Και δεν
εννοώ την εκπομπή με τις θείτσες που μαγειρεύουν στα προαύλια των εκκλησιών και
κάτω από τον πλάτανο.
Μιλάω για
την Κυριακή που έμεινα στο χωριό στην τελευταία μου επίσκεψη.
Πάνα
φοράς; Όχι; Τράβα να κατουρήσεις. Από τα γέλια θα λερώσεις το γραφείο σου.
Κατούρησες;
Ε, είσαι έτοιμος για να γελάσεις.
Ξυπνώ που
λες, έρμε μου αναγνώστα, στις έξι και μισή. Ω ναι, την πάτησα ξανά μανά… στις
έξι και μισή το μάτι γαρίδα! Έξω σκοτάδι πίσσα. Μέσα ψοφόκρυο. Η τηλεόραση να
έχει κάτι χαμένα που έδειχνε μισό αιώνα πριν.
Τη σιγαλιά
της νύχτας διέκοπτε ένα μουρμουρητό. Νόμιζα πως δεν είχα κλείσει καλά τον ήχο
της τηλεόρασης. Πιάνω το τηλεχειριστήριο το κτυπώ, το ματαχτυπώ mute έγραφε, αλλά το μουρμουρητό εκεί να
επιμένει. Βάζω τη λουτρ ρόμπα μου που είναι και άνιμαλ πριντ να ζεσταθεί το
κοκκαλάκι μου και σηκώνομαι στα σκοτάδια να πάω προς νερού μου. Και ανοίγει η
πόρτα του δωματίου μου και κόντεψα να πάθω συγκοπή.
Οι
θειάδες, ναι και οι δυο μαζί,
στην πόρτα να με κοιτούν που νόμιζαν ότι θα έκοβα
τούφες αλλά εγώ ήμουν όρθια και κατατρομαγμένη. Αυτές έκαναν το μουρμουρητό.
Σιγοψιθύριζαν για να μη με ξυπνήσουν όσο έκαναν δουλειές.
Ήρθαν να
με ξυπνήσουν να ετοιμαστώ για την εκκλησία.
-Πάτε καλά
ρε κορίτσια; Θα πάω εγώ στην εκκλησία από τον όρθρο;;;
-Μα πρέπει
να έρθεις, εμείς πληρώσαμε τη μεταφορά της εικόνας από το μοναστήρι και εσύ θα
λείπεις;
-Θα έρθω
στη μεταφορά, άντε να ανάψω και ένα κεράκι δυο λεπτά πριν τελειώσει η εκκλησία.
-Όχι
πρέπει να έρθεις τώρα. Σε είδαν όλοι ότι είσαι εδώ. Δεν μπορείς να λείπεις.
-Εγώ θα
έρθω στις δέκα και είκοσι. Δέκα και μισή δε μου είπατε πως θα φύγει το
λεωφορείο; Ε, τότε θα έρθω.
-Όχι να
πάρεις το αυτοκίνητό σου γιατί μπορεί να γεμίσει το λεωφορείο και να μη χωράς,
να πας με το δικό σου.
-Καλά,
εμείς πληρώνουμε και δε θα μπούμε;
-Εσύ δε θα
μπεις.
-Γιατί
εμείς δε δώσαμε φράγκα;
-Δώσατε,
για την ακρίβεια δώσατε τα περισσότερα αλλά εσύ θα πας μάλλον με το δικό σου.
Το θέατρο
του παραλόγου. Αλλά το καλό το Γοργονάκι, ξέρει και άλλο μονοπάτι.
-Κορίτσια,
να σας πάω με το αυτοκίνητο που έχετε και τα πράγματα και να έρθω εγώ μετά;;;
Κοιτάχτηκαν,
το σκέφτηκαν, από μέσα τους βέβαια, πως συνεννοούνται δεν καταλαβαίνω και
συμφωνούν.
Τις βουτάω
με τα νυχτικά όπως ήμουν και τη ρόμπ ντε σαμπρ την άνιμαλ πριντ και τις
παντόφλες με το τακουνάκι, αχτένιστη, άπλυτη, αμακιγιάριστη, γιατί σιγά που θα
με έβλεπαν τέτοια ώρα και τις χώνω μέσα στη βροχή στο τουτού να τις πάω στην
εκκλησία. Το τι κουβάλησαν ρε παιδιά, δεν περιγράφεται. Άρτους, αρτίδια, κεριά
από φυσικό κερί μέλισσας, λουκούμια, χαρτοπετσέτες, σταφιδόψωμα, μόνο σόδα δεν
είχαν να ανακουφιστούν οι γριές από τη βαρυστομαχιά, τραπεζομάντιλα, καρέ, και
άκουσον άκουσον και τρεις ανθοδέσμες.
Έβρεχε,
λες και δεν το καταλάβατε, μέχρι να τα βάλω όλα αυτά στο πορτμπαγκάζ, έγινα
σούπα. Άντε να βολέψω και τις φώκιες, παρντόν, τις θείες. Και πάω.
Σκοτάδι,
κρύο, βροχή, το
τρίπτυχο του τρόμου. Όλος ο νορμάλ κόσμος είναι στα κρεβάτια
του τέτοια ώρα. Όλος;;; όχι βέβαια στο Νεοχώρι… Γιατί η απομάκρυνση της εικόνας
της Παναγίας από το χωριό μου και η επιστροφή της στο Μοναστήρι της Κορώνας,
αποτελούσε κοινωνικό γεγονός που τάραζε τα λιμνάζοντα ύδατα του βουνού και του
κάμπου.
Στη στροφή
για την κατηφόρα, βλέπει η θεία την κολλητή της που με την ομπρέλα πήγαινε στην
εκκλησία.
-Σταμάτα
Ρία να την πάρουμε.
Και
σταματώ. Το αυτοκίνητό μου είναι δίπορτο. Κατεβαίνω εγώ να μπει η θείτσα από το
χωριό και γίνομαι θέαμα. Με τις παντόφλες, τις πυτζάμες και τη ρόμπα. Χλωμή με
το εκρού του νεκρού στο μάγουλο, βρεμένη και να τρέμω.
Ξανά
ξεκινώ. Φτάνοντας διακόσια μέτρα πριν την εκκλησία να σου η παπαδιά!
-Σταμάτα
Ρία να την καλημερίσουμε.
Και
σταματώ. Ανοίγω το παράθυρο του οδηγού, να με βρέχει η βροχή, να κρυώνω, να έχω
το λουτρ βρεμένο και το αυτοκίνητο να μην έχει ανεβάσει θερμοκρασία να ανάψω
καλοριφέρ. Μιλάνε οι κυράτσες κανένα πεντάλεπτο, λες και σε δυο λεπτά δε θα
ήταν μαζί στην εκκλησία. Τα δόντια μου είχαν αρχίσει να χτυπάνε. Αυτό που δε
διευκρίνισα ήταν αν χτυπούσαν από το κρύο ή από τα νεύρα μου.
Αισίως τις
πάω στην εκκλησία, κατεβαίνω και ξεφορτώνω την προίκα τους και μπαίνω στο
γερμανούλη για το σπίτι. Αλλά η έξυπνη η θεία λόγω συνήθειας, είχε πάρει το
κλειδί μαζί της. Ξαναγυρνώ στην εκκλησία, μπαίνω μέσα με τις πυτζάμες, τη ρόμπα
και το πασούμι, παίρνω το κλειδί, ευτυχώς μέσα ήταν οι θειάδες μου, η παπαδιά
και η γειτόνισσα μόνο και επιστρέφω στη θαλπωρή του σπιτιού.
Η ώρα
είναι ήδη επτά. Στάζω από τη βροχή, κρυώνω και είμαι σαν την τρελή από το
αναμάλλιασμα του ανέμου.
Μπαίνω να
κάνω ένα καυτό μπάνιο. Αλλά φευ! Στην ντουζιέρα μέσα αναπαύεται νωχελικά ένα
σκαθάρι. Μαύρο, παχύ και γυαλιστερό. Εκεί να δείτε τρόμο!!!
Αλλά είχα
σύμμαχο. Παίρνω το καλώδιο του ντουζ, το πάω στο νιπτήρα, ανοίγω το καυτό νερό
και μόλις έρχεται εντελώς καυτό, το γυρνώ στο θηρίο και το εξάχνωσα.
Κάνω το
μπανάκι μου, φτιάχνω
το μαλλί, βάφομαι. Πίνω τον καφέ μου, σκέτο, δεν είχε θεία
εκεί να τηγανίσει αυγουλάκια, να φέρει πιτούλες, να κόψει κεκάκι και στις δέκα
και είκοσι πάω στην εκκλησία.
Απ έξω από
την εκκλησία ντουνιάς! Όλοι να με ξέρουν να με χαιρετάνε και εγώ να μην ξέρω
κανέναν. Ήταν και η παπαδιά. Με πλησιάζει και με ρωτά ποια είμαι. Το altzheimer χτυπάει και νέους! Της λέω, ανοίγει
ένα στόμα κροκοδείλιο και φεύγει. Ρεζίλι πρέπει να με έκανε!
Και
μπαίνουμε στο λεωφορείο. Τελικά χώρεσα και εγώ. Κατεβαίνουμε το βουνό, το
ξανανεβαίνουμε από άλλη πλευρά και στο λεωφορείο μέσα:
-μας
δώσανε να κρατήσουμε όλοι τα λείψανα κάποιων αγίων.
-μας
έβαλαν και να τα φιλήσουμε
-μας
πρόσφεραν άρτους, αρτίδια, λουκούμια, τσίπουρο.
-οι γριές
από το φαΐ και τις στροφές να ξερνοβολάνε σα γατιά.
-να
μυρίζει το λεωφορείο λιβάνι, βασιλικό, κολόνια Μυρτώ, ξινίλα από τους εμετούς,
απλυσιά.
-να παίζει
το cd ψαλμωδίες και από τις λακκούβες και τις στροφές να κολλάει και να
ακούγεται σα λαϊκός βάρδος που του χάλασε το έκο.
-να κατουριέμαι.
Και αισίως
φτάνουμε στο μοναστήρι. Και να χτυπούν οι καμπάνες. Και να βρέχει. Και να
κατεβαίνουν οι γριές σα μεθυσμένα κοτόπουλα. Και να κατουριέμαι.
Πάμε την
εικόνα στο ναό, σκοτάδι πίσσα, δεν άναψαν τα φώτα, με κάτι κεράκια σαν τρίχες
για κατάνυξη τον είχαν τον παλιό ναό. Ψάχνω με το φακό μου να δω τη μοναδική
τοιχογραφία της Παναγίας που κάθεται οκλαδόν και παίζει με το Χριστό, τη
βρίσκω, δε με άφησε ένας καλόγερος να το φωτογραφίσω. Αλλά δεν πειράζει. Ωραίο
παιδί ο καλόγερος. Ψηλός, γεροδεμένος, ψωμωμένος, ωραιότατο παιδί και έγινε
καλόγερος. Κρίμα…
Και
ευτυχώς ταχύτατα φύγαμε. Ξανακατεβαίνουμε το βουνό, ξανανεβαίνουμε από την άλλη
πλευρά, οι γριές να έχουν πιάσει το κουτσομπολιό. Το cd να παίζει δημοτικά από πανηγύρι
χωριού, οι στροφές στροφές και εγώ να κατουριέμαι.
Φτάνουμε
στο χωριό, μας
κατεβάζει ο οδηγός, λέει ο θείος:
-Δεν πάμε
στο πεστροφείο να φάμε ψαράκι;
-Πρώτα να
κατουρήσω μπάρμπα γιατί δεν το βλέπω καλά το τζιπ του λέω και με πάει καρφί στο
σπίτι.
Και εκεί
μάθαμε πως πέθανε ένας ξάδερφος της μάνας μου 90 χρονών στην Αθήνα. Κλάμα οι
θείες. Τις τραβάω έναν εξάψαλμο. Παίρνει και η γυναίκα του, τη βάζουμε ανοιχτή
ακρόαση και μου την έχει βαρέσει γιατί το παίζει τεθλιμμένη χήρα και κλαίει και
λέει πως δεν τον περιποιήθηκε, νευριάζω και της λέω: αααα, θεία, αν εσείς έχετε
τύψεις, προφανώς κάτι δεν κάνατε καλά. Εσείς ξέρετε αν του προσφέρατε αυτά που
έπρεπε ή όχι. Για να λέτε ότι δεν τον προσέξατε δεν τον προσέξατε. Τώρα είναι
αργά! Και ως δια μαγείας έπαψε να μυρλιάζει και να μας σπάει τα νεύρα. Και ο
άγιος φοβέρα θέλει!
Με τούτα
και με κείνα, η ώρα είχε πάει τρεις το απόγευμα. Δεν πήγαμε για ψάρια,
τηλεφωνήσαμε και μας έφεραν ψάρια στο σπίτι. Τα τηγάνισε η θεία, φάγαμε, ήπιαμε
και πήγα να ναρκώσω το βόα μου.
Το
απόγευμα ήρθαν γνωστοί και φίλοι να μας πουν βοήθειά μας που είχαμε την
εποπτεία της μεταφοράς της εικόνας, να μάθουν και για τον μπάρμπα που αποδήμησε
εις Κύριον στο άνθος της ηλικίας του και με δουν και εμένα που ήμουν και το
αξιοπερίεργο του χωριού για το σαββατοκύριακο.
Και νύχτωσε
ο θεός τη μέρα και έπεσα για ύπνο. Δεν είδα θηρία, δεν είδα τέρατα και ξάπλωσα
και ξεράθηκα…
Ως τις
τέσσερις. Ρε γαμώτο, τέσσερις το πρωί σηκώθηκα. Ακόμα και οι θείες
κοιμόντουσαν. Μάζεψα τα προικώα μου, έβαλα τα πράγματα στο αυτοκίνητο και
περίμενα να πάει πέντε να ξυπνήσουν οι θείες, να με χαιρετίσουν να έρθω στην
Αθήνα. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν το πιο ωραίο. Ήσυχο, αργό, ήρεμο. Έφτασα
στο σπίτι στις εννέα το πρωί και … κοιμήθηκα ως τις πέντε το απόγευμα.
Αυτά.
Φιλάκια.