Γύρισε και κοίταξε το Νίκο. Του
πετούσε την μπάλα. Όχι πολύ δυνατά, ίσα που να του έρθει στα χέρια. Την έπιασε
και την πέταξε πίσω στο Βασίλη. Αυτός την έπιασε και την πέταξε στην Άννα. Αυτή
την έχασε και έβγαλε μια τσιρίδα που τα αγόρια όταν ήταν μόνα τους, την
κορόιδευαν. Έτρεξε και την έπιασε. Την ξαναπέταξε στο Στάθη και αυτός πίσω
στο Νίκο και αυτός στον Αντώνη. Ο Αντώνης του χαμογέλασε και το
παιχνίδι συνεχίζονταν. Ο ήλιος ανέβηκε πολύ ψηλά. Η Άννα γκρίνιαζε. Ήθελε να
πάνε κάπου σκιερά. Όλοι το ήθελαν και ο Αντώνης το ήθελε. Όμως μέσα στο δάσος,
γύρω από το απομονωμένο σπίτι των γονιών του Αντώνη, το έδαφος δε θα επέτρεπε
να πάει το καροτσάκι του.
Όλοι ξεκίνησαν για το δάσος με την Άννα
να έχει την μπάλα και να τρέχει χαχανίζοντας. Τα αγόρια άρχισαν να την
κυνηγούν.
Ο Νίκος πλησίασε τον Αντώνη, πήγε
από πίσω του και άρχισε να σπρώχνει το καροτσάκι του προς την κεκλιμένη ράμπα
που είχε φτιάξει ο πατέρας του Αντώνη όταν μετά και από το τελευταίο χειρουργείο,
κάθε ελπίδα έσβησε…
Έσπρωξε το καροτσάκι με τον Αντώνη
στη σκιερή βεράντα. Του έβαλε το φρένο και μπήκε στο σπίτι. Η μητέρα του Αντώνη
τον κοίταξε με ένα βλέμμα όλο ευγνωμοσύνη. Ο Νίκος έκανε πως δεν το είδε.
- Μήπως έχετε κάτι δροσερό κυρία Ελένη;
- Πήγαινε έξω αγόρι μου και θα σας φέρω. Είστε όλοι ή μόνο
εσείς οι δυο;
- Μόνο εμείς κυρία Ελένη…
Και ξαναβγήκε έξω. Κάθισε δίπλα στον
Αντώνη.
- Πήγαινε να παίξεις με τους άλλους στο δάσος, του είπε ο Αντώνης.
- Σώπα καλέ… θα σκάσω, εδώ θα μείνω να ξεκουραστώ. Η μαμά
σου μας φέρνει χυμούς. Και σιγά μη χάσω το χυμό
για να ακούω τις τσιρίδες της Άννας!
- Είσαι φίλος ρε Νίκο.
- Και συ ρε Αντώνη…
Και οι δυο φίλοι, κάθισαν μέχρι αργά
το απόγευμα στη βεράντα του σπιτιού του Αντώνη. Ήπιαν χυμούς, έφαγαν, έπαιξαν
ντάμα, γκρινιάρη, προσπάθησαν να μάθουν
τάβλι, αλλά τα οκτώ χρόνια τους, δεν τους άφηναν μυαλό για να παρακολουθήσουν
τις οδηγίες που έδινε ο πατέρας του Αντώνη…Τελικά και ώρα πολλή μετά που οι
υπόλοιπα χαιρέτησαν από μακριά όπως έφευγαν για τα σπίτια τους, έφυγε και ο Νίκος.
Και ο Αντώνης έμεινε να κοιτά τον
πατέρα του που έγραφε, που διάβαζε, τη μητέρα του που έραβε και που και που του
χαμογελούσε.
Ο Αντώνης δεν άντεχε το βλέμμα της.
Τον πόνο της και τη θλίψη της που το παιδί της, θα ήταν καθηλωμένο για πάντα σε
μια αναπηρική πολυθρόνα… έσκυβε και διάβαζε.
Μέσα από τα βιβλία, ταξίδευε σε
χώρες που είχαν πάψει να υπάρχουν. Γινόταν αυλικός στην αυλή του Αζτέκου
αυτοκράτορα Μοντεζούμα. Γινόταν ένας από τους τέσσερις σωματοφύλακες. Κυνηγούσε
το Μόμπυ Ντικ. Πετούσε με μαγικό χαλί. Έκανε παρέα με τη μικρή γοργόνα και
βοηθούσε τον κοντορεβυθούλη να βρει το δρόμο του…
Και όταν τον έπαιρνε ο ύπνος, ο
πατέρας του τον πήγαινε αγκαλιά στο κρεβάτι του. Και εκεί τα όνειρα συνεχίζονταν. Εκεί ο Αντώνης
έτρεχε, εκεί ο Αντώνης, έπαιζε και έπιανε την μπάλα πηδώντας ψηλά. Έπαιζε μήλα,
έπαιζε κρυφτό, έτρεχε μαζί τους μέσα στο δάσος, σκαρφάλωνε στα δέντρα, κυνηγούσε σκίουρους και
πηδούσε στο ποτάμι από πέτρα σε πέτρα, γλίστραγε, έπεφτε στα νερά, σκαρφάλωνε
στην όχθη και γυρνούσε λασπωμένος σπίτι για να ακούσει τις γκρίνιες της μητέρας του…
Και το πρωί ξανακαθόταν στην καρέκλα
με τις τέσσερις ρόδες που τα τελευταία πέντε χρόνια είχαν γίνει οι μόνιμοι
σύντροφοί του. Το ταξίδι με το αυτοκίνητο του μπαμπά του μέχρι το σχολείο, η επιστροφή
με τη μαμά και το μικρό σαραβαλάκι της,
φαγητό, διάβασμα, και μετά στη βεράντα συντροφιά με τα βιβλία του. Αφού
δεν είχε κάτι άλλο να κάνει, διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε… Κάποιες φορές όταν δεν είχαν πολύ διάβασμα, ο Νίκος και τα
άλλα παιδιά έρχονταν και κάθονταν μαζί του. Ο Νίκος πολύ πιο συχνά από τους
άλλους και ο Νίκος ήταν και ο φίλος του στο σχολείο. Τον έβγαζε στο διάλειμμα
με την τροχήλατη καρέκλα του, τον έτρεχε γύρω γύρω στο προαύλιο, του έδινε
χαρτάκια με αστεία στην τάξη, και μερικές φορές, καθόταν στα πόδια του Αντώνη
και ο Αντώνης γύρναγε τις ρόδες και κάνανε το γύρο του προαυλίου και
ξεκαρδίζονταν στα γέλια…
Πέντε χρόνια από τότε που ο Αντώνης
έπαθε οστεομυελίτιδα και άρχισαν οι βασανιστικές θεραπείες και τα χειρουργεία.
Οι πόνοι, τα τρυπήματα, οι πυρετοί, η απογοήτευση…
Ένα χρόνο τώρα το πήραν απόφαση. Ο
πατέρας του Αντώνη άφησε τη θέση του στην επιχείρηση και γύρισε στη μικρή
επαρχιακή πόλη και ανέλαβε τη μικρή
επιχείρηση του πατέρα του. Αγόρασε μια αγροικία που ήταν στα περίχωρα της
μικρής πόλης και όλη η οικογένεια προσπαθούσε να ξεχάσει τα νοσοκομεία και τα
τέσσερα χρόνια που πέρασε μέσα-έξω σε αυτά…
Ώσπου μια μέρα ο πατέρας του γύρισε
στο σπίτι νωρίτερα και κλείστηκε στην κουζίνα με τη μητέρα του Αντώνη. Ο Αντώνης
ανησύχησε. Έβγαλε το φρένο και σιγά
σιγά, κύλισε την καρέκλα δίπλα στην κουζίνα. Δεν μπορούσε να ακούσει καλά. Μόνο
δυο τρεις κουβέντες. Χειρουργείο, φυσικοθεραπεία, μεταλλικά εμφυτεύματα (δεν
ήξερε τι ήταν αυτά), καθηγητής. Άκουσε τη μητέρα του να κλαίει, να λέει πως δεν
μπορεί να τον υποβάλλει σε νέες ταλαιπωρίες. Άκουσε τη λέξη απογοήτευση.
Κατάλαβε. Κύλησε πάλι το καροτσάκι
του στη βεράντα. Έπιασε το βιβλίο του. Ήταν του Ιουλίου Βερν. Από τη γη στη
σελήνη. Αν αυτοί μπήκαν σε μια μπάλα να
πάνε στο φεγγάρι, αυτός δε θα πολεμούσε να σηκωθεί από την καρέκλα του;
Περίμενε να βγουν οι γονείς του έξω.
Δεν τους είπε τίποτα. Περίμενε να δει τι θα του πουν αυτοί. Δε μίλησαν καθόλου.
Μόνο που τα κόκκινα μάτια της μητέρας του τα έλεγαν όλα. Το φόβο, την αγωνία,
την ελπίδα, την απογοήτευση…
Και μίλησε αυτός.
- Μαμά, θα το κάνω. Τι είχα, τι έχασα. Αν περπατήσω θα είναι
θαύμα. Αν όχι, θα πάρουμε μεγαλύτερη καρέκλα. Αυτή αρχίζει και με στενεύει
λίγο.
Αυτά είπε. Τίποτα άλλο. Ο πατέρας
του τον αγκάλιασε. Και έκλαιγε σιωπηλά. Όπως πάντα.
Έφυγαν την άλλη μέρα για την Αθήνα.
Το νοσοκομείο μεγάλο, απρόσωπο. Οι νοσηλευτές και οι γιατροί, λιγομίλητοι. Οι
γονείς με την απόγνωση και την απορία στο πρόσωπο. Ο Αντώνης χαμογελαστός και
ελπίζοντας.
Τη μέρα του χειρουργείου, πριν φύγει,
χτύπησε το τηλέφωνο του πατέρα του. Ο πατέρας του το σήκωσε και το έδωσε στον Αντώνη.
Ήταν ο Νίκος. Είχε μάθει από τον παππού του Αντώνη ότι θα έκανε άλλη μια
εγχείρηση και του τηλεφώνησε να του ευχηθεί καλή επιτυχία. Εκεί ο Αντώνης
λιποψύχησε. Βούρκωσε. Ένας κόμπος του έκλεισε το λαιμό. Αν πετύχαινε η
εγχείρηση, θα έτρεχε μαζί με το Νίκο. Αν όχι, θα συνέχιζε να τον τσουλά ο Νίκος…
Στο χειρουργείο ο αναισθησιολόγος
του είπε να σκεφτεί όμορφα πράγματα. Ο Αντώνης σκεφτόταν το Νίκο, το δάσος, τα
δέντρα, τα πουλιά που πετούσαν ανέμελα πάνω από τα δέντρα και έβλεπαν τα πάντα
από ψηλά. Αυτός ο μικρός οκτάχρονος Αντώνης έβλεπε τον κόσμο από τα ογδόντα
εκατοστά της αναπηρικής παιδικής πολυθρόνας του. Ο Αντώνης σκεφτόταν ότι
πολεμούσε και νικούσε ένα μεγάλο δεινόσαυρο.
Και μετά ξύπνησε. Οι γονείς του δε
μιλούσαν. Χαμογελούσαν. Όχι μόνο με τα χείλη αλλα και με τα μάτια. Ο Αντώνης
κατάλαβε. Χαμογέλασε. Ας πονούσε. Ας ένιωθε ξερό το στόμα του. Ας δίψαγε.
Χαμογέλασε. Θα το περνούσε και αυτό.
Και μετά ακολούθησαν οι
φυσικοθεραπείες. Επίπονες. Κουραστικές. Συνεχείς. Πρωί απόγευμα.
Ο παππούς του Αντώνη έφτασε μια μέρα
με ένα μεγάλο κουτί. Είχε μέσα κάρτες και δώρα από το Νίκο και τους συμμαθητές
του. Αγκάλιασε τον Αντώνη και του άδειασε το κουτί στα πόδια του Αντώνη. Και αυτός
διάβαζε τις κάρτες. Χάιδευε τα βατράχια, έπαιζε με τα αρκουδάκια, προσπαθούσε
να λύσει τον κύβο του ρούμπικ και κράτησε την κάρτα του Νίκου δίπλα από το
μαξιλάρι του.
Πέρασαν τρεις επίπονοι μήνες. Και έφτασε
η μέρα που ο Αντώνης χαιρέτησε τους γιατρούς, τις νοσοκόμες, τους φυσικοθεραπευτές
και έφυγε για το χωριό του. Πέρασε από το σχολείο μπροστά. Ρώτησε τον μπαμπά
του τι ώρα ήταν. Ο πατέρας του του είπε. Λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι για το
τελευταίο διάλειμμα.
- Μπαμπά μπορούμε να σταματήσουμε;
- Φυσικά αγόρι μου.
Μερικά λεπτά αργότερα, χτυπούσε κάποιος
την πόρτα της τρίτης δημοτικού. Η δασκάλα άνοιξε πριν καλά καλά καταλάβουν οι
μαθητές τι έγινε. Και μια φωνή ακούστηκε.
- Μάγκες πάμε για μπάλα; Μου την έταξε ο Νίκος όταν ήμουν
στο νοσοκομείο!
Έγινε πανζουρλισμός. Οι δυο φίλοι
αγκαλιάστηκαν και γέλαγαν. Όλοι χειροκροτούσαν. Ο Αντώνης έφυγε.
Γύρισε στο αυτοκίνητο. Ο μπαμπάς του τον περίμενε.
- Τι έγινε Αντώνη; Γιατί δεν κάθισες κι άλλο;
- Γιατί θα έρθουν όλοι στο σπίτι μετά το σχολείο. Ο Νίκος
μου έταξε μπάλα αν μπορώ να τρέξω να την πιάσω.
Όταν ο Νίκος και όλοι οι φίλοι τους ήρθαν
στο σπίτι το απόγευμα, τίποτα δε θύμιζε τα μίζερα απογεύματα που τέσσερα υγιή
παιδιά έπαιζαν με ένα άλλο παιδάκι σε αναπηρική πολυθρόνα. Ο Αντώνης τους περίμενε
στην πόρτα. Έτρεξε όταν τους είδε από μακριά. Λίγο άγαρμπα, αλλά έτρεξε. Ο Νίκος
έφτασε πρώτος με μια καινούργια μπάλα με ένα κόκκινο φιόγκο.
- Στην έταξα, στην έφερα. Πως αισθάνεσαι;
- Σα να περπατώ πάνω
από τις κορυφές των δέντρων, φιλαράκι, και κλώτσησε την μπάλλα.
Και ναι λατρεμένη, με συγκίνησες
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι μου άρεσε το όμορφο τέλος
μου άρεσε πολύ, σ αγαπώ!
και εγώ σε αγαπώ γλυκέ μου.
Διαγραφήχαίρομαι που σου άρεσε!
Τουλάχιστον τελειώνει ωραία.. :)
ΑπάντησηΔιαγραφήε μα δε θα τέλειωνε ωραία;;; όλο να κλαίτε θα σας έχω;
ΔιαγραφήΜας κατεστρεψες παλι βραδιατικα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολυ ομορφο και γλυκο τελος!!!!
χαίρομαι που σου άρεσε. και γιατί σας κατέστρεψα; χαρούμενο τέλος ειχε!
Διαγραφήπιο πολυ συγκινήθηκα με το Νίκο! μου θύμισε τον αδερφό μου που έκανε ακριβώς το ιδιο με εναν παιδικό του φίλο και ακόμα και τώρα είναι ο μοναδικός που του κάνει παρέα....καληνύχτα!
ΑπάντησηΔιαγραφήχαίρομαι που έχεις τέτοιο αδερφό νάσια.
Διαγραφήτι κάνουν τα ζουζούνια;
συγκινητικό βεβαίως και με ελπιδοφόρο τέλος, να είσαι καλά
ΑπάντησηΔιαγραφήόμορφέ μου, χαίρομαι που σου άρεσε!
ΔιαγραφήΠολύ συγκινήθηκα Ρία μου. Μακάρι να γινόταν να υπήρχε λύση για όλους τους Αντώνηδες του κόσμου. Και μακάρι να είχαμε όλοι ένα φίλο σαν τον Νίκο, πάντα δίπλα μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ μου άρεσε που μια φράση σου έδωσε το έναυσμα για ένα τόσο ωραίο διήγημα με όμορφο ελπιδοφόρο τέλος.
Και πάλι μπράβο, το έχω ξαναπεί γράφεις εξαιρετικά!!!
δυστυχώς μαρία μου, δεν είναι όλοι έτσι. ειδικά τα παιδιά είναι πολύ σκληρά!
Διαγραφήευχαριστώ πολύ φιλενάδα!
Πολύ όμορφα γράφεις Ρία μου. Συγκινήθηκα με την ιστορία σου. Νομίζω τέτοιοι φίλοι υπάρχουν μόνο ανάμεσα στους άντρες. Λες οι άντρες να είναι πιο ευαισθητοι απο τις γυναίκες??
ΑπάντησηΔιαγραφήφιλιά πολλα
η αλήθεια είναι πως η φιλία των ανδρών είναι πολυ πιο δυνατή από των γυναικών. ίσως τελικά να μην είμαστε εμείς το αδύνατο φύλο!
Διαγραφήευχαριστώ μαρία!
Ωραίο ανάγνωσμα!
ΑπάντησηΔιαγραφήχαίρομαι που σου άρεσε φίλε μου!
ΔιαγραφήΠολύ συγκινητικό...
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκια Ρία μου:)
συγκινητικό μέν, αισιόδοξο δε!
Διαγραφήφιλια κοπελιά.η ώρα η καλή!
Εσύ πρέπει να έχεις δεί πολλά από αυτά τα όμορφα πράγματα εκεί που δουλέυεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ μου άρεσε την ιστορία!
Φιλιά πολλά. Σε έγραψα στο μλπογκ μου!
αν έχω δει...
Διαγραφήδε θες να ξέρεις.
χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία φιλενάδα. μπον ντία στα ζουζούνια σου!
Αχ πόσοι Αντώνηδες...αλλα και πόσες ελπίδες...όσο υπάρχουν Nικολιδες...
ΑπάντησηΔιαγραφήφιλια κοριτσάρα μου!!!
ακριβώς έτσι φιλενάδα!!!
Διαγραφήφιλιά!
Ωραίο Ρια μου, να σε καλά
ΑπάντησηΔιαγραφήχαίρομαι που σου άρεσε φούλη μου. τι κάνει η μπουμπού;;;
Διαγραφή