Το 1997, μου ανέθεσαν μια ομιλία σε συνέδριο και το συνέδριο θα γινόταν Κυριακή.
Αν πήγαινα κομμωτήριο το Σάββατο, επειδή κοιμάμαι άτσαλα, την Κυριακή θα ήμουν αχτένιστη. Ζήτησα, λοιπόν, από τον ιδιοκτήτη του κομμωτηρίου που πήγαινα, αν θα μπορούσε να έρθει την Κυριακή το πρωί στις έξι το πρωί η κομμώτρια που με χτένιζε πάντα και του εξήγησα το λόγο. Λογικότατα ο άνθρωπος, μου είπε ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να την υποχρεώσει, αν η ίδια το θέλει και μπορεί, ο ίδιος δεν είχε αντίρρηση. Η κοπέλα συμφώνησε. Ως συνήθως με έκανε κούκλα (περισσότερο απ' όσο είμαι εννοώ), και δε δέχτηκε και φιλοδώρημα, παρακαλώ!!! Μετά από λίγο καιρό η κοπέλα μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι έφυγε από το κομμωτήριο και ότι αν τη χρειαζόμουν, θα έρχόταν σπίτι μου, αρκεί να της τηλεφωνούσα. Και εννοείται ότι οι τιμές της ήταν εξωφρενικά χαμηλές. Ποτέ δε δέχτηκε κάτι παραπάνω παρότι ήμουν πρόθυμη να της δώσω με όλη μου την καρδιά.
Μετά ανοιξε δικό της κομμωτήριο. Μόνο που είχε μια απαίτηση από μένα. Κάθε πρώτη του μηνός, πρωί πρωί, έπρεπε να είμαι στο κομμωτήριο. Αν δεν πήγαινα, δεν άνοιγε. Θεωρούσε ότι είμαι γουρλού και άν πήγαινα εγώ κάθε πρώτη του μήνα, θα πήγαιναν καλά οι δουλειές της.
Εκτός από κομμώτριά μου, έγινε και φίλη.
Κομμωτήριο για τη γυναίκα είναι σαν το καφενείο για τον άντρα. Μαθαίνει όλα τα κουτσομπολιά, βγάζει τα σώψυχά της, χαλαρώνει και κυρίως, ανεβάζει το ηθικό της.
Η Γιάννα, ήταν εχέμυθη, πρόθυμη, φτηνή μέχρι αηδίας, πεντακάθαρη, εξυπηρετική και άριστη κομμώτρια.
Μόνο που αποφάσισε να φύγει από την Αθήνα. Καί έφυγε.
Που να πάω τώρα?
Ο Ιάσιος πηγαινει σε ένα κομμωτηρίο που χτενίζονται άντρες και γυναίκες. Κλείνω και εγώ ένα ραντεβού και τους εξηγώ ότι θέλω βαφή, ανταύγειες, κούρεμα και χτένισμα. Για όλα αυτά στη Γιάννα πλήρωνα γύρω στα 60 ευρώ. Για την ακρίβεια 56 αλλά της άφηνα 60 για να φεύγω με καυγά για να πάει καλά ο μήνας της! Πάω στο ραντεβού μου πέντε λεπτά νωρίτερα, καθότι είμαι και μια κυρία!
Με περιλαμβάνει μια τσούπρα, μου ξεριζώνει μερικές τούφες και της δίνω τη βαφή μου γιατί αυτή η βάση μου αρέσει και την παίρνω από το σούπερ μάρκετ. Με βάφει, και με αφήνει χωρίς να μου προτείνει ούτε ένα ποτήρι νερό. Έρχεται ο ιδιοκτήτης, μου προσφέρει καφέ και μου πιάνει κουβέντα. Ήξερε και τον Ιάσιο, τα λέγαμε μια χαρά. Έρχεται η ώρα να με λούσουν, εκεί να δεις πόνο. Με κόπο κράταγα τα δάκρυά μου. Και πάνε να με χτενίσουν και να μου στεγνώσουν τα μαλλιά. Χωρίς υπερβολή, ούρλιαξα από τον πόνο. Οι άλλες κυρίες με κοιτούσαν με συμπάθεια. Προφανώς είχαν περάσει τα ίδια. Έρχεται μια θεόχοντρη, μου σβήνει το τσιγάρο, παίρνει δυο πιστολάκια, ναι δυο, δεν έκανα λάθος, και μου στεγνώνει, ή καλύτερα μου ψήνει το κεφάλι. Κάποια στιγμή τελειώνει και φέρνει μια βοηθό. Αρχίζουν τα υποννοούμενα πάνω από το κεφάλι μου, και φυσικά για μένα ήταν. Πού ηρθα απόγευμα για όλα αυτά, που θα τις καθυστερίσω να φύγουν, που είναι ήδη επτά και θα τελειώσω στις δέκα, που εγώ φταίω που δε σκέφτομαι τον εργαζόμενο και κάνω το κέφι μου.
Παραδόξως συγκρατήθηκα, γιατί ο Ιάσιος είναι γνωστός εκεί. Έκανε ακριβώς μια ώρα και δέκα λεπτά να μου περάσει τις ανταύγειες με τη βοηθό της. Έπρεπε να περιμένω και να γίνουν, πήγε εννέα η ώρα. Κατεβάζει κάτι μούτρα η χοντρή, μου ήρθε να την αρχίσω στις σφαλιάρες!
Κάνω νόημα στην πρώτη που μόνο με μάδησε αλλά τουλάχιστον δε με έβριζε και της λεω ότι θα ήθελα αυτή να με λούσει. Ευτυχώς που το σκέφτηκα. Η χοντρή ήταν ικανή να κάτσει στη μούρη μου να ψοφήσω!
Στις εννέα και μισή ο ιδιοκτήτης ήρθε να με κουρέψει. Θεός. Γρήγορος, με αντίληψη, μου έδινε οδηγίες πως να φτιάχνω μόνη μου το μαλλί μου, και σε λίγο ήμουν έτοιμη. Εκείνη τη στιγμή τηλεφωνεί ο Ιάσιος και ρωτάει το Χρήστο αν θα προλάβαινε να τον κουρέψει και αυτόν. Σε δέκα λεπτά θα ερχόταν εκεί. Ο Χρήστος δεν είχε αντίρρηση παρότι η ώρα είχε πάει δέκα παρά. Οι τρεις κοπέλες, έκαναν κάτι μούτρα άλλο πράγμα. Ο Χρήστος με κέρασε γλυκό, δεν πήρα, κρασί, δεν ήπια, και ουίσκι, εννοείται δε δέχτηκα. ΄Ηρθε ο Ιάσιος, εμένα με χτένιζε η αρχική μαλλιοτραβούσα και αύτόν τον έλουζε η χοντρή. Μέχρι να ετοιμαστώ εγώ, αυτόν τον είχε κουρέψει ο Χρήστος και έφτασε η στιγμή του ταμείου.
Ξέρεται πόσα πληρώσαμε? 130 ευρώ εγώ, και 20 ο Ιάσιος!
Μάλιστα. Με πόνεσαν, με ξεμάλλιασαν, μου έκαψαν το σκαλπ και τα χαριτωμένα μου αυτάκια και πλήρωσα πάνω από τα διπλά από όσα έδινα στη Γιάννα!
Ουφ, τα έγραψα και ξεφόρτωσα λίγο.
Ψάχνω πάλι για κομμωτήριο. Για κούρεμα και μόνο θα πηγαίνω στο Χρήστο. Να βρω και μια καλή κομμώτρια για τις ανταύγεις και αν ξαναδώ τη χοντρή θα τη βρίσω. Για χάρη του Ιάσιου δεν την έκανα με τα κρεμμυδάκια. Που θα με κρίνει αυτή. Που ξυπνάει στις οχτώ και πάει στη δουλειά της στις εννιά. Μωρή αν μπορούσα να έρθω πρωί, δε θα το έκανα? Για να πληρώσω τις ανταύγειες σε σένα, δουλεύω από τις επτά ως τις τρεις, σούργελο, που αν εμείς δεν έρχόμασταν εκεί, θα μάζευες ελιές στο χωριό σου και θα έπλενες σε σκάφη!
Αυτά για σήμερα και θα επανέλθω μεγαλοβδόμαδα με καινούργιες περιπέτειες!!!!!!!!!!!!!!!!