Ήταν μαζί τέσσερα χρόνια. Τέσσερις χειμώνες που τον ζέσταινε η στοργή της. Τέσσερα καλοκαίρια που τον δρόσιζε με το γέλιο της. Τέσσερα φθινόπωρα που τον κάλυπτε με την αγάπη και την τρυφερότητά της. Τέσσερις άνοιξες που έβλεπαν μαζί τη φύση να ανθίζει.
Ένιωθε πως έπρεπε να την αποκαταστήσει. Πίσω από το χαρούμενο βλέμμα του, ο υπολογιστής νους, σημείωνε. Δούλευε. Ήταν νοικοκυρά. Τον αγαπούσε. Και αυτός την αγαπούσε. Με τον τρόπο του. Δούλευαν μαζί εδώ και μια πενταετία. Τα τέσσερα συζούσαν κιόλας. Τον φρόντιζε σα να ήταν μάνα του. Τον περιποιόταν σα να ήταν γκέισα. Ήταν πάντα καθαρός και φρεσκοσιδερωμένος. Κάθε μέρα είχε και άλλο φαγητό μαγειρεμένο. Έτσι έπρεπε να γίνει. Να παντρευτούν. Θα μιλούσε στον πατέρα του.
Και μίλησε. Ήταν τριάντα πέντε χρονών. Οι τρεις αδερφές του και ο μεγαλύτερος αδελφός ήταν ήδη παντρεμένοι και με δυο παιδιά ο καθένας. Τον τρόπο του τον είχε. Ο πατέρας του είχε φροντίσει. Όταν είδε ότι τα αγόρια μόνο για γράμματα δεν ήταν, τους έστειλε σε ένα καλό σχολείο ιδιωτικό και πλήρωσε αδρά για να αποκτήσουν ένα απολυτήριο γυμνασίου, τότε. Μετά και οι δυο με τη βοήθεια του γέρου άρχοντα τακτοποιήθηκαν, ο ένας στη ΔΕΗ και ο άλλος στην πολεοδομία. Και φυσικά όσο πιο κοντά στο χωριό του παππού. Ο ένας στην πρωτεύουσα του νομού και ο άλλος, ο δικός μας, ας τον ονομάσουμε Νίκο, Νικολάκη για τους δικούς του, στη Θεσσαλονίκη. Είπε στον πατέρα του για την κοπέλα. Ας την πούμε Ρόζα. Δεν ασχολήθηκε με την εξωτερική της εμφάνιση που ήταν εξαιρετική. Περισσότερο εστίασε στην οικονομική της κατάσταση. Ο πατέρας της συνταξιούχος της χωροφυλακής, αγρονόμος στο χωριό του έξω από τη Μακρακόμη.
Το είπε και στη Ρόζα ότι το καλοκαίρι, με την άδειά τους, θα κανόνιζαν να συναντηθούν οι οικογένειές τους. Πέταξε η κοπέλα από τη χαρά της. Τις αδερφές του τις ήξερε και εκείνες τη συμπαθούσαν. Η οικογένειά τους ήταν εξαιρετικά περίεργη. Ο γέρο άρχοντας είχε μοιράσει όλη την περιουσία του στους δυο γιους και είχε προικίσει τις κόρες, αλλά σε σχέση με τα αγόρια, τα κορίτσια πήραν ψίχουλα. Και η περιουσία ήταν μοιρασμένη μόνο στα λόγια. Τη δασκάλεψε καλά γιατί αν ο γέρο άρχοντας έμενε ικανοποιημένος, σχεδόν τα πάντα θα έμεναν σ’ αυτόν. Ο αδερφός του έκανε ένα γάμο που η οικογένεια δεν ενέκρινε (και δεν είχε και άδικο) και αν ο γέρος αποδεχόταν τη Ρόζα, δε θα χρειαζόταν τίποτα παραπάνω για να γίνει αυτός, ο μικρός γιος της οικογένειας, ο επόμενος άρχοντας του νομού. Τα είχε όλα σχεδιάσει στο μυαλό του.
Πως θα μοίραζε την περιουσία με τον αδερφό του που να φαίνεται δίκαια, αλλά να μην είναι, πώς να ξεζουμίσει τις αδερφές του και να μην μπορούν να μιλήσουν. Πώς να εκμεταλλευτεί τις γνωριμίες των γαμπρών του. Αυτός θα γινόταν ο άρχοντας. Χωρίς να τολμά κανείς να αμφισβητήσει τη θέση και το κύρος του.
Από τα Χριστούγεννα που πρωτομίλησε για ένα κορίτσι με το οποίο συζεί, ο Νικολάκης πηγαινοερχόταν στο χωριό κάθε Σάββατο και έφευγε Κυριακή βράδυ μιλώντας
για τη Ρόζα. Πόσο νοικοκυρά είναι, πόσο σεμνή, πόσο καλή οικογένεια έχει. Για την αδερφή της που είχε παντρευτεί γιατρό, για τα χωραφάκια που είχε προίκα, για την αδυναμία που της είχαν οι δικοί της γιατί η αδερφή της δεν έκανε παιδιά.
Πες, πες πες, είπε ο γέρο άρχοντας ότι την επαύριο του δεκαπενταύγουστου θα πήγαιναν να δώσουν λόγο στο πατρικό της.
Και ήρθε ο δεκαπενταύγουστος. Ο γέρο άρχοντας με τη γυναίκα του και μητέρα του Νικολάκη, μπήκαν με το Νικολάκη στο αυτοκίνητό του, ο γέρος με το καλό κοστούμι και το λευκό καβουράκι, η γριά με το καλό της μπλε φουστάνι και τα σκουλαρίκια με τις μεγάλες κόκκινες πέτρες (το μόνο αντικείμενο που πήραν οι κόρες από τους γονείς τους). Στο πίσω αυτοκίνητο ο μεγάλος αδερφός με τη γυναίκα του. Παραπίσω η κάθε αδερφή με τον άντρα της και το δικό τους αυτοκίνητο με σειρά γέννησης. Κονβόι πέντε αυτοκινήτων ξεκίνησαν πριν τις εννιά το πρωί για τη Μακρακώμη να δώσουν λόγο. Όλη τη νύχτα, οι λάμιες, παρντόν οι αδερφές του και η αρχιλάμια, παρντόν η μάνα του Νικολάκη, δεν έκλεισαν μάτι. Φρόντισαν όλα τα έθιμα του χωριού να τηρηθούν πιστά. Να καταλάβουν οι συμπέθεροι με τι είχαν να κάνουν. Ο γέρος και η γριά είχαν από τέσσερις λίρες να κρεμάσουν στο ζευγάρι μετά που θα έδιναν τα χέρια οι γονείς. Οι κόρες και ο γιος θα κρεμούσαν κοσμήματα. Ο γαμπρός είχε πάρει ένα δακτυλίδι για τη Ρόζα. Ο αδερφός του ένα ρολόι, η μεγάλη αδερφή ένα σταυρό αντίκα, η μεσαία μια καρφίτσα και η μικρή ένα ζευγάρι σκουλαρίκια. Από τα Χριστούγεννα, οι κόρες έκαναν ένα σωρό αλχημείες για να εξοικονομήσουν έξτρα χρήματα για το δώρο που τελικά θα έπαιρναν στη Ρόζα. Οι σύζυγοί τους, θα τους έδιναν για το δώρο, αλλά ήθελαν να έχουν κι άλλα για να πάρουν κάτι πιο ακριβό από αυτό που ήθελαν οι σύζυγοί τους. Όσο πλούσιος ήταν ο γέρος, τόσο πιο δύσκολα περνούσαν οι κόρες του. Δεν είπε ποτέ να τις βοηθήσει. Και αυτές, πιστές στα έθιμα, παρέμεναν δούλες του κάθε καλοκαίρι που πήγαιναν στο χωριό με τις οικογένειές τους. Ντυμένοι με τα καλά τους όλοι, με τα αυτοκίνητα πεντακάθαρα, παρά τα χιλιόμετρα που θα έκαναν για το χωριό της νύφης, τα είχαν πλύνει τα εγγόνια την προηγούμενη παίζοντας με τα νερά, με τα δώρα τους και με χαρούμενη διάθεση ξεκίνησαν να δώσουν λόγο. Τα εγγόνια έμειναν όλα στο χωριό. Μια μέρα χωρίς τους μεγάλους, ήξεραν ότι θα γύριζαν αργά το απόγευμα. Ξύπνησαν με τους μεγάλους, μάζεψαν το σπίτι, έξι κορίτσια, δυο αγόρια, τα τέσσερα κάτω από 8 χρονών, τα είχαν τα μεγαλύτερα υπό την προστασία τους. Έφτιαξαν πρωινό, έπλυναν τα πιάτα και βγήκαν στην πλακόστρωτη αυλή. Τα μικρά έπαιζαν με αυτοκινητάκια και κούκλες, οι τέσσερις μεγαλύτερες πήραν πορτοκαλάδες από το παντοπωλείο και έπιασαν δήθεν τα κεντήματα κάτω από τη λεύκα που σκίαζε όλη την αυλή μέχρι αργά το απόγευμα, και συζητούσαν τα γεγονότα. Πότε θα γίνει ο γάμος, τι θα φόραγαν, αν θα καλούσαν τις φίλες τους από την Αθήνα, αν θα τις άφηναν οι μανάδες τους να βαφτούν, δεν είχαν περάσει τα 14. φαγητό για το μεσημέρι είχαν. Οι μανάδες τους τα είχαν ετοιμάσει από την προηγούμενη. Για να φάνε τα παιδιά και να έχουν και αυτοί το βράδυ που θα γυρνούσαν. Ένα φαγητό στο μεγάλο ταψί, κοτόσουπα για τον παππού και τραχανά μήπως αλλάξει γνώμη και δε θέλει σούπα. Χαχάνιζαν οι ξαδέρφες στη λεύκα μέχρι το μεσημέρι που τα μικρά πείνασαν. Τους έβαλαν να φάνε, είχε κάθε μια και ένα να προσέχει, και τα έβαλαν για ύπνο. Τα φοβέρισαν και τα μικρά έμειναν στα κρεβάτια τους. Οι μεγάλες έφτιαξαν φραπέ, κρυφά από τους γονείς που έλειπαν και βγήκαν στη λεύκα. Μιλούσαν για την καινούργια θεία, πόσο όμορφη είναι, πως της φέρεται ο θείος, τη δουλειά να κάνει άραγε, και γενικά μια χαρούμενη ατμόσφαιρα κυριαρχούσε. Η μεγαλύτερη, έξι μήνες πριν την επόμενη, που και που έριχνε ματιές στο δρόμο πριν το χωριό μήπως και φανούν ξαφνικά τα αυτοκίνητα να προλάβουν να πλύνουν τα ποτήρια με το φραπέ. Οι άλλες την κορόιδευαν. Σιγά βρε χαζή μη γυρίσουν τώρα. Θα φάνε, θα πιουν καφέ, θα αλλάξουν δώρα, θα ξεκινήσουν κατά τις πέντε, επτά με οκτώ θα είναι εδώ. Αμ δε! Ένα από τα μικρά είχε ανέβει στον πάνω όροφο του σπιτιού κρυφά και κοιτούσε από το παράθυρο και είδε το κονβόι να έρχεται. Η ώρα δεν ήταν ούτε τρεις. Αλλά με το άγχος μήπως το μικρό πέσει, το πάτωμα στον πάνω όροφο δεν είχε φτιαχτεί, η μεγάλη ανέβηκε και δεν κοίταξε το δρόμο. Μόνο ο αργαλειός υπήρχε εκεί και μόνο η γιαγιά και η μεγάλη εγγονή επιτρεπόταν να πάνε εκεί. Άσε που είχε και ποντίκια. Οι άλλες δεν ήθελαν να μάθουν να υφαίνουν, ήταν ο τόπος απομόνωσης της μεγάλης εγγονής. Έτρεξε και μάζεψε τη μικρή, τη μάλωσε, έλεγξε μήπως και είχε ξηλώσει τίποτα στο υφάδι και την κατέβασε σηκωτή στο κρεβάτι της. Δεν έδωσε σημασία που η μικρή έλεγε ότι γυρνούσε η μαμά της και ο παππούς και όλοι. Τη μάλωσε και βγαίνοντας έκλεισε και την πόρτα του δωματίου και της είπε ότι αν ξυπνήσει τα άλλα παιδιά, θα τη δείρει κιόλας. Και βγαίνοντας στην αυλή είδε τα αυτοκίνητα να παρκάρουν με τη σειρά το ένα δίπλα στο άλλο. Αμάν ο καφές! Οι άλλες έριξαν όλα τα ποτήρια πίσω από το φράχτη μέσα στα κολοκυθάκια και τις τσουκνίδες.
Οι τέσσερις εγγονές έκαναν αγωνιώδες ερωτήσεις για το πώς πήγε η συνάντηση, προσπαθώντας να διαπιστώσουν αν ο παππούς τις είδε να πίνουν καφέ. Αλλά κανείς δεν είχε διάθεση για κουβέντα. Οι γαμπροί πέταξαν τα κλειδιά των αυτοκινήτων στις γυναίκες τους και πήγαν στο καφενείο. Ο παππούς με τη γιαγιά μπήκαν στο σπίτι και πήγαν στην κουζίνα. Οι κόρες και η νύφη άρχισαν αμέσως να στρώνουν τραπέζι. Κανείς δεν απαντούσε στις ερωτήσεις των κοριτσιών. Η χαρούμενη διάθεση που επικρατούσε το πρωί που ξεκίνησαν, δεν είχε καμιά σχέση με τα μούτρα που είχαν όλοι και γύρισαν και πολύ νωρίς… Ο Νικολάκης, άναψε τσιγάρο και έκατσε στη λεύκα μόνος του. Από το ύφος του όλες οι ανιψιές του κατάλαβαν ότι ήθελε να μείνει μόνος. Οι κόρες έστειλαν τις κόρες τους να φωνάξουν τους πατεράδες τους από το καφενείο να έρθουν για φαγητό. Ήρθε και ο Νικολάκης. Κάθισαν αμίλητοι όλοι γύρω από το τραπέζι. Οι εγγονές κοίταζαν χωρίς να μιλούν. Οι κόρες σέρβιραν πρώτα τον πατέρα τους, μετά τη μάνα τους, μετά τους αδερφούς τους και μετά τους άντρες τους και τα παιδιά τους. Και κάθισαν και αυτές στο τραπέζι. Ο γέρος έκανε το σταυρό του και έφαγε μια κουταλιά. Όλοι έκαναν πως έτρωγαν, μετά τη δεύτερη μπουκιά ο γέρος είπε:
«Εγώ δεν κάνω συμπέθερο έναν που για να μπω στο σπίτι του έσκυψα στο κατώφλι του. Δεν έσκυψα σε κανέναν. Δε θα σκύψω στον πατέρα της ξεβράκωτης. Αν την πάρεις, θα γράψω τα πάντα στον αδερφό σου». Ο Νικολάκης βγήκε έξω από το σπίτι. Η μεγάλη κόρη έστειλε τη δική της κόρη να δει που πήγε ο θείος της. Πήγε στη λεύκα.
Άναψε ένα τσιγάρο.
Τράβηξε δυο ρουφηξιές.
Το πέταξε εκεί που έριξαν τα κορίτσια τα ποτήρια του καφέ χωρίς να κοιτάξει και μπήκε στο σπίτι.
Κάθισε στη θέση του και είπε.
«Καλά, διαλέξτε ποια θέλετε να πάρω».
Και οι υπόλοιποι ξανάρχισαν το φαγητό.
Δυο ρουφηξιές από ένα τσιγάρο 22 φίλτρο, ήταν η Ρόζα στη ζωή του.
Δυο ρουφηξιές και με αυτές έσβησε τέσσερα χρόνια.
Δυο ρουφηξιές και ξέχασε το γέλιο της, τα χάδια της, τις περιποιήσεις της, την αγάπη της.
Δυο ρουφηξιές και διέγραψε τα θέλω του. Τα σχέδιά του δεν έπρεπε να υπονομευθούν από τίποτα.
Δυο ρουφηξιές από ένα τσιγάρο 22 φίλτρο…
Η ανάρτηση είναι μεγάλη αλλά σα σήμερα η Ρόζα έθεσε τέρμα στη ζωή της. Πάνε τριάντα χρόνια...