Έκανε
ζέστη. Βγήκαν από το κλιματιζόμενο γραφείο και ένα κύμα ζεστού αέρα τους
χτύπησε κατά πρόσωπο.
Κοιτάχτηκαν
στα μάτια και αντί για το αυτοκίνητο, κατευθύνθηκαν προς το βιβλιοπωλείο. Ο
καθένας τους αγόρασε από ένα σημειωματάριο.
Της
Στεφανίας, ήταν ένα κανονικό σε μέγεθος με πολλές σελίδες και μαύρο εξώφυλλο.
Του Δημήτρη κόκκινο, μικρό και με λάστιχο.
Διάλεξαν
στυλό… μια πένα και ένα ρόλερμπολ. Πλήρωσαν και ξεκίνησαν για το αυτοκίνητο. Ο
φύλακας του πάρκινγκ τους παρέδωσε το αυτοκίνητο.
Πήραν
το δρόμο της επιστροφής αμίλητοι.
Από
την ώρα που βγήκαν από το γραφείο του σύμβουλου γάμου, δεν είχαν μιλήσει μεταξύ
τους.
Στο
σπίτι, ο κλιματισμός λειτουργούσε. Η Στεφανία έβαλε ένα ποτήρι κρασί που δεν το
έφερε στο στόμα τα, μονο για να έχει κάτι στα χέρια της και κάθισε στο παράθυρο
να βλέπει τον κήπο τους. Ο Δημήτρης, έβαλε ένα ουίσκι και κάθισε στον καναπέ.
Γέλασε και είπε: εκπληκτικός τρόπος να γιορτάσεις τα είκοσι χρόνια γάμου σου!
Να ακούς επί δυο ώρες έναν ξένο να αναλύει το γάμο σου και στο τέλος να σου
βάζει και homework!
Η
Στεφανία του αποκρίθηκε χωρίς να γυρίσει. Ήταν το δώρο μου για την επέτειό μας,
χρυσέ μου!
Και
το απόγευμα κύλησε χωρίς άλλη κουβέντα μεταξύ τους…
Τα
παιδιά γύρισαν από το πάρτυ, τους φίλησαν και εξαφανίστηκαν στα δωμάτιά τους. Φάγανε
χωριστά. Ο Δημήτρης στην κουζίνα και η Στεφανία στην τραπεζαρία με την Χουανίτα
να τη σερβίρει όπως πάντα χωρίς να μιλά.
Της
έφτιαξε ένα χαμομήλι, της το σέρβιρε και η Στεφανία έφυγε για το δωμάτιό της. Κάθισε
στην τουαλέτα της, έβγαλε τα κοσμήματά της, ξεβάφτηκε, γδύθηκε και μπήκε στο μπάνιο.
Δεν άναψε κεριά, δεν έβαλε μουσική… σκεφτόταν. Ότι είπε ο σύμβουλος. Στην
επόμενη συνάντησε θα έπρεπε να έχουν αγοράσει ένα καινούργιο σημειωματάριο,
καινούργιο για να τονίζει τη νέα προσπάθεια να διατηρήσουν το γάμο τους. Στην
ουσία να διατηρήσουν την εταιρεία που με τόσο κόπο και ταλαιπωρία έχτισαν μέσα
σε τόσα χρόνια. Ξέρανε ότι θα έχαναν πολλά αν χώριζαν. Μα πάνω από όλα τους εαυτούς τους. Το ήξεραν.
Ήταν και οι δυο παιδιά πλούσιων οικογενειών που όταν οι γονείς τους χώρισαν,
έγιναν άλλοι άνθρωποι. Αυτό ήθελαν να το αποφύγουν. Το δηλητήριο, τις κακίες,
τα κρυμμένα μυστικά, τις κατινιές. Για τους εαυτούς τους και τις επιπτώσεις που
θα είχε στα παιδιά.
Βγήκε
από το μπάνιο, φόρεσε το μπουρνούζι της και πήγε στο γραφείο. Κάθισε στην
καρέκλα του Στέφανου. Ξανασηκώθηκε. Πήγε στην κουζίνα, έφτιαξε ένα καφέ και
γύρισε στο γραφείο. Ξανακάθισε. Ξανασηκώθηκε. Πήγε στο σαλόνι. Κοίταξε
ερευνητικά και βρήκε στο πλάι της εταζέρας, τη σακούλα από το βιβλιοπωλείο.
Πήρε το μαύρο σημειωματάριο και την πένα και επέστρεψε στο γραφείο. Ξανακάθισε.
Και
ξαφνικά άρχισε να γράφει. Να γράφει. Να γράφει…
Να
γράφει για να ζητήσει συγνώμη. Για ότι μετάνιωσε. Για ότι θεωρούσε ότι έπρεπε
να απολογηθεί στο Δημήτρη.
Έγραψε
για όλες τις φορές που ειρωνευόταν την προφορά του Δημήτρη στα γαλλικά.
Για
όλες τις φορές που άλλαζε τις οδηγίες του στην εταιρεία, άσχετα αν οι αλλαγές
που έκανε επέφεραν κέρδη.
Για
όλες τις φορές που απέλυσε άτομα που ο Δημήτρης διάλεγε για τα σχέδια, αλλά η
ίδια ενώ αρχικά είχε δώσει τη συγκατάθεσή της, τελικά, άλλαζε γνώμη.
Για
όλες τις φορές που του μίλαγε δεικτικά μπροστά σε συνεργάτες ή υφισταμένους.
Για
όλες τις φορές που του φώναζε όταν αυτή ήταν έτοιμη για τις επίσημες εμφανίσεις
τους και αυτός αργούσε για να βάλει τα παιδιά για ύπνο.
Για
όλες τις φορές που αργούσε σε κάποια δουλειά και αυτή του έκανε σκηνές, μπροστά
στα παιδιά, μπροστά στους συνεργάτες, μπροστά στη γραμματέα του.
Για
όλες τις φορές που χαμογελούσε και τον ευχαριστούσε όταν αυτός της έκανε δώρα
κοσμήματα. Και ας ήθελε να τον χτυπήσει, να τον ξεμαλλιάσει να τον γρατζουνίσει
γιατί ήξερε, ότι τα κοσμήματα ήταν ο τρόπος του να της ζητήσει συγνώμη για τις
ερωτικές περιπτύξεις του με διάφορες μικρούλες!
Για
όλες τις φορές που έτρωγε μόνη της και όταν αυτός επέστρεφε, του πετούσε στα
μούτρα μια καληνύχτα και τον έδιωχνε από το κρεβάτι της και τον έστελνε στον
ξενώνα.
Για
όλες τις φορές που τις έδινε την χρυσή του κάρτα να ψωνίσει και αυτή την έπαιρνε για να γεμίσει με ρούχα υπογραφής
το κενό στην ερωτική της ζωή.
Για
όλες τις φορές που την έστελνε διακοπές σε πολυτελή spa και αυτή
πήγαινε για να ξεχάσει πως ο άντρας της αντί να είναι δίπλα σε αυτή, θα ήταν δίπλα
σε κάποια μικρή ξανθιά νέα υπάλληλο της εταιρείας τους.
Για
όλες τις φορές που δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει σε επίσημες εκδηλώσεις γιατί
ήταν μεθυσμένη.
Για
όλες τις φορές που τη βρήκε χωρίς τις αισθήσεις της στον καναπέ, στο σαλόνι,
στον κήπο, όταν τον περίμενε να γυρίσει και είχε συντροφιά το cardhu.
Για
όλες τις φορές που το έσκαγε από τα πανάκριβα κέντρα αποτοξίνωσης που η ίδια
διάλεγε.
Για
όλες τις φορές που τον συνόδευε και δεν μπορούσε να του ευχηθεί για τις
επιτυχίες τους επειδή δεν έπρεπε να βάλει σταγόνα αλκοόλ στο στόμα της.
Για
όλες τις φορές που η μοναξιά την έκανε στρίγγλα στους συνεργάτες τους.
Για
όλες τις φορές που έσπαγε τον καθρέφτη στην κρεβατοκάμαρά τους όταν αυτός δήθεν
είχε συμβούλιο σε εταιρεία όταν ήξερε πως ξενοκοιμόταν.
Για
όλες τις φορές που τράκαρε το αυτοκίνητο γιατί τα δάκρυά της, της θόλωναν την
όραση και δεν έβλεπε μπροστά της.
Για
όλες τις φορές που δεν πήγε μαζί του για δουλειά γιατί ήξερε πως οι ίδιοι
άνθρωποι που θα τη συναντούσαν θα την κοιτούσαν με συμπάθεια, μια πρώην
αλκοολική που ο άντρας της την απατά αλλά την επιδεικνύει για να δείξει σε
όλους πόσο συμπονετικός και καλός σύζυγος είναι.
Έγραφε,
έγραφε έγραφε…
Μέχρι
το ξημέρωμα είχε γράψει πάνω από είκοσι σελίδες. Έφτιαξε άλλον έναν καφέ φρέσκο
και ξανακάθισε στο γραφείο.
Θυμήθηκε
όλες τις φορές που γυρνούσε ξεθεωμένη απ τη δουλειά και τον άκουγε να σιγοψιθυρίζει
στο κινητό του και να κλείνει ραντεβού.
Θυμήθηκε
τα ψέματα που της έλεγε για να αποφύγει κοινές εξόδους.
Θυμήθηκε
τα ακριβά του δώρα όταν τα ψέματά του αποκαλύπτονταν.
Θυμήθηκε
τη μοναξιά και την ταπείνωση που την έριξαν στο αλκοόλ.
Θυμήθηκε
την αγωνία της να ξεφύγει από τον εθισμό.
Θυμήθηκε
τα συγκαταβατικά του αγκαλιάσματα όταν ήταν άλλοι μπροστά.
Θυμήθηκε
το διαζύγιο των γονιών της.
Θυμήθηκε
το γάμο της… και έσκισε όλες τις
σελίδες.
Έγραψε
μερικές γραμμές και έβαλε το σημειωματάριο στην τσάντα της.
Όταν
το έβγαλε ήταν στο γραφείο του συμβούλου γάμου. Έδωσε το σημειωματάριο και ο σύμβουλος το άνοιξε.
Έγραφε:
συγνώμη στον εαυτό μου που του επέτρεψα να είναι με έναν τέτοιο υποκριτή,
ψεύτη, εκμεταλλευτή, άπιστο άντρα. Συγνώμη από τα παιδιά μου που τους διάλεξα
έναν ανάξιο για πατέρα.
Και
τίποτα άλλο. Όλες οι άλλες σελίδες ήταν λευκές. Εντελώς λευκές…