Εεεε, σας έλειψα;
Και πολύ καλά έκανα. Mην πάρετε και overdose!
Πέρασα έξι ημέρες δίπλα στη θάλασσα. Πήρα ένα ωραιότατο μπρούτζινο χρώμα με ελαφριά ροζ απόχρωση. Δεν πρόλαβε ακόμα να στρώσει, το χρώμα καλέ!
Η θάλασσα ήταν λάδι, σχετικά ζεστή, τα ψαράκια με καλωσόρισαν με σμήνη που πέταγαν έξω από το νερό και τρελάθηκα την πρώτη φορά που τα είδα. Βλέπετε ήμουν στο νερό και ξαφνικά ένιωσα σαν ένα σύννεφο ακρίδες να περνούν γύρω μου. Μετά είδα το νερό σα να κόχλαζε. Κόντεψα να κατουρηθώ! Και κράτησε και κάμποσο. Διαπίστωσα τι ήταν, κολύμπησα γρήγορα γρήγορα στην ακτή, γιατί σκατά γοργόνα είμαι, φοβήθηκα ότι κάτι τα τρόμαξε και πήδαγαν έξω από το νερό. Βέβαια, μετά με ενημέρωσαν ότι είναι το χούι τους αυτό. Αλλά την τρομάρα που πήρα, δεν μπορώ να σας την περιγράψω. Έκτοτε, κολυμπούσα μόνο με παρέα. Τα απογεύματα που έπινα τον καφέ μου σε μια εκπληκτική καφετέρια πάνω από τη θάλασσα και τα χάζευα έτσι όπως πηδούσαν έξω από το νερό και έκαναν βόλτες, αλλά την πρώτη φορά τα είδα όλα…
Το φαγητό ήταν το κάτι άλλο. Ότι κολυμπάει η βρίσκεται στη θάλασσα το έφαγα… οι γαρίδες σαγανάκι ήταν καταπληκτικές. Το γέλιο που έκανα σ’ αυτές τις έξι ημέρες, δε λέγεται. Είχα και το σουξέ μου η παχουλοκομψή! Ένας χωραφάς από τη Λάρισα και ένας εργολάβος οικοδομών από τη βέροια, με κάλεσαν για ποτό. Το γέλιο που έκανα όταν τους είπα να ζητήσουν την άδεια από το σύζυγο μου που κολυμπούσε, δεν περιγράφεται!!! Εγώ ήμουν εκεί, με μια φίλη μου και την επομένη της άφιξής μου, ήρθε και ο αδερφός της που ακόμα στη Χαλκιδική είναι. Επειδή ο Ανδρέας έχει εκπληκτικό χιούμορ, δεν τον αφήσαμε να ξεκουραστεί καθόλου. Μας πήγαινε στις καφετέριες, καθόταν και αν έβλεπε να κοιτούμε κάποιον, φώναζε: γυναίκες, σεμνά, συνοδεύεστε!!! Μας σύστηνε και έλεγε, από εδώ η γυναίκα μου, και έδειχνε εμένα, από εδώ το αίσθημά μου, και έδειχνε τη φίλη μου. Κώλωσε πολύς κόσμος εκεί. Μας πήγε σε καταπληκτικές παραλίες, μας έκανε και γελάσαμε πολύ. Όταν ήρθε, μου είπε η φίλη μου να του κάνω πλάκα. Καθόμασταν σε ένα ουζερί με τη Δώρα και τον περιμέναμε. Φτάνει, μας συστήνει η Δώρα, παραγγέλνει και εγώ όλη αυτήν την ώρα τον κοίταζα επίμονα και με σοβαρότητα. Με ρωτάει ο άνθρωπος τι συμβαίνει. Μου θυμίζεις το δεύτερο σύζυγό μου, του λέω. Κόντεψε να πνιγεί ο άνθρωπος. Δηλαδή, πόσους είχες; Με ρώτησε. Έναν, του λέω. Το τι γέλιο κάναμε, η Δώρα έπεσε από την καρέκλα της. Ο Ανδρέας έριξε το ούζο του στο παντελόνι, εγώ κακάριζα. Θέαμα γίναμε. Και αυτό ήταν. Μετά μας έμαθε όλη η πόλη. Τον φορτώναμε τα πράγματα για την παραλία, εμείς μόνο με τα καπέλα μας, αυτός με τις τσάντες μας, τις πολυθρόνες και την ομπρέλα, εμείς κυρίες. Μπροστά εμείς, πίσω ο μικρός με τα πράγματα. Εμείς τον περνούσαμε στο μπόι, και αυτός μας πείραζε και μας έλεγε ξυλόκοτες. Εμείς κακαρίζαμε, αυτός προσπαθούσε να μας επαναφέρει στην τάξη…
Τι να σας λέω.
Ξεκίνησα χάραμα για την Αθήνα, στάθηκαν στο μπαλκόνι και με χαιρετούσαν. Επειδή δεν είχαν λευκό μαντήλι να μου κουνήσουν, ο Ανδρέας, πήρε ένα σώβρακο με μικρά σχεδιάκια και το κούναγε. Τι να σας λέω.
Ξεκίνησα χάραμα για την Αθήνα, στάθηκαν στο μπαλκόνι και με χαιρετούσαν. Επειδή δεν είχαν λευκό μαντήλι να μου κουνήσουν, ο Ανδρέας, πήρε ένα σώβρακο με μικρά σχεδιάκια και το κούναγε. Τι να σας λέω.
Το ταξίδι της επιστροφής ήταν μακρύ, χαζομάρα μου που έφυγα τόσο πρωί, είχα τον ήλιο στα μάτια μου συνέχεια. Ήρθα πολύ κουρασμένη. Και κατουριόμουν σε όλο το δρόμο. Σταμάτησα σε τρία βενζινάδικα. Άλλη φορά δε θα παίρνω τόσο καφέ και τόσο δυνατό στα ταξίδια.
Και επέστρεψα. Για λίγο. Να πάω τους φίλους στο Σούνιο, στους Δελφούς, στις Μυκήνες. Μετά θα φύγω πάλι για τις εξωτικές καρδιτσίους νήσους!