Κεφάλαιο ένατο : ο κοινόβιος.
Όπως έχω γράψει επανειλημμένως, ξυπνώ κάθε πρωί στις πέντε
και μισή και φεύγω για τη δουλειά στις έξι και τέταρτο.
Καθώς είμαι ένα πρωί στο αυτοκίνητο προς το νοσοκομείο,
χτυπάει το κινητό. Είναι ένας φίλος μου που θέλει να με ενημερώσει πως στο
τμήμα μου, νοσηλεύεται ο πατέρας ενός φίλου του και να τον προσέξω ιδιαίτερα.
Πράγματι, έχω έναν ασθενή που ο γιος του είναι στο
εξωτερικό. Η κόρη του δίπλα κερί αναμμένο.
Ο παππούς πεθαίνει. Μου τηλεφωνεί ο κολλητός να πάμε στην
κηδεία που θα γινόταν τρεις μέρες μετά.
- Βρε πουλάκι μου, του λέω, σιγά μην τρέχω στις κηδείες των
ασθενών που έχω. Άλλη δουλειά δε θα είχα!
- Θα έρθεις για να μου κάνεις εμένα παρέα. Πρέπει να πάω
αλλά ξέρεις πως δεν αντέχω μόνος. Θα έρθεις μαζί μου.
Και πάω.
Ωραία κηδεία. Το ομολογώ. Στην κηδεία ήταν και ο γιος που
στις τρεις μέρες που ο πατέρας του ήταν στο νοσοκομείο δεν είχε προλάβει να
έρθει από τις ηνωμένες πολιτείες.
Ωραίος ο γιος, το ομολογώ επίσης!
Λέω του κολλητού να φύγουμε και να μην κάτσουμε στο τραπέζι,
πάμε να χαιρετήσουμε, να μη μας αφήνει ο τύπος να φύγουμε με τίποτα. Κάποια
στιγμή ξεμοναχιάζει και τον κολλητό μου, με κοιτούν, κάτι λένε και μετά βγάζει
ο ωραίος το κινητό του, βγάζει και ο κολλητός το δικό του και κάτι κοιτούν και
γράφει ο ωραίος.
Όντως ωραίος ο τύπος παιδιά. Ψηλός, με κάτι πλάτες ναααα, με
γκρίζα μαλλιά, με υπέροχα πράσινα μάτια και τέλεια χέρια. Έχω μια μέντα με τα
χέρια παιδιά!
Καθόμαστε και στο τραπέζι και φεύγουμε και σχετικά νωρίς
γιατί την άλλη μέρα δούλευα.
Μέσα στο αυτοκίνητο ο κολλητός μου λέει πως ο φίλος του, ο
Κώστας νόμιζε πως ήμασταν ζευγάρι και πώς μόλις έμαθε πως δεν ήμουν η κοπέλα
του Ο…, ζήτησε το τηλέφωνό μου και ο Ο…, του το έδωσε.
- Γιατί παιδί μου το έδωσες; Με ρώτησες εμένα;
- Επειδή είσαι ηλίθια και δεν καταλαβαίνεις. Θα σου
τηλεφωνήσει και μην τον αποπάρεις τον άνθρωπο.
Να του φερθείς ευγενικά και να τον γνωρίσεις. Αξίζει πραγματικά.
Με τα πολλά που μου έσουρε στο αυτοκίνητο ο κολλητός, έχω
στραβώσει πολύ και ενώ μου αρέσει ο Κώστας, δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά γιατί
αποφάσισε μόνος του ο Ο…
Πέντε μέρες μετά, ο Κώστας μου τηλεφωνεί. Έκανε ένα τραπέζι
μετά από μια παρουσίαση βιβλίου που θα προλογούσε και θα ήθελε να παρευρεθώ για
να με ευχαριστήσει για τις διευκολύνσεις που έκανα στην αδερφή του όσο καιρό ο
πατέρας του ήταν στο τμήμα μου.
Δε θέλω να πάω, αλλά λέω άσε να δω γιατί ο Ο… δεν είναι και
ηλίθιος. Για να επιμένει, κάτι ξέρει, μου είχαν περάσει και τα νεύρα, μου άρεσε
και ο Κώστας… και δέχομαι!
Δίνουμε ραντεβού στο εστιατόριο απ’ έξω.
Κλείνουμε και ξαναχτυπά το τηλέφωνό μου και είναι ο Ο… με
βρίζει για να με πείσει να πάω. Του εξηγώ ότι δέχτηκα. Μαλακώνει και προσφέρεται να μου τηλεφωνήσει
να με ξυπνήσει για να ετοιμαστώ. Ξέρει πως όταν κοιμάμαι, δεν ξυπνώ ούτε με
κανόνια.
Με ξυπνά, ετοιμάζομαι, μια θεά ήμουν, δεν το συζητώ και πάω
στο ραντεβού μου με τρία λεπτά μόνο καθυστέρηση. Με περίμενε απ’ έξω από το
εστιατόριο ενώ οι άλλοι είχαν καθίσει ήδη στο τραπέζι.
Η αλήθεια είναι, πως είχε κλείσει όλο το μαγαζί και με έβαλε
να καθίσω δίπλα του. Όλο το βράδυ να με ταΐζει στο στόμα. Να μου καθαρίζει τις
γαρίδες για να μη λερώσω τα χέρια μου, να μου γεμίζει το ποτήρι, να μου ανάβει
το τσιγάρο, να μη μιλά με κανέναν άλλον.
Ξαφνικά χτυπά το κινητό μου. Κάτι είχε προκύψει στο
νοσοκομείο, πρέπει να φύγω για να το διευθετήσω. Ζητώ συγνώμη, και αντί να με
χαιρετίσει, κάνει νόημα στον άντρα της αδερφής του και αυτός με συνοδεύει, μου
φορά το μαντώ, βάζει το παλτό του και με πάει στο νοσοκομείο με το αυτοκίνητό
του.
Μένει κάτω στο φουαγιέ μέχρι να φτιάξω το πρόγραμμα και να
κάνω τα σχετικά τηλεφωνήματα. Αλλά το πράγμα αργεί και ανεβαίνει στο τμήμα. Με
βλέπουν τα παιδιά με τον τύπο και από την επομένη αρχίζει η καζούρα.
Ξεμπερδεύω με το πρόγραμμα και φεύγουμε. Πάμε για ένα ποτό
στη Γλυφάδα και μετά με πάει σπίτι μου.
Τη επομένη μου τηλεφωνεί να πάμε για φαγητό το μεσημέρι. Εγώ
δεν μπορούσα και το ανανεώνουμε για το Σάββατο. Βγαίνουμε το Σάββατο. Καλός
συζητητής, καλλιεργημένος, πολύ διαβασμένος, με χιούμορ. Και πάνω από όλα
διεκδικητικός. Αυτό ως χαρακτηριστικό άντρα, το βρίσκω πολύ σημαντικό. Να ξέρει
τι θέλει και να το διεκδικεί. Να μη φοβάται μια δυναμική γυναίκα όπως εγώ,
(είπατε κάτι;;; άντε!), να έχει αυτοπεποίθηση…
Ξαναβγαίνουμε πολλές φορές, και η σχέση μας περνάει σε άλλη
φάση.
Είμαστε στο σπίτι του, μαγειρεύουμε, ναι, μαγείρευα, το
άξιζε, και ενώ στρώνουμε τραπέζι, ανοίγει η εξώπορτά του και μπαίνει μέσα ο
γαμπρός του που με βλέπει να είμαι εκεί και ψιλοκωλώνει. Ανοίγει το ψυγείο,
παίρνει ένα λεμόνι και φεύγει. Δυο λεπτά μετά, ξανανοίγει η πόρτα και μπαίνει η
αδερφή του. Με χαιρετάει, ξανανοίγει το ψυγείο και παίρνει άλλα δυο λεμόνια και
φεύγει.
Κοιτώ τον Κώστα και τον ρωτώ που μένει η αδερφή του. Έμενε
από πάνω, στο ισόγειο μένει η γυναίκα που τους καθαρίζει τα σπίτια και πρόσεχε
και τον παππού, στον πρώτο ο Κώστας στο δεύτερο η αδερφή του και στον τρίτο
έμενε ο μπαμπάς τους και τώρα θα το πάρει το σπίτι η κόρη της αδερφή του που
είναι έντεκα χρονών.
Στην πυλωτή της οικοδομής ήταν το πάρκινγκ. Αυτοί είχαν όλοι
μαύρα αυτοκίνητα. Το δικό μου είναι ασημί. Βγάζει μάτι όταν είναι εκεί
παρκαρισμένο. Διαφέρει σαν τη μύγα μες το γάλα!
Τρώμε, βάζω τα πιάτα στο πλυντήριο και καθόμαστε στον καναπέ
να δούμε μια ταινία. Ανοίγουμε πατατάκια, ντορίτος και ποπ κορν, φέρνουμε
μπύρες και καθόμαστε αγκαλιά στον καναπέ. Και στο τέταρτο επάνω ανοίγει η πόρτα
και μπαίνει η ανιψιά. Βλέπει τα πατατάκια, βλέπει την ταινία και κάθεται μαζί
μας και αυτή. Ψιλοχαλιόμαστε αλλά παιδάκι λέμε είναι, δεν καταλαβαίνει ότι
ενοχλεί. Δέκα λεπτά μετά, έρχεται και η μάνα της να δει τι γίνεται. Βλέπει την
ταινία, της αρέσει, και κάθεται και αυτή. Σε άλλα δέκα λεπτά, έρχεται και ο
άντρας της. Ξαναβάζουμε την ταινία από την αρχή, ανοίγουμε καινούργια πατατάκια
και μπύρες και από ένα τρυφερό τετ α τετ, καταντά οικογενειακή μάζωξη.
Τελειώνει η ταινία δε φεύγουν, παραγγέλνουμε πίτσες, δε φεύγουν, αρχίζω και
φορτώνω και φεύγω εγώ.
Την άλλη μέρα ενώ είμαστε στο σπίτι του, ότι έχω βγει από το
μπάνιο τυλιγμένη με την πετσέτα και φτιάχνοντας καφέδες να τους πιούμε στο
κρεβάτι, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο γαμπρός του. Ζητά συγνώμη και
φεύγει.
Πάω τους καφέδες στην κρεβατοκάμαρα και εξηγώ του Κώστα πως
πρέπει να μιλήσει στην αδερφή του και να εξηγήσει πως όταν βλέπουν το
αυτοκίνητό μου στο πάρκινγκ δεν πρέπει να χρησιμοποιούν τα κλειδιά που έχουν
από το σπίτι του αλλά να χτυπούν το κουδούνι γιατί θα μας πετύχουν σε πολύ ακατονόμαστη
στάση και δεν είναι πρέπον!
Συμφωνεί και μου λέει πως θα τους μιλήσει.
Μερικές μέρες μετά που έχουμε γυρίσει πτώματα από τα μαγαζιά
γιατί ψάχναμε καινούργιο σαλόνι για το σπίτι του, είμαστε μαζί στο μπάνιο και
ακούμε την πόρτα να ανοίγει. Βγαίνει ο Κώστας, ακούω ομιλίες και πόρτα να
κλείνει.
Ξαναέρχεται ο Κώστας στο μπάνιο και το βράδυ εξελίσσεται
όπως φαντάζεστε!
Σε μια βδομάδα φέρνουν το καινούργιο σαλόνι και μόλις
φεύγουν οι μεταφορείς, καθόμαστε να το εγκαινιάσουμε και αρχίζουμε τα φιλιά και
τα χάδια. Και ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η αδερφή του!
Τσατίζομαι, σηκώνομαι, παίρνω την τσάντα μου, παίρνω τα
κλειδιά μου και φεύγω. Από πίσω ο Κώστας να με κυνηγά. Μου τη βαράει, ξέρει που
είναι το σπίτι μου και εγώ παίρνω την εθνική και τέσσερις ώρες μετά είμαι στην Καρδίτσα
στο εξοχικό μου. Ήξερα πως την άλλη μέρα είχε δουλειά και δε θα με ακολουθούσε.
Πέρασα ένα σαββατοκύριακο στο χωριό με το κινητό κλειστό.
Επιστρέφω Κυριακή βράδυ, και μπαίνω στο σπίτι. Δυο ώρες
μετά, έρχεται ο Ο.. με τραβάει μια κατσάδα, του εξηγώ, μαζεύεται και μου λέει
πως τα ξέρει όλα γιατί ο Κώστας δεν ήξερε που να με βρει και πήρε αυτόν μήπως
ήξερε.
Το άλλο πρωί τηλεφωνεί στη δουλειά ο Κώστας γιατί νόμιζε πως
θα είχα πάλι κλειστό το κινητό. Μου ζητά συγνώμη, πάμε για φαγητό και
καταλήγουμε στο δικό μου σπίτι. Αλλά εγώ δεν έχω φαξ και ο Κώστας τις
περισσότερες δουλειές τους τις κάνει από το γραφείο του στο σπίτι του. Το άλλο
απόγευμα μου τηλεφωνεί να πάω από εκεί. Μου έχει δώσει το λόγο του ότι μίλησε
στην αδερφή του και το γαμπρό του. Πράγματι μένω εκεί τόσες ώρες και δεν άνοιξε
η πόρτα καμιά φορά.
Όταν ξαναπάω, πάλι ησυχία και δε μας ενόχλησε κανείς.
Το βράδυ, κάνουμε έρωτα, πάμε στο μπάνιο και μόλις
ξαπλώνουμε με τα νυχτικά μας, ακούμε την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει. Κοιτώ
το ρολόι, ήταν δύο και πέντε τη νύχτα. Ανοίγει η πόρτα της κρεβατοκάμαρας και
είναι η ανιψιά του που κρατά ένα τεράστιο βάτραχο λούτρινο, με το νυχτικό της,
που λέει:
- Η μαμά με έδιωξε από το κρεβάτι της με τον μπαμπά και ήρθα
να κοιμηθώ με το θείο γιατί φοβάμαι…
Σηκώνομαι από το κρεβάτι, κοιτώ τον Κώστα, βάζω το παλτό μου
πάνω από το νεγκλιζέ, βάζω τις γόβες μου και ανοίγω την πόρτα και φεύγω.
Το γνωρίζω ότι ο Κώστας μεγάλωσε το κοριτσάκι αυτό σα δικό
του γιατί ο πατέρας της μικρής ήταν ναυτικός και έλειπε. Αλλά δεν μπορώ να πιστέψω
πως η μιρκή απενεργοποίησε το συναγερμό στο σπίτι της, κατέβηκε, απενεργοποίησε
το συναγερμό στο σπίτι του Κώστα και όλα αυτά τα έκανε χωρίς η μάνα της να
καταλάβει κάτι. Πολύ απλά έβλεπαν ότι το πράγμα σοβάρευε και φοβόντουσαν ότι ο Κώστας
θα με παντρευόταν και θα έχαναν την περιουσία του. Και βάλανε μπροστά τη μικρή
γιατί υποτίθεται ότι αυτήν ήταν ενήμερη για τις επισκέψεις μου!
Το άλλο πρωί μου τηλεφωνεί η αδερφή του Κώστα.
Και η απάντησή μου ήταν η κάτωθι. Εννοείται ότι μετά από
αυτό δεν ξαναείδα τον Κώστα. Βάλτε με το μυαλό σας τι του είπε η αδερφή του.
- Άκου Χριστίνα, δεν είμαι εγώ αυτή που θα σου πω πως θα
μεγαλώσεις το παιδί σου, όμως δεν είναι δυνατόν ένα κορίτσι που σε δυο μήνες θα
κλείσει τα δώδεκα να κατεβαίνει στο διαμέρισμα του θείου της να κοιμηθεί. Είναι
σχεδόν σχηματισμένη κοπέλα. Ξέρω πως δεν υπάρχει κάτι πονηρό στη σχέση, αλλά ως
γυναίκα δεν το ανέχομαι. Τρία λεπτά νωρίτερα να άνοιγε την πόρτα της
κρεβατοκάμαρας, θα μας έβλεπε σε εντελώς ανάρμοστη στάση για τα μάτια ενός
παιδιού όπως λες εσύ, μια νεαρής γυναίκας όπως λέω εγώ. Και επειδή δεν είναι τριών
χρονών, δεν μπορώ να πιστέψω πως δεν έχεις κάποια ανάμιξη σε όλα αυτά…
Και έτσι έληξε και η σχέση μου τον τύπο που το σπίτι του δεν
ήταν σπίτι αλλά κοινόβιο!