Το παρακάτω κομμάτι το έγραψε η φίλη μου η σπαρκ, ναι αυτή με τα σπαμ, το λάτρεψα και το μοιράζομαι μαζί σας!(περιμένω τη γνώμη σας).
Ο ήλιος τρύπωνε στο δωμάτιο ανάμεσα από τα κενά των παραθυρόφυλλων. Μισάνοιξε τα μάτια και ξαπλωμένη στο κρεβάτι χάζευε τη σκόνη να αιωρείται πάνω στις αχτίδες του σαν να μαχαιρωνόταν η συνήθεια πέφτοντας σε μία λάμα από φως, χωρίς φιλί, δίχως μια στάλα αίμα. Περίμενε. Ούτε ένας αναστεναγμός δεν ξεβράστηκε σε τούτη τη σιωπή. Σηκώθηκε και στάθηκε πίσω τους. Δεν ήξερε τι ώρα ήταν. Εδώ στο νησί, δεν είχε ποτέ σημασία, ούτως ή άλλως. Μερικές γραμμές θάλασσας μόνο και η μυρωδιά της ερωμένης, που όλο απλώνεται και δίνεται, μα κανένας δεν ξέρει τι και ποιον θα αρπάξει ξαφνικά για να τα κρύψει στα σπλάχνα της.
Την αγαπούσε την θάλασσα. Όταν έφευγαν όλοι, εκείνη επέστρεφε. Στο ίδιο πάντα δωμάτιο, τις ίδιες ημερομηνίες, χωρίς κινητά, υπολογιστές και ταυτότητες. Μόνη. Χρόνια τώρα στεκόταν πίσω από αυτό το παραθυρόφυλλο με τα κουρτινόξυλα αποκαθηλωμένα στο πλάι και τις κουρτίνες να σέρνονται στο πάτωμα.
Ακούμπησε το μέτωπο στο μπλε ξύλο και εκείνο οπισθοχώρησε ελαφρά. Μέσα από τη σχισμή είδε τον ήλιο να καθρεφτίζεται στη θάλασσα. Η παραλία έρημη και ένα αεράκι να φυσάει απαλά, να ταξιδεύει την αλμύρα. Άνοιξε τα χέρια και κόλλησε τη γύμνια της πάνω στα παραθυρόφυλλα, πασχίζοντας να κρατήσει τα μάτια ανοιχτά στην αντανάκλαση του ήλιου, που την τύφλωνε. Το κρύο αεράκι έκανε το κορμί της να ανατριχιάσει. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και έριξε όλο το βάρος της στα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα. Να και κάτι λοιπόν που την άντεχε ακόμη, τόσα χρόνια μετά. Χαμογέλασε και έκανε μεταβολή.
Το δωμάτιο ήταν γεμάτο καμβάδες, πινέλα και χρώματα. Κόκκινο, κίτρινο, μπλε, άσπρο και μια στάλα μαύρο να λάμπει το άσπρο περισσότερο. Τοποθέτησε ένα λευκό τελάρο στο καβαλέτο, το μετέφερε δίπλα στα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα και άρχισε να ζωγραφίζει. Χωρίς πληρωμή, δίχως παραγγελία, μόνο για κείνη. Ζωγράφιζε μέχρι να τελειώσουν τα χρώματα, οι καμβάδες, ή ο καημός (ανάλογα ποιό ξοδεύονταν γρηγορότερα) και μετά τα μάζευε και τα έκαιγε όλα μαζί το τελευταίο βράδυ πριν φύγει στην παραλία.
Ζωγράφιζε παθιασμένα λες και πάλευε να φυλακίσει ή ίσως και να απελευθερώσει κάτι αλλά το τελάρο εκείνη τη μέρα δεν την έφτανε. Ξαφνικά το ποτήρι με το νερό που ήταν πάνω στο τραπέζι έπεσε και έσπασε στο πάτωμα. Σταμάτησε και τότε αντίκρυσε το χέρι της να στέκεται μετέωρο στον αέρα με το πινέλο. Τις αχτίνες του ήλιου και την σκόνη να πέφτει πάνω του.
Στάθηκε για μια στιγμή εκεί,ικέτιδα γυμνή στο μαχαίρι του ήλιου που δεν την έκοβε, μα ούτε τη ζέσταινε. Μια στιγμή μόνο και μετά άρχισε να ζωγραφίζει το κορμί της. Απ’ άκρη σ’ άκρη. Όλη του την ιστορία, όλα του τ’ αγγίγματα και όλες του τις θύμησες. Όταν τέλειωσε, σηκώθηκε και στάθηκε ξανά στο παραθυρόφυλλο. Το άνοιξε και βγήκε στο μπαλκόνι. Φυσούσε μα δεν την ένοιαζε. Γύρισε και κοίταξε πίσω. Ο καμβάς της, να μείνει κάτι απ’ το όνειρο. Έκανε μεταβολή και άρπαξε το σεντόνι. Το τύλιξε γύρω της.
Ο ήλιος ορμούσε στο δωμάτιο, η καθρέφτης την παρακολουθούσε καθώς το πετούσε στο πάτωμα και έπεφτε στο κρεβάτι ζωγραφίζοντας με το κορμί της τον δεύτερο καμβά της. Όταν τελείωσε, ανακάθισε και κοίταξε τη θάλασσα. Μια ανάσα βαθιά στο παγωμένο αεράκι. Άρπαξε τα σεντόνια, άνοιξε την πόρτα και έτρεξε προς την παραλία με τα πολύχρωμα πέπλα να κρέμονται στα χέρια της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και με ένα μακροβούτι χάθηκε στη θάλασσα.
----