Αχ κούλα τι με κάνεις!!! Που έλεγε και σε μια παλιά βιντεοταινία ο Ψάλτης! (Η Κούλα, είχε ένα διαγωνισμό στο μπλογκ της και η δική μου συμμετοχή είναι η παρακάτω).
Ας είναι, μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει.
Πρωτοχρονιά 2007
Η καλή νοικοκυρά, είναι δούλα και κυρά. Αυτό βέβαια, δεν ισχύει για μένα, γιατί πληρώνω γυναίκα για τις δουλειές. Τα κομψά και λεπτεπίλεπτα χεράκια μου, δεν είναι για δουλειές! Είναι μόνο για χαρτί και μολύβι. Άντε και πληκτρολόγιο. Είμαι λόγι-α, τι να κάνουμε;;; Έχει έρθει η γυναίκα από τις 29 του μήνα, έχει κάνει το σπίτι κουκλί, την έχω βοηθήσει και εννοείται ότι είμαι πτώμα. Κάνω μπάνιο, αποτρίχωση, πήλινγκ, μποτέ και περιμένω. ‘Ερχεται το πρόσωπο το απόγευμα, ανάβω τζάκι, βάζω κόκκινο κρασί, φαγητό που έφτιαξε η μαμά μου (σιγά μην το έφτιαχνα εγώ) και αρχίζει μαραθώνιος σεξ πάνω στο κινέζικο, χειροποίητο, ανάγλυφο χαλί μπροστά στο τζάκι…
Ωραία περάσαμε, μεταξύ τρίτου και τέταρτου γύρου, χτυπάει το κινητό του και φεύγει για ένα έκτακτο χειρουργείο. Η ώρα μπορεί να ήταν και τέσσερις το πρωί.
Σηκώνομαι τακτοποιώ τα δέοντα, χρονιάρες μέρες ήταν έπρεπε το σπίτι να είναι στην εντέλεια, χάνω κανένα δίωρο και λέω, δεν πάω στην έξτρα λαρτζ κρεββατάρα μου να πέσω για ύπνο; Και πήγα.
Αμ δε, δε μου έφτανε η κούραση με τις δουλειές, η ερωτική καταπόνηση, η αϋπνία, έρχεται και το έθιμο με τα κάλαντα! Επτά το πρωί, χτυπάει το θυροτηλέφωνο που κάνει και ένα διαολεμένο ήχο (ξυπνάει αρκούδα από χειμέρια νάρκη). Σκέπτομαι και πολύ λογικά, ότι μάλλον είναι ο σύντροφος που τέλειωσε το χειρουργείο. Πάω και ανοίγω και περιμένω στην πόρτα να ανέβει με το ασανσέρ, είμαι και τρυφερή (τρομάρα μου). Φευ, δεν ήταν!
Ήταν τα παιδιά που λένε τα κάλαντα. Ας είναι, λέω, με βρήκαν να τα περιμένω στην πόρτα (με το σέξυ νυχτικό και τα πασουμάκια με το τακούνι και τη γουνίτσα), ας τα ακούσω μέσα στη νύστα μου (δεν είμαι και γαϊδάρα να τους κλείσω την πόρτα κατάμουτρα) και ψάχνω το πορτοφόλι μου. Άλλη γκαντεμιά, έχω μόνο πενηντάευρα. Δεν είμαι γύφτισσα να τους πω δώστε μου ρέστα, και έτσι τους έδωσα πενήντα ευρώ. Τα τρία παιδάκια πήραν το πενηντάευρο και είπαν και στα άλλα παιδιά ότι δίνω γερό μπουρμπουάρ! Έτσι κάθε πέντε λεπτά χτύπαγαν τα πιτσιρίκια το κουδούνι. Άνοιξα άλλες δυο τρεις φορές (με τη ρόμπα τις επόμενες, για να μη μου βγει και κανένα όνομα στη γειτονιά) και μετά δεν ξανάνοιξα την πόρτα. Όμως, τα διαολάκια χτυπούσαν τα κουδούνια. Όπότε ύπνος γιοκ!
Έφτασε αισίως η ώρα έντεκα. Έχω πιει δυο καφέδες γιατί αλλιώς θα ήμουν για τα πανηγύρια. Μου τηλεφωνεί ο γιος μου για να πάμε στα μαγαζιά. Και πάμε. Κατεβαίνουμε από το μετρό στο Σύνταγμα, περπατάμε στην Ερμού, φτάνουμε Μοναστηράκι, γυρνάμε στο Χόντος της Ομόνοιας, πάμε στο Μετρόπολις στην Πανεπιστημίου, ανεβαίνουμε στο Κολωνάκι, γυρνάμε στο Σύνταγμα, κατεβαίνουμε από το δρόμο πίσω από την παλαιά βουλή στην Αθηνάς, πάμε στην πλατεία Δημαρχείου για δεύτερη φορά, ανεβαίνουμε από τα Νότος Γκάλερι, φτάνουμε στο Πλαίσιο του Συντάγματος, πίνουμε καφέ στα Μακ Ντόναλντς και επιτέλους γυρνάμε στα σπίτια μας. Φορτωμένοι και οι δυο σα ζώα. Γυρνάω στο σπίτι γύρω στις οκτώ το βράδυ.
Εγώ είμαι άυπνη από το προηγούμενο πρωί, νηστική γιατί ο κύριος δεν ήθελε να σταματήσουμε για φαγητό και να χάσουμε χρόνο και γιατί αν έτρωγα, θα έπρεπε να το ναρκώσω το βόα μου!, δηλαδή να κοιμηθώ (πόσο καλά με ξέρει το κουκλί μου), κουρασμένη και μετά από δέκα ώρες περπάτημα, είμαι χώμα. Νυστάζω, πονούν τα πόδια μου, τα χέρια μου είναι πιασμένα, ο ώμος που στήριζα την τσάντα μου ρίχνει σουβλιές. Έτοιμη να πέσω σε λήθαργο. Δεν προβλέπεται όμως.
Κάνω μπάνιο, πίνω ένα ποτήρι κόκα κόλα που έριξα μέσα μια κουταλιά νες καφέ (κόλπο νοσοκομειακό, τούρμπο γίνεσαι, αλλά φαίνεται ότι ήμουν τόσο χάλια που μάλλον δεν έπιασε το κόλπο!) ντύνομαι, βάφομαι και φεύγω για τη μαμά μου γιατί θα αλλάξουμε το χρόνο όλη η οικογένεια μαζί, με την αδερφή μου με τα παιδιά της με τον άντρας της και τα πεθερικά της και τα κουνιάδια της.
Πάω κατά τις έντεκα, έχει βαβούρα, τέσσερα παιδιά και ένα το δικό μου, πέντε. Από ένα αααα να κάνουν όλα, γίνεται φασαρία. Γέλια, φωνές, αστεία, με έπιασε ένας πονοκέφαλος. Έρχεται η αλλαγή του χρόνου, φιλιά, σαμπάνιες, δώρα, μηνύματα, τηλεφωνήματα, γενικά μια χαρούμενη φασαριόζικη ατμόσφαιρα κυριαρχεί. Εγώ πτώμα που σέρνεται στα πόδια του. Το τι μαλακίες πρέπει να είπα εκείνο το βράδυ, δεν ξέρω. Το μόνο που θυμάμαι, είναι πως ευχήθηκα στο νιόπαντρο αδερφό του γαμπρού μου, του χρόνου με μια καλή κοπέλα!!! Γύρω στις δύο, έρχεται από κάτω ο σύντροφός μου και με παίρνει να πάμε με την παρέα του να διασκεδάσουμε σε ένα νυχτερινό κέντρο. Και πάμε.
Ωραία ήταν, ωραία μουσική, καλό φαγητό, καλό κρασί, καθαρή ατμόσφαιρα παρά τα τσιγάρα, αλλά εγώ ήμουν σα ζόμπι, είχα μέσα σε δυο εικοσιτετράωρα κοιμηθεί μόνο δυο ώρες και ίσως ούτε και τόσες. Που κέφι για χορό; Έπιανα το ποτήρι το κολωνάτο να πιώ κρασί και έτρεμε το χέρι μου. Ο φίλος μου νόμιζε ότι κρύωνα και με αγκάλιαζε να με ζεστάνει και έτσι ακουμπισμένη πάνω του, με ζεστασιά και σε μαλακό μαξιλαράκι, έτοιμη ήμουν να αρχίσω να ροχαλίζω σαν ατμομηχανή. Με λυπήθηκε κάποια στιγμή ή είχε κάτι άλλο στο μυαλό του, κάτι πονηρό και βρώμικο και με ρώτησε αν ήθελα να φύγουμε. Εγώ δεν άκουσα και του έγνεψα όχι. Νόμιζα ότι με ρώταγε αν κρύωνα. Και φύγαμε από εκεί γύρω στις έξι το πρωί ίσως και αργότερα. Κάναμε και πόση ώρα να πάμε σπίτι που όταν φτάσαμε ήταν μέρα μια χαρά. Τρίτη μέρα αϋπνίας.
Πάμε σπίτι και ανάβουμε το τζάκι, και καθόμαστε μπροστά στη φωτιά, και αρχίζουμε να καλωσορίζουμε την καινούργια χρονιά με το δικό μας τρόπο, δηλαδή οριζόντια και με τα πόδια μου να κάνουν το σήμα της νίκης στον αέρα!
Και ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο. Το δικό μου, όχι το δικό του. Με κοιτά το πρόσωπο με ένα βλέμμα που σκότωνε. Ποιος σου τηλεφωνεί Ρία, τέτοια ώρα;;; η ώρα ήταν δεν ήταν οκτώ και μισή. Το κοιτάω και δεν αναγνωρίζω το νούμερο στην οθόνη. Δεν το σηκώνω και συνεχίζουμε τις αθλοπαιδιές. Υποθέτουμε και οι δυο ότι μάλλον πρόκειται για λάθος και δε μας επηρεάζει.
Σε λίγο, ξαναχτυπά το τηλέφωνο. Ξανακοιτάζω να δω το νούμερο, δεν το αναγνώρισα, και το ξανααγνοούμε. Προσπαθούμε να συνεχίσουμε, αλλάζουμε στάση, σκαλίζουμε τη φωτιά και πάνω που άρχισε το καλό το πράμα, το τηλέφωνο ξαναχτυπά, σταματάμε, για τρίτη φορά, το σηκώνω και βρίσκομαι προ εκπλήξεως.
Είναι η κομμώτριά μου. Θέλει να μου ευχηθεί και να μου ζητήσει μια χάρη. Θέλει να πάω στο κομμωτήριο εκείνη την ώρα, να με χτενίσει, για να είμαι η πρώτη που θα μπω στο κομμωτήριό της για γούρι. Της εξηγώ ότι είμαι άυπνη, ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ενοχλεί, (δεν το πιάνει το υπονοούμενο), της λέω ότι είμαι στη μέση ενός πολύ όμορφου καλωσορίσματος του καινούργιου χρόνου (ούτε έτσι το έπιασε το υπονοούμενο και παραιτήθηκα). Αλλά επιμένει γιατί μια πολύ καλή της πελάτισσα θέλει να πάει στις δέκα το πρωί να χτενιστεί γιατί αρραβωνιάζει την κόρη της. Με θεωρεί και γουρλού, κάθε πρώτη του μήνα αν δεν πάω εγώ δε βάζει πελάτισσα μέσα, αρχίζει τις γκρίνιες ότι πρέπει να της κάνω τη χάρη γιατί δεν εμπιστεύεται καμιά άλλη, τις άλλες μέρες γιατί μπορώ; και μπούρου μπούρου μπούρου κλάψα και αφού δεν της είπα (γιατί είμαι και καλόψυχη, η ρουφιάνα), ότι τις άλλες δεν είναι πρωτοχρονιά ούτε είμαι με τον γκόμενο ανάμεσα στα πόδια (θα σοκαριζόταν και δεν έκανε χρονιάρα μέρα να της την πω έτσι χοντρά), τι να κάνω; τις λέω οκ! Όποτε τι κάνω; Πίνω άλλον έναν καφέ, ντύνομαι, αφήνω και το γκόμενο στα κρύα του λουτρού να κάθεται μπροστά στο τζάκι και φεύγω για το κομμωτήριο. Η ώρα θα ήταν ίσως εννιά, μπορεί και εννιάμιση.
Πάω στο κομμωτήριο, ε λέω, αφού είμαι εδώ ας κάνω και ότι πρέπει. Οπότε, βάφω τα μαλλιά μου, τα κόβω, τα κάνω ανταύγειες, τα χτενίζω και κατά τη μία μπορεί και δύο, φτάνω σπίτι μου σενιαρισμένη, με 100 ευρουλάκια πιο ελαφριά στην τσάντα μου (να μην της δώσω κάτι παραπάνω μέρα που είναι;).
Βρίσκω τη φωτιά σβησμένη, τον γκόμενο κοιμισμένο, γυμνό, πάνω στο χαλί, το τζάκι να καπνίζει και το σπίτι κρύο και με καπνό. Τον σκεπάζω με ένα πάπλωμα, ρίχνω νερό στο τζάκι, ανοίγω τις πόρτες να φύγει η κάπνα και την έπεσα στην κρεββατάρα μου μόνη μου.
Ξύπνησα την επομένη στις τρεις τα χαράματα. Το σπίτι μπούζι, το ρεύμα του αέρα να έχει σκορπίσει στάχτες πάνω στο χαλί, το πάπλωμα κουβάρι πάνω στο χαλί και κάτω από ολίγες στάχτες, τον γκόμενο φευγάτο, το μαλλί μου τζίβα. Τι σκατά έβλεπα στον ύπνο μου και έτριβα το κεφάλι μου στο κρεββάτι; (μαξιλάρι δε θέλω, κοιμάμαι σα να είμαι έτοιμη για σφάξιμο με τεντωμένο λαιμό προς τα πίσω και τα μαξιλάρια στο πάτωμα). Με είδα στον καθρέφτη του μπάνιου και νόμισα ότι έβλεπα τον ψαλιδοχέρι… κόντεψα να κατουρηθώ από το φόβο μου. Λούστηκα, έφτιαξα τα μαλλιά, είδα ότι δε με έπαιρνε να τηλ στον γκόμενο γιατί ήταν ακόμα πολύ νωρίς και τι να κάνω; Την ξαναέπεσα για ύπνο!
Το 2007, ανήμερα την πρωτοχρονιά, κοιμήθηκα, κοιμήθηκα, κοιμήθηκα…και την επόμενη μέρα μη σου πω!