυφερούλικο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. ζουζούνι δε με λες. με αναβολικά ίσως. είμαι ΄και ένα και εβδομήντα...

      Διαγραφή
  8. Πολύ τρυφερό, τόσο ανθρώπινο, πολύ λυπητερό.
    Ρία μου γράφεις πολύ ωραία.
    Πολλά φιλιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. σε ευχαριστώ μαρία μου. τι κάνεις; πως είναι τα ¨παιδιά¨;

      Διαγραφή
  9. Δηλαδή κοτζαμάν γιατρός δεν ήξερε ότι αυτό το "μπιπ-μπιπ" σήμαινε ότι η γυναικά είχε σφυγμό κι ήταν ζωντανή;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. αυτό ρώτησε; για΄τι άν αυτό κατάλαβες, ξαναδιάβασέ το.

      Διαγραφή
    2. Αυτό είναι που καταστρέφει όλη την αφήγηση.

      Διαγραφή
    3. ούτε μπήκες στον κοπο να διαβάσεις ότι έγραψα.
      δε ρώτησε τι είναι αυτος ο θόρυβος, ρώτησε γιατί δεν τον κλείνει. επειδη αν είχες ποτέ παρόμοια εμπειρία, θα ηξερες ότι είναι εξαιρετικά εκνευριστικός.
      και η απάντηση είναι αυτή που δίνει συναισθηματική φόρτιση σε όλα τα γραφόμενα.
      καλύτερα απο το να διαβάζεις εμένα, να αρχίσεις με τα παραμυθάκια. ίσως μάθεις εκτος από το να συλλαβίζεις, να κατανοείς ταυτόχρονα και ότι διαβάζεις!

      Διαγραφή
  10. Σορρυ βρε φιλεναδα αλλα δεν αντεξα να το διαβασω ολο το σεντονακι! Καλοκαιρι διοτι .. χεεχ
    φιλια

    ΑπάντησηΔιαγραφή

οι δικές σου σκέψεις ποιές είναι;

σχόλια γραμμένα με αγγλικούς χαρακτήρες θα σβήνονται αμέσως. αν δε γνωρίζετε πως γυρνά το πληκτρολόγιο στα ελληνικά, ρωτήστε να μάθετε!

Από το Blogger.

ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ ΕΔΑΦΗ

ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ ΕΔΑΦΗ
ΑΝ ΔΕΝ ΠΑΙΝΕΨΕΙΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ ΠΕΦΤΕΙ ΚΑΙ ΣΕ ΠΛΑΚΩΝΕΙ

Αναγνώστες