Σηκώθηκε από το κρεβάτι, τράβηξε την κουρτίνα και χάζεψε για λίγο τον κήπο με τις τριανταφυλλιές. Στα δεξιά η πισίνα λαμπύριζε στον ήλιο. Δυο άντρες της προσωπικής της ασφάλειας περιπολούσαν στα φιδογυριστά δρομάκια ανάμεσα στα παρτέρια.
Η καμαριέρα της, της ετοίμασε το λουτρό. Το νερό ακριβώς στους 39 βαθμούς. Με το αγαπημένο της αφρόλουτρο που ο οίκος Dior έστελνε αποκλειστικά για αυτή.
Έκανε το μπάνιο της και ο προσωπικός μασέρ της, της έκανε μισή ώρα μασάζ για να τονώσει το σώμα της. Ο προσωπικός μακιγιέρ και ο κομμωτής της την περίμεναν στο μπουντουάρ. Σε άλλο ένα μισάωρο ήταν ήδη στην τραπεζαρία για το πρωινό της. Τι πρωινό, δέκα ήταν η ώρα. Ήπιε το χυμό μάνγκο, έφαγε τρεις φέτες φρυγανισμένες με αγνό βούτυρο και χαβιάρι και λίγο σέλινο και έφυγε βιαστική για το δικηγορικό γραφείο που την κάλεσαν.
Αρνήθηκε τη μερσεντές. Σήμερα ήθελε λίγη περιπέτεια. Θα έπαιρνε ταξί.
Οι σωματοφύλακες συνεννοήθηκαν με τα μάτια για το ποιοι θα την ακολουθήσουν. Τους έκοψε με ένα νεύμα. Σήμερα θα πήγαινε σε μια παλιά συμμαθήτρια από το κολλέγιο που άνοιξε δικηγορικό γραφείο στο κέντρο. Δε χρειαζόταν προστασία για να θυμηθεί τα παλιά τους σκάνδαλα…
Είχε πολύ καιρό να κατέβει στο κέντρο. Βγήκε στη λεωφόρο. Περίμενε ότι θα έβρισκε ταξί αμέσως. Έχασε ένα τέταρτο σηκώνοντας το χέρι της αλλά τα κίτρινα αυτοκίνητα δε σταματούσαν. Ίσως δεν ήταν καλή ιδέα να πάρει ταξί. Άναψε ένα από τα πουράκια μέντας της και σήκωσε το χέρι της γιατί έβλεπε άλλο ένα κίτρινο αυτοκίνητο. Πριν πάρει δυο ρουφηξιές, το ταξί σταμάτησε μπροστά της. Περίμενε να της ανοίξουν την πόρτα. Ο ταξιτζής κατέβασε το τζάμι του συνοδηγού και τη ρώτησε γιατί δεν μπαίνει μέσα. Σοκαρίστηκε και άνοιξε την πίσω πόρτα και πέρασε. Ο ταξιτζής δεν ξεκινούσε. Γύρισε την κοίταξε και της είπε ότι στο ταξί του απαγορεύεται το κάπνισμα. Δεύτερο σοκ. Ο πάπας και η βασίλισσα Φαμπιόλα, είχαν ανεχτεί τον καπνό του πούρου της. Αυτός ο μπας κλας ταρίφας της επέβαλε να πετάξει το τσιγάρο της από το παράθυρο!
Η κίνηση στο δρόμο ήταν φοβερή. Έφτασε μετά από σαράντα πέντε λεπτά στο Σύνταγμα και χρειάστηκαν άλλα είκοσι για να φτάσει στην Ομόνοια. Εκεί ο ταξιτζής την κατέβασε και της είπε ότι ο δρόμος που ήθελε ήταν δυο τετράγωνα δεξιά αλλά αυτός δεν μπορούσε να πάει μέχρι εκεί. Έβγαλε και του έδωσε ένα πεντακοσάευρο. Ο ταξιτζής άρχισε να βρίζει. Έλειψε λίγο και γύρισε με ένα μάτσο χαρτονομίσματα που της τα έδωσε και την πέταξε έξω από το ταξί.
Την ώρα που περπατούσε στο δρόμο, ένα μηχανάκι πετάχτηκε μπροστά της και της άρπαξε την τσάντα. Παραλίγο να πέσει. Δεν είχε προλάβει να βάλει τα χρήματα στο πορτοφόλι της. Έμεινε με το πορτοφόλι και τα λεφτά στο χέρι. Το φάιλοφαξ, το χρυσό κινητό της, τα πανάκριβα πουράκια μέντας που παράγγελνε στο βέλγιο και η κάρτα της πρώην συμμαθήτριάς της ήταν στην τσάντα της.
Γύρισε να βρει έναν αστυνομικό. Αυτό που έβλεπε τη σόκαρε. Δύσκολα έβλεπες έλληνα. Ή τουλάχιστον όπως νόμιζε ότι θα ήταν ένας έλληνας. Σκόνταψε κάποιος πάνω της. Μύριζε, τρέκλιζε, του έλειπαν τα δόντια και ήταν εξαιρετικά απισχνασμένος. Πριν συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, ο τύπος έφυγε από κοντά της με βήμα πιο σίγουρο και πολύ πιο ταχύ από το προηγούμενο τρέκλισμα. Και τότε είδε ότι το πορτοφόλι της έλειπε…
Κατέβηκε στο δρόμο και σήκωσε το χέρι με τα χαρτονομίσματα για να σταματήσει ένα ταξί να φύγει. Να φύγει. Να γυρίσει στο σπίτι της. Το κάστρο της. Τον περιφρουρημένο χώρο της που δεν την κλέβουν, δεν τη βρίζουν, δεν της σβήνουν τα πουράκια…
Κάποιος την έσπρωξε από πίσω, της έπεσαν τα χρήματα, έσκυψε να τα μαζέψει, αλλά άλλα τέσσερα χέρια μάζευαν τα δικά της χρήματα. Σηκώθηκε. Άφησε τα χρήματα.
Ξαναέκανε νόημα σε ένα ταξί. Σταμάτησε, περίεργο το βρήκε. Είχε μέσα και κάποιον άλλον. Δεν μπήκε. Ξανασήκωσε το χέρι της. Πάλι το επόμενο που σταμάτησε είχε και άλλον επιβάτη. Δέκα ταξί σταμάτησαν αλλά μόνο το ενδέκατο ήταν άδειο. Τώρα το ήξερε. Άνοιξε μόνη της την πόρτα και πέρασε στην πίσω θέση. Διόνυσο είπε και έγειρε αποκαμωμένη στο κάθισμα. Σε μισή ώρα έφτασε έξω από τη βίλα της. Ο φρουρός έτρεξε και άνοιξε την πόρτα της. Βγήκε πανικόβλητη και έτρεξε στο μέγαρο. Ο ταξιτζής φώναζε και ζητούσε την κούρσα. Ο φρουρός πλήρωσε και γύρισε να την κοιτάξει αγνοώντας τις βρισιές του ταξιτζή που έφευγε με ταχύτητα.
Η ηρωίδα μας μπήκε στο σπίτι της. Η καμαριέρα πήγε να της πάρει το παλτό. Το τελευταίο δημιούργημα του Valentino. Το μύρισε. Στραβομουτσούνιασε. Μύριζε φτώχεια και απλυσιά. Όχι όπως τις άλλες φορές που μύριζε ακριβό πούρο και άρωμα.
Η ηρωίδα ζήτησε τον κομμωτή της και την οικονόμο της.
Ο κομμωτής της κοίταξε τα μαλλιά της που είχαν χαλάσει, έλειπε μόνο δυο ώρες. Τι στο καλό έκανε στο κεφάλι της. Η οικονόμος στάθηκε αγέρωχη μπροστά της.
-Τι μπορώ να κάνω για σας, κυρία.
-Βαλεντίνα, από αύριο διαμένουμε μόνιμα στη βίλα στα περίχωρα της Γενεύης. Αθήνα τέλος. Είχα σήμερα μια αξέχαστη εμπειρία. Μια αξέχαστη, τραυματική, τρομακτική εμπειρία
Φεύγουμε χωρίς να επιστρέψουμε ποτέ ξανά!
Ακούμε Εντίθ Πιάφ και την τρελλή!