Έσφιξε το μικρό χεράκι στο δικό της.
Χαμογέλασε. Χάιδεψε το κατσαρομάλλικο κεφαλάκι και τη
σκέπασε τρυφερά με την κουβέρτα.
- Κοιμήσου καρδούλα μου τώρα. Αύριο θα φοβηθούμε τις κυρίες
με τα άσπρα. Φίλησε το χλωμό μαγουλάκι και σηκώθηκε με ένα βαθύ αναστεναγμό.
Πήγε στο σαλόνι. Έφτιαξε την τσάντα της. Πήρε βιβλιάρια,
πήρε μαντηλάκια με άρωμα. Πήρε παραμύθια. Πήρε τα τσιγάρα της. Τον αναπτήρα. Το
πορτοφόλι της. Τσέκαρε τα χρήματά της. Έβαλε ένα πενηντάευρο χώρια. Θα το
χρησιμοποιούσε για τα γλυκά που θα έπαιρνε το πρωί.
Έβαλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και βγήκε στη βεράντα. Είχε
αρχίσει να κάνει ψύχρα. Να θυμηθώ να πάρω ζακετάκι για το παιδί, σκέφτηκε.
Άναψε ένα τσιγάρο, ρούφηξε μια φορά, σήκωσε το κεφάλι της
ψηλά. Το φεγγάρι ανέτειλε από τον Υμηττό. Το κοιτούσε να μεγαλώνει και να
ολοκληρώνεται. Να ταξιδεύει στον ουρανό, να την πλησιάζει. Να την κοιτά
κοροϊδεύοντάς της που χρόνια περίμενε με ανυπομονησία την πανσέληνο. Όμως τα
τελευταία πέντε χρόνια, η πανσέληνος δε σήμαινε ότι παλιότερα για την Αλίκη.
Το τσιγάρο της τέλειωσε. Το κρασί της όχι. Άναψε άλλο ένα.
Φύσηξε τον καπνό ψηλά να θολώσει το κοροϊδευτικό χαμόγελο του φεγγαριού. Έκλεισε
τα μάτια της. Πόσες και πόσες βραδιές στα πέντε αυτά χρόνια δεν έκανε αυτήν την
κίνηση; Πόσες και πόσες βραδιές δε θύμωσε με το φεγγάρι. Λες και έφταιγε αυτό…
Έμεινε όμως εκεί. Το κοίταζε. Αύριο θα ήταν πανσέληνος αλλά
από απόψε το φεγγάρι διένυε τον ουρανό της αττικής περήφανο, φαινομενικά
ολόγιομο, κυριαρχικό, σατανικό…
Έκλεισε τα φώτα, τσέκαρε τις μπαλκονόπορτες να είναι
κλειστές, κλείδωσε, έβαλε και το μάνταλο και πέρασε να δει αν η μικρή κοιμόταν.
Άνοιξε σιγά την πόρτα του δωματίου της. Το μικρό της αγγελούδι κοιμόταν και
είχε το δάκτυλο της στο στόμα. Περπάτησε μαλακά, έβγαλε το χεράκι της από το στόμα
της και έβαλε το αρκουδάκι που της έπεσε από το κρεβάτι, δίπλα της. Της σκέπασε
την πλατούλα και πισωπάτησε με έναν αναστεναγμό.
Έκανε ένα μπάνιο, ετοίμασε τα ρούχα της άλλης μέρας και
ξάπλωσε. Έβαλε το ξυπνητήρι. Και βυθίστηκε. Σε έναν ύπνο που ο πόνος και το
αίμα είχαν τον πρώτο λόγο.
Ο μονότονος ήχος του ρολογιού που χτυπούσε την έβγαλε από το
λήθαργο. Έκλεισε το ρολόι, έλεγξε αν ξύπνησε το παιδί. Μπήκε στο μπάνιο,
ζυγίστηκε, έκανε μπάνιο, βάφτηκε, χτενίστηκε, ντύθηκε και πήγε να ξυπνήσει το κοριτσάκι της. Άρχισε να της χαϊδεύει την πλατούλα, η μικρή θύμωσε. Έβγαλε μερικά
γουργουρητά που έδειχναν ότι δεν ήθελε να σηκωθεί. Έσκυψε και άρχισε να τη φιλά
στο λαιμό και να τη γαργαλά.
- Σήκω υπναρού, έχουμε δουλειά πρωί πρωί. Άντε…
- Μαμά λίγο ακόμα…
- Δεν έχει λίγο ακόμα. Σήκω ζουζούνι. Σήκω γιατί θα σου πάρω
τις κουβέρτες και θα κρυώνεις…
- Άνοιξα τα μάτια μου. Πάρε με αγκαλιά. Θα πρέπει να κάνω
πάλι μπάνιο;
- Όχι μανάρι μου, θα πλύνεις το προσωπάκι μόνο. Θα
χτενίσουμε τα μαλάκια, θα βάλουμε και τα ωραία κοκαλάκια που σου έφερε ο Στέφανος
την περασμένη φορά. Εσύ θυμήθηκες να μη χαλάσεις το δώρο που του πήρες;
- Το δώρο του Στέφανου θα χάλαγα μαμά;;;
Ολοκλήρωσαν την τουαλέτα της Νιόβης και φόρεσαν τις ζακέτες
τους.
- Πήρες τα λεφτά για τα γλυκά; Ρώτησε η Νιόβη με την ψιλή
φωνούλα της. Λίγο φοβισμένη, λίγο αγχωμένη, λίγο ανήσυχη…
- Πήρες το δώρο του Στέφανου; Την κορόιδεψε η Αλίκη…
Πέρασαν από το φούρνο. Ο φούρναρης χρόνια στη γειτονιά,
ήξερε και είχε έτοιμα δυο κιλά γλυκά σε δυο κουτιά. Με χαρτοπετσέτες, με κουταλάκια, όλα έτοιμα σε δυο
σακούλες. Πήραν τα κουτιά, πλήρωσε η Αλίκη και η Νιόβη κοιτούσε να μην
τσαλακώσει το κουτί του Στέφανου.
Το ταξί τους πήγε στο παίδων σε λιγότερο από μισή ώρα.
Η Αλίκη πλήρωσε πήρε τις σακούλες και κράτησε την πόρτα να
κατέβει η Νιόβη. Η μικρή κατέβηκε, το ταξί έφυγε και οι δυο γυναίκες στάθηκαν
και κοίταξαν το νοσοκομείο.
- Μαμά, πιάσε μου το χέρι…
- Και πότε δε σου το έπιασε η μανούλα; Μικρό ζουζούνι, είπε
η Αλίκη με ένα χαμόγελο που δεν το εννοούσε αλλά έπρεπε να φορά για όλη τη μέρα
σήμερα.
Έπιασε το μικρό χεράκι που έτρεμε, που χάνονταν στην παλάμη
της, που το ένιωθε κρύο και ιδρωμένο και χαμογέλασε στο φως της ζωής της.
Μπήκαν και κατευθύνθηκαν στον τρίτο όροφο. Πριν ανοίξουν την
κλειστή πορτοκαλί πόρτα κοιτάχτηκαν, η Αλίκη έσφιξε το χεράκι της Νιόβης.
- Πάμε;;;
- Πάμε, είπε με τρεμάμενη φωνή η Νιόβη.
Άνοιξαν, περπάτησαν γρήγορα, χτύπησαν την πόρτα στις
νοσηλεύτριες, έδωσε η Νιόβη τα γλυκά στην προϊσταμένη που την πήρε αγκαλιά και
την πείραξε για τα καινούρια κοκαλάκια της.
- Λοιπόν, τι λες Νιόβη; Θα πάρουμε εύκολα το αιματάκι
σήμερα; Θα καθίσεις φρόνιμα και ήσυχα;
- Αν μου το πάρει η Ελένη ναι. Η μαμά λέει πως η Ελένη είναι
η πιο καλή. Μαμά δεν είναι η Ελένη η καλύτερη;;; γύρισε στη μαμά της…
- Όποια θες εσύ καλή μου. Η Ελένη όμως μπορεί να λείπει…
- Όχι η Ελένη θέλω να με τρυπήσει και τώρα και μετά. Μαμά
μην αφήσεις άλλον, μαμά θέλω την Ελένη... και όλος ο τρόμος της μικρής Νιόβης,
πήρε σάρκα και οστά στην προοπτική ότι κάποιος άλλος πλην της Ελένης θα τη
φλεβοκεντούσε. Έβαλε τα κλάματα.
- Εδώ Ελένη, με φώναξε κανείς;;; και πρόβαλε από την πόρτα η
μικροκαμωμένη νοσηλεύτρια.
- Είδες βρε ζουζούνι πως έκλαιγες άδικα; Εδώ είναι η Ελένη, την καθησύχασε η Αλίκη.
- Καλημέρα κυρία Ελένη, της έδωσε το χέρι της η Αλίκη.
Ήρθαμε νωρίς και κάναμε αισθητή την παρουσία μας. Με το ένα χέρι χαιρετούσε την
Ελένη και με το άλλο είχε αγκαλιά τη Νιόβη που είχε κρύψει το προσωπάκι της στο
λαιμό της μαμάς της και είχε γραπωθεί πάνω της…
- Νιόβη, γιατί κλαις; Ποιος σε πείραξε; Ποιος τόλμησε; Έλα
να σε πάρω να δεις τα άλλα παιδιά που περιμένουν…
Στο άκουσμα της φωνής της Ελένης, η Νιόβη γύρισε τα
δακρυσμένα ματάκια της και ρούφηξε τη μύτη της.
- Ο Στέφανος ήρθε;
Όλοι ξέσπασαν σε γέλια. Γέλασε και η Νιόβη.
- Όχι ακόμα γλυκιά μου, της είπε η Ελένη. Αλλά πάμε να δεις
που ήρθε η Μαρία και η Στέλλα. Η Γεωργία και η Ρένα. Και ο Πέτρος. Και τους
πήρα όλους αίμα. Και τώρα περιμένουν. Έλα να τους πεις καλημέρα…
- Να έρθει και η μαμά. Δε θα με τρυπήσεις χωρίς τη μαμά.
Μαμά έλα. Έλα μαμά. Έλααααα…
- Πηγαίνετε. Θα φτιάξουμε τα χαρτιά μετά κυρία Παπαδάκη. Θα
τα συμπληρώσω εγώ και όσο περιμένετε τη διασταύρωση θα τα τακτοποιήσουμε. Πάτε
με τη Νιόβη.
Έπιασε το χεράκι της μικρής, χαμογέλασε στην προϊσταμένη,
και ακολούθησαν την Ελένη για το πρώτο μέρος της ταλαιπωρίας της Νιόβης.
Στο θάλαμο ήταν γύρω στα δέκα παιδιά. Από τριών ως δέκα
χρονών. Τα περισσότερα γνωστά. Άλλα έκλαιγαν, άλλα μιλούσαν μεταξύ τους. Άλλα
έπιναν πορτοκαλάδες που τους έδιναν οι νοσηλεύτριες.
Η Αλίκη, έσφιξε το χεράκι της Νιόβης και της είπε, τι λέμε
αγάπη μου;
- Καλημέρα, είπε με φωνή λιγότερο αποφασιστική από ότι πριν…
Τα παιδικά ματάκια γύρισαν και την κοίταξαν, καλημέρα της
απάντησαν παιδικές και φωνές ενηλίκων.
Αυτό έκανε τη Νιόβη να ξεθαρρέψει.
- Έφερα γλυκά. Αλλά να κρατήσουμε και για το Στέφανο…
Γέλια ακούστηκαν από μαμάδες και παιδιά. Η Νιόβη γέλασε αλλά
σφίχτηκε πάνω στη μαμά της. Η Αλίκη την πήρε αγκαλιά. Την έσφιξε και της έδωσε
το κουτί να το πάει στο μικρό τραπεζάκι να το αφήσει. Η μικρή κούνησε το κεφάλι
της αρνητικά και κοίταξε τη μαμά της ικετευτικά. Αυτό το βλέμμα τη σκότωνε την Αλίκη.
Αυτά τα μικρά καστανά ματάκια που ήταν βουρκωμένα, που δεν καταλάβαιναν γιατί
μια φορά το μήνα το μικρό κορμάκι της ήταν υποχρεωμένο να τρυπιέται και να
υποφέρει. Αυτά τα ματάκια που ζητούσαν απαντήσεις γιατί η μικρή ψυχούλα για το
υπόλοιπο του βίου της θα έπρεπε να μεταγγίζεται άπαξ μηνιαίως με τρεις φιάλες
αίμα… που φοβόταν τις βελόνες, που αν και κοριτσάκι δεν ήθελε τίποτα κόκκινο…
Η Αλίκη άφησε τα γλυκά στο τραπεζάκι, καλημέρισε τις άλλες
μαμάδες και κάθισε σε μια πολυθρόνα με τη Νιόβη αγκαλιά.
Με την άκρη του ματιού της είδε τη μικροσκοπική νοσηλεύτρια
να της γνέφει ότι είναι έτοιμη.
Η Αλίκη έσφιξε τη Νιόβη και τη ρώτησε
- Έτοιμη μικρό μου τιγράκι; Θα πάμε στην Ελένη να σου πάρει
αίμα;
Η Νιόβη, λούφαξε στην αγκαλιά της και αναστέναξε.
- Θα ΄ρθεις και συ μαμά, εντάξει; Τα συμφωνήσαμε…
- Φυσικά. Μόνη σου θα σε αφήσω; Και αν κλάψεις και έρθει ο Στέφανος
και σε βρει κλαμένη;;;
- Δεν ήρθε ακόμη. Λες να μην έρθει;
- Μόλις η Ελένη μας πάρει αίμα, θα του τηλεφωνήσουμε να
δούμε γιατί άργησε…πάμε τώρα να μην περιμένει η Ελένη.
Και η μικρή Νιόβη, έδωσε αίμα πάλι για διασταύρωση. Και τώρα
άρχιζε η αναμονή. Μπορεί να βρισκόταν αμέσως αίμα και ως το μεσημέρι να είχαν
φύγει. Άλλες φορές όμως δεν υπήρχε συμβατό και έμεναν μέχρι το απόγευμα ή και
το βράδυ. Ήταν προετοιμασμένες για όλα. Μάνα και κόρη…
- Να πάμε να φτιάξουμε τα χαρτιά στην προϊσταμένη; Ρώτησε η Αλίκη.
- Να πάρουμε το Στέφανο και μετά, είπε η Νιόβη.
Ο Στέφανος ήταν πολύ κοντά. Σε δέκα λεπτά θα ερχόταν. Θα
πήγαιναν να φτιάξουν τα χαρτιά και θα τον περίμεναν έξω στο διάδρομο. Η
εξυπηρετική προϊσταμένη, δεν έβαζε τους γονείς να διακινούν τα
έγγραφα για τα παιδιά τους. Μάζευε τα απαραίτητα δικαιολογητικά και μια εθελόντρια έκανε όλες τις
διαδικασίες για τα παιδιά με τη μεσογειακή αναιμία.
Η Αλίκη και η Νιόβη, περίμεναν έξω από το γραφείο της προϊσταμένης
να έρθει ο Στέφανος με τη μαμά του. Όταν η Αλίκη ένιωσε το χεράκι της Νιόβης να
χάνεται από το δικό της, ήξερε πως η Ζέτα και ο Στέφανος είχαν εμφανιστεί.
Σήκωσε το βλέμμα της και αντίκρισε τη Ζέτα που την κοιτούσε
με την ίδια απόγνωση που την έβλεπε η Αλίκη κάθε μέρα στον καθρέφτη της…
Τα παιδιά τους αγκαλιάστηκαν. Ο Στέφανος ήταν οκτώ χρονών
και η Νιόβη ήταν πολύ κοντύτερή του, όμως ο Στέφανος της φερόταν σα να ήταν
πολύ μεγαλύτερη και ψηλότερή του.
Η Ζέτα και η Αλίκη αγκαλιάστηκαν. Είχαν να ειδωθούν ένα
φεγγάρι… τα ραντεβού τους ήταν κάθε 28 ημέρες. Και φυσικά συνέπιπταν με την
πανσέληνο.
Το πρώτο βράδυ που μερικά παιδιά μεταγγίζονταν μέσα στη
νύχτα, η Νιόβη και ο Στέφανος ήταν μέσα σε αυτά. Και όταν τα παιδιά τα πήρε ο ύπνος,
η Ζέτα και η Αλίκη βγήκαν να κάνουν ένα τσιγάρο στη βεράντα του νοσοκομείου.
Εκεί έγιναν οι συστάσεις και οι δυο γυναίκες έγιναν φίλες.
Αποκαλούσαν τους εαυτούς του κόρες του φεγγαριού.
Γιατί μόνο
στο φως του μπορούσαν να αφήσουν τους εαυτούς τους ελεύθερους να κλάψουν και να
θρηνήσουν για την ατυχία των παιδιών τους.
Μόνο στο φως του φεγγαριού το
χαμόγελο και η δύναμη έφευγε από τα πρόσωπά τους και τα δάκρυα αυλάκωναν τα
περιποιημένα μακιγιάζ τους. Στο φως του φεγγαριού έδιναν δύναμη η μια στην
άλλη.
Η Αλίκη που μεγάλωνε ένα παιδί μόνη της γιατί δεν είπε ποτέ στον
παντρεμένο πατέρα της κόρης της ότι ήταν έγκυος.
Η Ζέτα γιατί ο άντρας της ήταν
ναυτικός και ταξίδευε για να προσφέρει στα παιδιά του το καλύτερο.
Οι κόρες του φεγγαριού πέρασαν τη μέρα περιμένοντας να
βρεθεί αίμα. Η Νιόβη κοιμήθηκε το μεσημέρι στο κρεβάτι που ο Στέφανος
μεταγγιζόταν, όταν ήρθε ο τελευταίος ασκός αίμα για τη Νιόβη, ο Στέφανος ήταν
έτοιμος να φύγει αλλά έμεινε να κάνει παρέα στη Νιόβη και να προσέχει το χεράκι
της με την πεταλούδα όσο οι μαμάδες τους «τσιγάριζαν» στη βεράντα. Αυτό ήταν το
δικό του αστείο για τις μαμάδες τους.
Για άλλη μια φορά, το φεγγάρι τις έβλεπε να κρατάνε η μια το
χέρι της άλλης και να κλαίνε βουβά μέσα σε ένα σύννεφο λευκού καπνού.
Για άλλη
μια φορά οι δυο φίλες ανανέωναν το ραντεβού τους στον προθάλαμο μεταγγίσεων του
νοσοκομείου παίδων κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της σελήνης που συντρόφευε τις εξομολογήσεις
των φόβων δυο μανάδων.
Για άλλη μια φορά οι μανάδες διόρθωναν βιαστικά το
μακιγιάζ η μια της άλλης για να μη καταλάβουν τα παιδιά τους ότι έκλαιγαν.
Για άλλη μια φορά που δε θα ήταν και η τελευταία,
παρηγόρησαν η μια την άλλη, μάζεψαν κουρασμένες τα πράγματα των παιδιών τους,
πήραν αγκαλιά τα εξουθενωμένα κορμάκια τους, καληνύχτησαν τις άλλες μαμάδες που
περίμεναν υπομονετικά, χαιρέτησαν τις νοσηλεύτριες και κατέβηκαν στον άδειο
δρόμο να βρουν ταξί για τα σπίτια τους.
Όταν πήγαν να κλείσουν τις πόρτες των ταξί κοιτάχτηκαν και
είπαν με μια φωνή, «στην άλλη πανσέληνο φιλενάδα…»