Άλλο ένα ταξίδι πόνου.
Η βαλίτσα δίπλα μου στο σταθμό.
Τα τρένα νωχελικά περνούν από μπροστά μου.
Επιβιβάζομαι. Βρίσκω τη θέση μου. Τακτοποιούμαι…
Η ανοιξιάτικη φύση, σε όλο το μεγαλείο της ξεδιπλώνεται
μπροστά στα μάτια μου, που δεν είναι όμως σε θέση να απολαύσουν τίποτα.
Προσπαθώ να κοιμηθώ. Το ταξίδι είναι μακρύ και κουραστικό.
Κάτω από άλλες συνθήκες, θα απολάμβανα τα λουλουδιασμένα λιβάδια, τα ανθισμένα
δέντρα, το κρυφτό του ήλιου με τα σύννεφα, τα πουλιά να σκίζουν τον αέρα…
Όμως όχι. Δεν επιτρέπεται να απολαμβάνω την τόση αρμονία της
φύσης. Δεν πρέπει να χαμογελώ στην ομορφιά των βουνών. Δεν πρέπει να χαλαρώνω
στη θέα της θάλασσας. Δεν πρέπει να ηρεμώ κοιτώντας το γαλάζιο του ουρανού…
Κλείνω τα μάτια μου. Θέλω να κοιμηθώ. Θέλω να κλείσω τα
μάτια μου και μαζί με αυτά τον πόνο σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Την αγωνία. Την
απόγνωση. Να αφήσω μόνο την ελπίδα έξω. Να φωτίζει έστω και με μια μικρή
αχτίδα. Να μου δίνει στόχο. Κάπου να ακουμπήσω…
Όμως όχι. Και τα πεντακόσια χιλιόμετρα θα τα κάνω χωρίς
λεπτό ανάπαυλας. Χωρίς στιγμή ξενοιασιάς.
Η άφιξη. Πικρή. Μόνη. Στο σκοτάδι.
Η αναζήτηση ταξί. Η κίνηση
της πόλης. Οι διαδικασίες στην
είσοδο του νοσοκομείου. Η άνοδος στα παλιά μαρμάρινα σκαλοπάτια που άλλα
διστακτικά βήματα έφαγαν και λείαναν την κατάλευκη άλλοτε αρχοντιά τους.
Το δωμάτιο. Ημίφως, ησυχία, αγωνία.
Το οξυγόνο σπάει τη σιγαλιά με το συνεχές γουργουρητό του.
Το μόνιτορ βουβό. Άρα όλα πάνε καλά.
Οι βουβές συνεννοήσεις για αλλαγή βάρδιας. Η βαλίτσα αλλάζει
χέρια, οι άνθρωποι θέσεις, ο φόβος πρόσωπο.
Όταν ανοίγει τα μάτια της και διακρίνει, ψεύτικα χαμόγελα.
Λόγια αισιοδοξίας, υποκριτική ηρεμία.
Το εξιτήριο. Χρονοβόρο, με μισόλογα, με κρυφές ματιές με
τους γιατρούς και τις νοσηλεύτριες.
Στο σπίτι. Επιβολή ησυχίας. Επιβολή συσκότισης. Όχι δυνατά
την τηλεόραση, μην κοπανάτε τα παιχνίδια στο πάτωμα, είναι ξύλινο και κάνει
πολύ θόρυβο. Η μαμά έχει ανάγκη
ξεκούρασης. Τα φάρμακα στο ψυγείο, ο φλεβοκαθετήρας στον καρπό. Εγώ εκεί. Να
κάνω την αγωγή ενδοφλέβια και υποδόρια. Να δίνω οδηγίες για φαγητό. Να
καθησυχάζω, να εξηγώ, να παροτρύνω. Να την κρατώ όταν κάνει εμετό. Να τη βοηθώ
να ντυθεί. Να την πιέζω να φάει. Να
παρηγορώ, να δίνω κουράγιο, να κρύβω τη δική μου ανησυχία κάτω από χαμόγελα και
αστεία.
Η αναχώρηση. Οι εναγκαλισμοί στο σπίτι, οι χειραψίες στο
σταθμό, η μοναξιά του ταξιδιού. Χωρίς σκέψεις. Η κούραση, σωματική και ψυχική
με έχει εξουθενώσει. Κοιτώ έξω από το τζάμι χωρίς να σκέφτομαι. Μόνο κάνοντας
απολογισμό, μήπως δεν υπολόγισα σωστά τις μονάδες; Μήπως ξέχασα κάποια δόση;
Μήπως μπορούσα να κάνω κάτι παραπάνω και δεν το έκανα; Όχι. Τόσα χρόνια
εμπειρίας, δε μου επιτρέπουν να κάνω κανένα λάθος. Όσο και να το ήθελα. Έχει
γίνει, πλέον, δεύτερη φύση μου…
Η επιστροφή. Στο άδειο σπίτι. Τα λουλούδια θέλουν πότισμα. Η
βεράντα νερό. Το σαλόνι ξεσκόνισμα.
Ο ύπνος. Γεμάτος ταραγμένα όνειρα, φόβο, αγωνία και άγχος.
Το τηλέφωνο που χτυπά όταν τα παιδιά κοιμούνται για να μην ακούν και ανησυχούν.
Όταν η σιγαλιά της νύχτας και η απόσταση μπορούν να ανοίξουν τις καρδιές και τα
στόματα. Όταν ο φόβος πρέπει να ακουστεί και να τον διώξεις. Όταν η ελπίδα
πρέπει να φωλιάσει πάλι στο σπίτι εκείνο. Όταν δεν είσαι εκεί να της κρατάς το
χέρι σφιχτά και να της λες πως όλοι είμαστε μαζί της…