Χθες στον ύπνο μου είδα ότι περπατούσα σε ένα χωριό που οι δρόμοι ήταν από χώμα. Τα σπίτια από πέτρα και ξύλο και καθώς έπεφτε το σκοτάδι δεν διέκρινες ούτε τα παπούτσια σου. Και όταν έσκυψα να τσεκάρω τα παπούτσια μου, ήταν φλατ, χωρίς τα τακουνακια μου, έστω μια πλατφορμίτσα. Τίποτα. Χώμα, σόλα, πόδι Ρίας! Και ίδια με αυτά που πουλάνε στο Μοναστηράκι. Δερμάτινα, με λουριδίτσες και δετά ψηλά από τον αστράγαλο. Και χωρίς τακούνι, δεν ξέρω αν σας το είπα αυτό! Και εκεί που λέω σε τί κατσικοχώρι είμαι η έρμη, νάσου σηκώνω το βλέμμα μου γιατι κάτι μου φώτιζε και λαμπύριζε από μακριά. Και βλέπω την Ακρόπολή. Όχι όπως τη βλεπουμε τώρα, σαν γριά ξεδοντιάρα. Αλλά με τα όλα της. Με το χρυσό της, τα χρώματά της, τα ελγίνειά της...
Ριούλι μας την πέσανε και είμαστε στην αρχαία Αθήνα, σκέφτηκα.
Αμάν, δεν έχει εφευρεθεί ο νες καφέ, οι τουαλέτες εντός των σπιτιών, τα ψηλοτάκουνα. Κορίτσι μου, τη βάψαμε, ξανασκέφτηκα.
Ο ήλιος άρχισε να δύει για τα καλά και το σκοτάδι σκέπαζε τη ζαφειρόπετρα στης γης το δακτυλίδι. (μεταξύ μας, με τόσο χώμα, αυτός που το είπε πρέπει να ήρθε από καμιά τρύπα στη Σαχάρα).
Σκοτάδι πίσσα. Και από μακριά κάτι φέγγει. Αμυδρά. Σαν αστεράκι στον ουρανό της Αθήνας αμα είσαι δεκαπενταύγουστο στην παραλία του Σουνίου. Και το φώς να μεγαλώνει και να κουνιέται πέρα δώθε. Ναυτία μου ήρθε.
Και πλησιάζοντας περισσότερο βλεπω ένα λεχρίτη, ένα κοπρίτη, ένα λέτσο, με ένα φανάρι και ένα ιμάτιο που ίσα που τύλιγε και έκρυβε το τοπίο της φρίκης από τα ευαίσθητα ματάκια μου.
Παρντόν μεσιέ, τον ρωτώ. Μήπως μπορείτε να μου πείτε που θα βρώ ένα αξιοπρεπές ξενοδοχείο? Με κοιτά με το τσιμπλιασμένο μάτι του και σηκώνει το φανάρι του. Και φεύγει. Κύριε, εγώ από πίσω. Σταματά. Με κοιτά ξανά με το φανάρι του. Εσείς που πάτε τον ρωτώ. Ψάχνω έναν άνθρωπο μου λέει και μην ένοχλεις το Διογένη. Εκεί εγώ. Με την ερώτηση στο στόμα. Και τον βρήκατε καλέ?
Και αρχίζω να μεταμορφώνομαι σε ένα καπνό. Σε ένα άυλο πράγμα. Και βρίσκομαι να περνάω από ένα στενό, άλλο πράμα. Σα δυο νούμερα μικρότερο μπούστο! Και καθώς περνώ από το στόμιο, είμαι και ανοικονόμητη η γυναικάρα, σα να απλώνομαι. Σα να σκορπιζομαι και όταν σχεδόν έχω βγει όλη, βλέπω μια θείτσα πίσω από κει που έβγαινα εγώ, το στενό ντε. Έχει τα μάτια κλειστά, το κεφάλι πίσω και ένα τουρμπάνι σαν αυτά που φόραγε η Λάσκαρη όταν έκαψε το μαλί από τα ντεκαπάζ. Και ένα μακιγιάζ, χάλια. Και η τουνίκ της ελεεινή. Ακόμα και στη λαική καλύτερη θα έβρισκε. Και τι στο καλό είναι αυτό το στρόγγυλο που εχει μπροστά της και φωτίζεται περίεργα?
Μαντάμ, καλέ μαντάμ. Μούγκα αυτή. Όχι και πολύ μουγκα. Όλο μμμμμμμμμμμ κάνει. Σα γελάδα σε οίστρο! Σα μέντιουμ με κάνει.
Ε, τι χαζή είμαι? Μια που τη βρήκα μπόσικη θα τη ρωτήσω το κατιτίς μου γιατί θα μου έρθει και τζάμπα! Καλέ μαντάμ, για πέτε μου, θα πραγματοποιηθούν τα όνειρά μου?
Και να σου ένα φσσσσσσστ και βρίσκομαι σε ένα πάρκο. Πολύ μεγάλα τα δέντρα. Και τα παγκάκια. Αφού εγώ που είμαι και νταρντάνα, δεν μπορώ να σκαρφαλώσω πάνω τους.
Και τι στο καλό είναι αυτό που με χτύπησε?
Ένας υπερφυσικός μπόμπιρας!
Παναζία μου παναζία μου!
Τι είναι τούτο? Ένα νήπιο γίγαντας.
Όχι καλέ, εγώ είμαι μικρή. Χμμμμμ. Μη μου τραβάς καλέ το πόδι. Σα γνωστός μου φαίνεσαι καλέ!!!
Ουπς, ίδιος ο γιος μου στα τρία!
Βρε, για να σου πω, θα με αγαπάς και όταν θα είσαι και σύ γονιός?
Και με μιας βρίσκομαι στη βεράντα του σπιτιού μου μαζί του. Με το μεγάλο μου έρωτα. Σιωπή. Κάθεται αντίκρυ στην Ακρόπολη που λατρεύει. Δε μιλά. Δε μιλώ. Θέλω να τον αγκαλιάσω, να τον πνίξω στα φιλιά. Να του πω πόσο μου έλειψε.
Αντί γιαυτό, τον ρωτώ. Είσαι ευτυχισμένος τώρα?
Και εκεί ξύπνησα. Ιδρωμένη, αγχωμένη, τρομαγμένη. Σηκώνομαι και πάω στο μπάνιο.
Με κοιτάζω καλά στον καθρέπτη. Φτου σου κοπελάρα μου, μου λέω. Με κοιτάζω λοξά, με κοιτάζω ανφάς, με θαυμάζω και ρώτάω τον καθρέφτη (μου έμεινε κουσούρι δεν εξηγείται αλλιώς): εσύ βλέπεις πίσω από το χαμόγελό μου?
Υ.Γ. για όσους δεν κατάλαβαν, είναι η απάντησή μου στο παιχνίδι πέντε ερωτήσεις που με καλεσε το μανιταράκι να παίξω!