Χριστός Ανέστη, φίλοι μου.
Τώρα που πέρασαν οι άγιες μέρες, μπορώ να σας αποδείξω πόσο στριμμένη είμαι. Θα παραπονεθώ και θα πω κακίες και θα με πείτε συν τοις άλλοις και ρατσίστρια. Αλλά, σκασίλα μου. Ο χώρος αυτός είναι δικός μου και θα εκφράζω τις απόψεις μου. Μπορεί να μη συμφωνείτε, αλλά είναι οι απόψεις μου. Σ’ όποιον αρέσουμε για τους άλλους δε θα μπορέσουμε!!!
Πήγα και εγώ σαν καλή χριστιανή στην ανάσταση. Συνήθως, λόγω δουλειάς και παραστήματος, είμαι αντιπροσωπεία σε κάποια εκκλησία πήχτρα στους σελέμπριτις και τους αντιπροσώπους της τοπικής ή κρατικής διοίκησης.
Αυτή τη φορά όμως είπα να περάσω οικογενειακά. Πήγα, λοιπόν, στην εκκλησία της γειτονιάς μου, επειδή ήθελα να δω και να ευχηθώ στους γείτονές μου που δεν είχα άλλη χρονιά την ευκαιρία να το κάνω.
Τι το ήθελα; Ξεβαφτίστηκα! Κατ’ αρχάς στην εκκλησία δεν άκουσα λέξη. Γινόταν μέσα τόση φασαρία, που παρά τα μικρόφωνα, δεν άκουγα τη λειτουργία. Σε κάποια στιγμή, ήταν τόσο το αδιαχώρητο, που βγήκα έξω, στον προαύλιο χώρο που σε λίγο θα έβγαινε και ο παπάς για να αναγγείλει το μήνυμα της Ανάστασης.
Η ώρα ήταν περίπου έντεκα και μισή. Ο χώρος ήταν άδειος με εξαίρεση μερικούς γύφτους που πουλούσαν λαμπάδες και διάφανα πλαστικά για να προστατευτούν τα χέρια των «ευσεβών πιστών» από το λιωμένο κερί. Σε λίγο και όσο η ώρα πέρναγε, άρχισε να γεμίζει η πλατεία. Έρχονταν κόσμος που δεν είχε την ευγένεια να μπει στο ναό να ανάψει ένα κεράκι, παρά καθόταν στα παγκάκια και άναβε τσιγάρο. Έβγαζαν τα κινητά και κοίταζαν αν έχουν μηνύματα και έστελναν απαντήσεις. Λες και αν το κάνανε λίγο αργότερα κάτι θα γινόταν! Ας είναι. Λίγο πριν τις δώδεκα, δηλαδή γύρω στις δώδεκα παρά δέκα, η πλατεία γέμισε. Ξαφνικά, σα να φύτρωναν οι «πιστοί» από τις πλάκες της πλατείας. Εκεί να δεις κόσμο και εναγκαλισμούς! Εκεί να δεις συναυλία κινητών. Εκεί να δεις το κιτς σε όλο του το μεγαλείο!
Και η ώρα πήγε δώδεκα. Βγαίνει το παπαδαριό στις σκάλες, βλέπουμε λαμπάδες αναμμένες και βγάζουν οι κύριοι τους αναπτήρες και ανάβουν τις λαμπάδες τους! Ναι ναι ναι. Το άγιο φως που πήραν ήταν προελεύσεως μπικ άντε και ζίππο! Αρχίζουν να χτυπούν οι καμπάνες, να πέφτουν τα βεγγαλικά/οι κροτίδες/τα βαρελότα/οι στρακαστρούκες, τα πιτσιρίκια να ουρλιάζουν και γίνεται … της αναστάσεως έξω από την εκκλησία! Δεν άκουσα όχι λειτουργία, αλλά ούτε το Χριστός Ανέστη!
Και σε πέντε λεπτά, η πλατεία αδειάζει. Ναι, όπως γέμισε άδειασε. Και μείνανε μόνο μερικοί γέροι. Άρχισε να βρέχει κιόλας, την κάναμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε για τη θαλπωρή του σπιτιού.
Στο δρόμο του γυρισμού έκανα έναν απολογισμό. Θυμήθηκα την περσινή Ανάσταση που ήμουν στη μητρόπολη. Μπορεί να ήμουν με τη στολή, να μην είχα κοντά μου όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα να δώσω το φιλί της αγάπης, αλλά άκουσα τη θεία λειτουργία, τραγουδήσαμε όλοι μαζί το Χριστός Ανέστη και με εξαίρεση τις καμπάνες, δεν υπήρξε τίποτα να βεβηλώσει την ιερότητα της ανάστασης του Κυρίου. Όλοι ήταν ευπρεπώς ενδεδυμένοι, δε χτυπούσαν κινητά και κυρίως, όταν άκουγες ευχές, ήταν στην Ελληνική γλώσσα.
Ναι, ρε παιδιά, είμαι στη χώρα μου και έχω την απαίτηση να ακούω Ελληνικά. Δε μένω στον Κολωνό να ακούω αραβικά, δε μένω στην οδό Φυλή να ακούω αλβανικά. Μένω στο Μετς που θεωρείται και χαι κλας (τρομάρα της) περιοχή. Στην εκκλησία της γειτονιάς μου μόνο Ελληνικά δεν άκουσα. Όλα τα άλλα τα άκουσα. Και να επρόκειτο για τίποτα ευσεβείς χριστιανούς, να το καταλάβω. Αλλά μάλλον για χαβαλέ είχαν έρθει. Λαμπάδες δεν είχαν, με τα αναψυκτικά στο χέρι ήρθαν και δεν τα πέταξαν, μόνο κροτίδες είχαν, μεγάλοι και μικροί. Και καλά να βλέπεις ένα δεκατετράχρονο να πετά κροτίδες, αλλά να βλέπεις και κάτι σαραντάρηδες να βγάζουν από τις τσέπες τους κροτίδες και να τις πετούν για να κάνουν χάζι τους ηλικιωμένους οικογενειάρχες και τα παιδιά που τρομάζουν, το βρίσκω αδιανόητο!
Και τα ρούχα. Τι χάλι ήταν αυτό; Που πήγαν εκείνες οι πινακίδες που έλεγαν ότι «η εκκλησία είναι χώρος ιερός και γι’ αυτό παρακαλείστε να εισέρχεστε με ευπρεπή ενδυμασία»; Δε θα πω για τα στυλιστικά έκτρωπα που είδα, αυτό το κάνουν οι εκπομπές, αν και αποτέλεσαν ισχυρό τραύμα στην καλαισθησία μου, θα πω για το πώς ντύθηκαν οι «χριστιανοί». Με φόρμες, ναι φόρμες, με τζιν σκισμένα και βρώμικα, με κουστούμια και σπορτέξ!
Πόσες φορές το χρόνο, ρε συνάνθρωποι, έχουμε Πάσχα και φορά τη μοναδική αυτή νύχτα τη φόρμα που κάνει τις δουλειές του σπιτιού; Δεν προλάβαινε να αλλάξει; Ας μην ερχόταν, ευτυχώς που πρόλαβε δηλαδή να βγάλει την ποδιά της κουζίνας με τα ξεραμένα λίπη από τη μαγειρίτσα! Άσε τις άλλες, που ήρθαν στην εκκλησία με ότι θα πήγαιναν στο κέντρο που τραγουδάει ο Μαζωνάκης! Φτερά, πούπουλα, παγιέτες και στρας, τύφλα να έχουν τα κουστούμια του Φλωρινιώτη! Και καλά αυτές βάλανε την Άρτα και τα Γιάννενα, τα παιδιά τους γιατί τα είχαν με ότι πιο πρόχειρο υπήρχε στο συρτάρι του παιδιού; Αυτά ένα παντελονάκι τζιν δεν είχαν και του φόρεσαν το φουτεράκι που του βάζουν στο πάρκο με τα χώματα; Άσε το σύζυγό τους που ήρθε με το κουστουμάκι του, τη γραβατούλα του και τα αθλητικά του παπούτσια! Έ βέβαια, που να προλάβει να τους δει; Μεταξύ ψεύτικης βλεφαρίδας και γκλίτερ στους ώμους το μόνο που προλάβαινε να κάνει ήταν να επιλέξει το μωβ-φούξια-ασημί τσαντάκι!
Άσε τις λαμπάδες! Κανένας δεν τους είπε ότι όταν αγοράζει η νονά λαμπάδα με τη μπάρμπι και τη σκηνή της στο κοριτσάκι τους, τη σκηνή δεν την παίρνουν μαζί στην εκκλησία; Και ας μην ανεφερθώ στις –τουλάχιστον- τριαντάρες που κρατούσαν λαμπάδες με κορδέλες, λουλούδια και πουλάκια με τις φωλιές τους!
Ά! Είδα και μια γειτονική οικογένεια. Εκεί φρίκαρα! Η μάνα και ο πατέρας κόσμια ντυμένοι και ευπρεπείς. Η κόρη πάλι όχι. Φόραγε ένα λευκό μακό κολάν, ένα μακό μπλουζάκι και ένα τζιν μπουφάν. Να τη δεις αυτήν την τσούπρα, ντυμένη να βγαίνει για κλαμπινγκ, τύφλα να έχουν τα μοντέλα στις πασαρέλες. Όλη η απλότητα της βγήκε τα βράδυ της Ανάστασης που λόγω ταπεινότητας δεν έλουσε ούτε τα μαλλιά της και έπεφταν λιγδιασμένα στους ώμους της!
Αφήστε τα, καλύτερα να μην πήγαινα στην εκκλησία. Θα άκουγα τη λειτουργία από την τηλεόραση, θα έκανα και Ανάσταση με τον Παπούλια, για να μην ξεχνιόμαστε, τα τελευταία πέντε χρόνια κάθε Ανάσταση, Πρωτοχρονιά και Μεγάλη Παρασκευή είμαι στη μητρόπολη με την πολιτική ηγεσία της χώρας. Αφού με έχουν μάθει και οι βουλευτές και με χαιρετάνε! Θα έβλεπα και τα βεγγαλικά από το σπίτι μου που έχει η βεράντα μου θέα όλη την Αθήνα από Πεντέλη-Υμηττό-Πάρνηθα ως τον Πειραιά και τη Σαλαμίνα! Και το κυριότερο, δε θα συγχιζόμουν.
Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα. Τώρα ξέρω. Ή στη μητρόπολη ή στο σπίτι. Καλύτερα δε γίνεται! Ούτε αλβανοί, ούτε καρακιτσαριά, ούτε βεγγαλικά και φασαρίες. Και από θρησκευτική κατάνυξη άλλο πράγμα! Θες να προσευχηθείς; Μπορείς. Θες να ακούσεις τη λειτουργία; Μπορείς. Θες να μην εκνευριστείς; Πανεύκολο.
Άσε, δεν είμαι εγώ για ανασούρμπουλα όπως αυτό που έζησα προχθές. Η στριφνάδα μου δεν είναι να κυκλοφορεί.
Αυτά και φιλιά αγάπης στα μούτρα σας!