Μα θέλω να αγιάσω και δε με αφήνουν.
Είπα να μην
ξαναγράψω καμένο για να αφήσω και κάτι καινούργιο να διαβάσουν οι αναγνώστες
του βιβλίου μου. Αλλά φευ, δε με αφήνει η καθημερινότητα! Και έτσι περνάμε
αισίως στον καμένο
νούμερο 12: ο γεροντοκόρος.
Πάω για ουζάκια
με φιλική γυναικοπαρέα στην Καισαριανή. Την ώρα που πάμε να περάσουμε το δρόμο,
μας κορνάρει ένα πολυμορφικό αυτοκίνητο. Κοιτώ τον οδηγό, καλός ήταν αλλά δεν
τον ήξερα. Τον ήξερε όμως μια από τις κυρίες της παρέας μας. Σταματά, τον
χαιρετά, του δίνει πλήρη αναφορά του που πάμε και έρχεται τρέχοντας κοντά μας.
Εμείς έχουμε στρωθεί στο ουζερί, έχουμε πέσει με τα μούτρα στους καταλόγους για
να δώσουμε παραγγελία.
Και εκεί
που έχουν αρχίσει να έρχονται τα μεζεδάκια, σκάει μύτη και ο κύριος!
Θέλουμε δε
θέλουμε, δε θέλαμε αλλά τι να κάναμε; Του λέμε να καθίσει μαζί μας. Κάθισε,
περιορίσαμε και μεις το ρεπερτόριο μας, για να φανούμε ακόμα πιο κυρίες απ’ ότι
είμαστε και όταν έρχεται ο λογαριασμός τον πληρώνει ο κύριος!
Ανέβηκε στα
μάτια μου δεν μπορώ να πω. Από τις κυρίες, η μόνη ελεύθερη ήμουν εγώ. Επειδή
κάθισε δίπλα μου, όταν έμαθε τη δουλειά μου, κλασσικά όπως όλοι, θυμήθηκε πως
έχει κάτι καρδιολογικές ενοχλήσεις. Του είπα για τον αδερφό μου τον
καρδιοχειρουργό, μου ζήτησε το τηλέφωνό του, του το έδωσα, ζήτησε και το δικό
μου και το έδωσα επίσης. Εγώ πάντως, δε ζήτησα το δικό του.
Το ίδιο
βράδυ μου στέλνει
ένα ευχαριστήριο μήνυμα στο κινητό. Και τον ξεχνώ.
Την
παραμονή πριν φύγω για εξωτικές καρδιτσίους νήσους που είχα την ομιλία, μου
στέλνει ένα μήνυμα για καλή επιτυχία, λες και δε θα την είχα. Τον ευχαρίστησα
μηνυματικώς και εγώ και τον ματαξαναξέχασα.
Πάω στην Καρδίτσα,
κάνω τη διάλεξη, κάνω και τη δεύτερη και την ώρα που ανεβαίνω στο χωριό μου
στέλνει μήνυμα πάλι το οποίο εγώ είδα τα μεσάνυχτα. Και του ξανααπαντώ. Τα
ήθελε ο κώλος μου.
Την άλλη
μέρα με καλημερίζει, μου στέλνει μηνύματα όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα. Εγώ
απαντώ πολύ τυπικά. Δεν τον ξέρω τον τύπο. Αλλά το βρίσκω χαριτωμένο το φλερτ
αυτό.
Η αλήθεια
είναι πως ρίχναμε πολύ γέλιο με τη θεία μου όταν ερχόταν το κάθε μήνυμα. Και
επειδή είχαμε πιει και τα κρασάκια μας, αρχίζω να απαντώ με πολύ χιούμορ. Αυτός
συνεχίζει στο ίδιο στυλ, δείχνει να καταλαβαίνει όμως από χιούμορ και δεν
ενοχλείται γιατί μερικά από αυτά που έστειλα ήταν λίγο προσβλητικά αν δεν τα
βλέπεις με χιούμορ!
Επιστρέφω
στην Αθήνα και έχει φαγωθεί, μηνυματικώς πάντα, να συναντηθούμε.
Κρατάει καμιά
δεκαριά μέρες αυτό το φλερτ μποναμάς στην κινητή τηλεφωνία και λέω, δε
συναντιώμαστε; Έλα όμως που ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Και αντί να πάμε κάπου αλλού,
τον προσκαλώ σπίτι μου.
Έρχεται
στην ώρα του. Κύριος. Μου φέρνει και μια γλάστρα, το βρήκα επίσης χαριτωμένο.
Καθόμαστε μπροστά από το αναμμένο τζάκι, μου λέει με λίγα λόγια τη ζωή του και
πόσο του έχει λείψει η ζεστασιά της σχέσης
και η θαλπωρή μιας γυναικείας αγκαλιάς και άλλα τέτοια δακρύβρεχτα που
εμένα μου γύριζε το μάτι με τέτοια κλαψομουνίαση και για να σταματήσω το Νίκο Ξανθόπουλο
τον ρωτώ αν έχει φάει.
-Όχι, μου
λέει.
-Ωραία ούτε
εγώ, του λέω, βέβαια εγώ είχα φάει αλλά ήταν μια τέλεια αλλαγή θεματολογίας.
Παραγγέλνουμε,
έρχεται το φαγητό, πάει να πληρώσει, δεν τον αφήνω, στο σπίτι μου κάτι τέτοιο
είναι απαγορευμένο. Τρώμε και μπροστά στο τζάκι πίνουμε το κρασάκι μας.
Για να
γλιτώσω πιθανή υποτροπή και μίρλα, τον ρωτώ για τη δουλειά του, τις
επιχειρήσεις, τα παιδιά του. Και ευτυχώς είναι μέσα στο θέμα. Στις δώδεκα και
μετά από δυο μπουκάλια κτήμα γεροσκατοβασιλείου, ούτε και ξέρω πως τον λένε τον
μπάρμπα, χασμουριέμαι διακριτικά και ο τύπος πάει στο σπίτι του!
Και από την
επομένη αρχίζει νέο μπαράζ μηνυμάτων και e mail. Στο γραπτό λόγο είναι άψογος.
Στον
προφορικό δια ζώσης είναι απλά σπασαρχίδης.
Και μετά
από μερικές μέρες, εκεί που κάθομαι και κοιμάμαι αμέριμνη στον καναπέ του
σαλονιού παρακολουθώντας ούτε και θυμάμαι τι, χτυπά το κουδούνι και πετάγομαι
σα ζεματισμένη να ανοίξω. Κοιτώ, ο εν λόγω τύπος!
Έχω ήδη
μιλήσει, οπότε δεν μπορώ να προσποιηθώ πως λείπω. Κατεβαίνω ανοίγω και
ανεβαίνουμε σπίτι μου.
Με το που
μπαίνει μέσα με ρωτά γιατί δεν έχω αναμμένο τζάκι. Γιατί δεν κάνει κρύο και
κοιμόμουν του λέω.
-Άναψέ το.
Κάνω από
μέσα μου μια δέηση στον ξένιο Δία, ανάβω το τζάκι και λερώνομαι με στάχτες.
-Συγνώμη,
του λέω, πέντε λεπτά να κάνω ένα ντους και επιστρέφω.
Την ώρα που
είμαι στο μπάνιο τον ακούω που κάτι κάνει αλλά δεν μπορώ να βγω γυμνή και με τα
νερά. Όταν σκουπίστηκα και ντύθηκα, διαπιστώνω πως έχει μετακινήσει τους
καναπέδες και προσπαθεί να μεταφέρει το τραπέζι της κουζίνας μπροστά από το
τζάκι.
-Γιατί το
κάνεις αυτό; Του λέω.
-Για να
φάμε μπροστά από το τζάκι. Έχω παραγγείλει από το ίδιο που φάγαμε και την άλλη
φορά.
Ξαναβάζω το
τραπέζι στη θέση του, βάζω και τους καναπέδες στη θέση τους και του λέω πως αν
θες να φάμε στο τζάκι μπροστά, πρέπει να καθίσει κάτω στις μαξιλάρες που έχω
για αυτό το λόγο και θα φάμε στο τραπεζάκι του σαλονιού. Αρχίζει μια γκρίνια
αλλά συμμορφώνεται. Τρώμε, καθόμαστε στους καναπέδες και πάει και παίρνει την
καρέκλα της τραπεζαρίας που είναι Βαράγκης και κάνει 450 ευρώ η μια, και βάζει
τα πόδια του πάνω. Την παίρνω, την πάω στη θέση της και του φέρνω ένα σκαμνάκι.
Και αρχίζει:
-Γιατί δεν
κάνεις μια γενική καθαριότητα σπίτι σου και να ταχτοποιήσεις τα πράγματα για να
ξέρεις που είναι το κάθε τι;
-Γιατί ρε
φίλε; Είναι βρώμικο το σπίτι μου; Που την προηγουμένη η κολλητή μου με έλεγε
υστερική που σκουπίζω σφουγγαρίζω και ξεσκονίζω κάθε μέρα. Που η γυναίκα
έρχεται δυο φορές τη βδομάδα και το σπίτι λάμπει!
-Ε να,
έχεις τις μαξιλάρες στο διάδρομο της γυμναστικής.
-Τα έχω
εκεί γιατί αν είναι στο πάτωμα, με δυσκολεύουν στο σφουγγάρισμα.
-Γιατί δεν
έστρωσες χαλιά;
-Γιατί έτσι
μου αρέσει. Να περπατώ με τα τακούνια και να ακούω το τάκα τάκα!
-Γιατί δε
στόλισες δέντρο
-Γιατί δεν
το αισθάνομαι.
-Να πας σε
ένα μαγαζί χρωματοπωλείο να σου δώσουν ένα χρωματολόγιο να διαλέξεις ένα χρώμα
για το σαλόνι σου, γιατί το μπλε δεν είναι ωραίο.
-Μα δε θέλω
να το βάψω το σαλόνι, τα χρώματα τα επέλεξε διακοσμητής και κακώς σου δίνω
αναφορά αλλά το σαλόνι το πήρα τον Οκτώβριο και σπίτια δε βάφονται το χειμώνα.
-Μα δε μου
αρέσει
-Αρέσει
όμως σε εμένα!
-Δεν έχω
δει άλλο σπίτι σε τέτοια χρώματα.
-Τώρα θα
λες πως είδες και μπλε!
-Γιατί δε
φτιάχνεις το παζλ;
-Το παζλ
πρέπει να έχει καλό φωτισμό. Τώρα που νυχτώνει νωρίς και επιστρέφω στις πέντε
σπίτι, δε βλέπω να το φτιάξω και θα το κανονίσω το καλοκαίρι που είναι πιο
μεγάλη η μέρα.
Είχαν
πιάσει οι δεήσεις στο Δία
γιατί αντί να τον βουτήξω και να τον πετάξω από τον
όγδοο, εγώ διασκέδαζα με τη χωριατιά του. Μόνο να μας πηδήξει δεν πήγε ο
γεροντοκόρος. Το ένα δεν του κάνει, το άλλο του βρωμάει, το τρίτο του ξενίζει.
Μη χέσω!
Αλλά το
κλου ήταν όταν του είπα, πως άλλη φορά να με ειδοποιεί όταν θα θελήσει να με δει
και να έρχεται φαγωμένος γιατί εγώ έχω εντολή από το διαιτολόγο μου να μην τρώω
στερεά τροφή μετά τις πέντε το απόγευμα. Το τι έγινε ρε παιδιά δεν περιγράφεται.
Σηκώθηκε
από τον καναπέ σα να τον είχα τρυπήσει με πυρωμένες βελόνες. Περπατούσε μέσα
στο χώρο σα λιοντάρι στο κλουβί. Μα μου λες να έρχομαι φαγωμένος; Να έρχομαι
φαγωμένος; Επαναλάμβανε συνέχεια αυτό το φαγωμένος. Αφού σου είπα να πληρώνω
εγώ.
-Ρε τα
λεφτά είναι το πρόβλημα; Ufo, το πρόβλημα είναι πως μπαίνω σε πειρασμό, δε θέλω
να πηγαίνουν στράφι τα χρήματα του διαιτολόγου και στο κάτω κάτω της γραφής δεν
είμαι υποχρεωμένη να σε ταΐζω κάθε φορά που μου ξεκαμπάς ακάλεστος!
Και το
ωραίο!!!
Ανοίγει την
πόρτα με κοιτά και μου λέει:
-Εν τοιαύτη
περιπτώσει, δεν έχουμε να πούμε τίποτα άλλο.
-Που πας ρε
Καραμήτροοοοο; Του φωνάζω.
-Φεύγω, μου
λέει.
-Κανονικά
πρέπει να σ’ αφήσω να κατέβεις κάτω να βρεις κλειδωμένη την πόρτα να ρίξεις τα
μούτρα σου να ξανανέβεις να μου ζητήσεις να σου ξεκλειδώσω, αλλά επειδή είμαι
κυρία θα σε πάω κάτω με τη μία.
Του
ξεκλειδώνω, φεύγει και μου πετά μια καληνύχτα με την πλάτη γυρισμένη. Εντελώς
αυθόρμητα του ευχήθηκα: στα τσακίδια…
Αμ δε όμως.
Εν μέσω τριημέρου, μου στέλνει μήνυμα να κάνω εμβόλια στις κόρες του.
Του εξηγώ
πως είναι μέρες αργιών και οι γιατροί δεν είναι μέσα να γράψουν τα εμβόλια. Με
ρωτά αν μπορούν να τα γράψουν μετά αλλά να τα βρει και να τα κάνω εγώ. Εντάξει,
του λέω, αυτό μπορώ να το κάνω, λέω η ηλίθια. Ε, βρές τα και κάνε τα. Σε
αργίες. Και να βρω εγώ τα εμβόλια των δικών του παιδιών. Δεν πάει καλά ο
άνθρωπος. Του το είπα ακριβώς έτσι. Και πειράχτηκε. Αν είναι δυνατό…
Και μετά
λένε τις γυναίκες γεροντοκόρες. Οι άντρες πως ακριβώς πρέπει να λέγονται; Όχι
πες τε μου…